Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Όταν έμαθα να γράφω παραμύθια…

Δημήτρης ΚαμπουράκηςΠαρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Θα ‘χουν περάσει θαρρώ οκτώ αιώνες, από κείνη τη βροχερή νύχτα των Χριστουγέννων, που η γιαγιά μου έχοντας την πιο σοβαρή έκφραση του κόσμου στο σκαμμένο της πρόσωπο, μου ...εξήγησε πώς ζωντανεύουν τα παραμύθια.
Η Μαριάνθη ήταν μια εξαϋλωμένη γριούλα, μητέρα πέντε παιδιών και γιαγιά δεκάξι εγγονιών, που ζούσε σ’ ένα σπίτι στην άκρη του χωριού, περικυκλωμένο από πλατάνια, θρύλους και υγρασία. Όλο το απόγευμα εκείνης της παραμονής των Χριστουγέννων, τριγύριζα στην κουζίνα της, βλέποντας έκθαμβος τα χέρια της να βυθίζονται σε λεκάνες με ζυμάρια και σε κομμάτια αρωματισμένου κρέατος που θα παραγέμιζαν τα άντερα για τα γιορτινά λουκάνικα. 
Κάθε τόσο έστρεφε το βλέμμα της απ’ το τραπέζι και το ‘ριχνε πάνω μου για να μου εξηγήσει ότι εκείνες τις μέρες ο έξω κόσμος ήταν κατειλημμένος από τα καλικατζάρια, που είχαν ανέβει από τον κάτω κόσμο επιπλέοντας πάνω στα νερά ενός απόκοσμου υπόγειου ποταμού που έβγαινε από μια σπηλιά. Παρά τη δύναμη των νερών, τα διαβολάκια αυτά έβγαιναν αλώβητα και στεγνά, διότι χρησιμοποιούσαν για σχεδίες τα τσόφλια των καρυδιών που είχαν σπάσει οι νοικοκυρές για τα μελομακάρονα.
Εγώ, ξέροντας ότι η Μαριάνθη είχε προνομιακές σχέσεις με όλα τα ξωτικά και τα πνεύματα, δεν τολμούσα να αμφισβητήσω την αλήθεια των λόγων της, αντιθέτως φρόντιζα να είμαι πάντα μακριά από τις χαραμάδες της ξύλινης πόρτας και πάντα κολλημένος στην ποδιά της. 
Όμως εκείνο το βράδυ, την ώρα που κρεμούσε τα λουκάνικα σ’ ένα καλάμι πάνω από το τζάκι για να καπνιστούν, στράφηκε ξαφνικά προς το μέρος μου και μού είπε κάτι τρομερό. Επειδή ήμουν το μικρότερο σερνικό εγγόνι της οικογένειας κι επειδή είχα φτάσει στην κατάλληλη ηλικία, αυτά τα Χριστούγεννα θα είχα το μοναδικό προνόμιο να ζωντανέψω ένα παραμύθι. Στον χείμαρρο των αγωνιωδών ερωτήσεων μου, απάντησε μ’ ένα ανασήκωμα των γέρικων ώμων της, εξηγώντας μου ότι το κάθε παραμύθι ήταν μια αυστηρά προσωπική υπόθεση, στην οποία δεν θα μπορούσε να υπεισέλθει κανένας, ούτε μπαμπάς, ούτε μαμά, ούτε γιαγιά. 
Έπειτα, κουρασμένη από τις δουλειές, κάθισε μπροστά στο τζάκι, έριξε ξύλα στη φωτιά για να μην κατέβει κανένας καλικάντζαρος κι αρπάξει τα λουκάνικα, με πήρε στην ποδιά της και βάλθηκε να μού σιγοψιθυρίζει μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Εγώ, μέσα στην ασφάλεια της οικείας αγκαλιάς, είχα τα μάτια μου γουρλωμένα από την αγωνία για το παραμύθι που θα ζωντάνευα κι όλο αναρωτιόμουν αν θα έρχονταν μπροστά μου βασιλιάδες, πριγκίπισσες, μάγισσες ή τέρατα.
Φοβόμουν, αλλά ήμουν και γεμάτος έξαψη. Τότε είδα ξαφνικά το μικρό λευκό γατάκι που χουχούλιαζε μπροστά στη φωτιά μας. Αν και η εξοχή γύρω απ’ το σπίτι ήταν γεμάτο γάτες με τα μικρά τους, αυτό δεν το ‘χα ξαναδεί. Πότε είχε τρυπώσει μέσα στο σπίτι και δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι; Άπλωσα προσεκτικά το πόδι μου μπροστά του, αυτό με παιχνιδιάρικη διάθεση έβγαλε τα νυχάκια του, πιάστηκε στο ύφασμα του παντελονιού μου και σκαρφάλωσε πάνω μου με δυσκολία. Φτάνοντας στην κοιλιά μου, το πήρα με το χέρι και το ‘φερα μπροστά στο πρόσωπο μου. Ήταν λευκό, πανέμορφο, με έξυπνα ματάκια και μια περίεργη χρυσή βούλα στο μέτωπο. Έφερα τη μουσούδα του μπροστά μου και τρίψαμε τις μύτες μας, νιώθοντας να ξεχειλίζω από παιδική αγάπη γι’ αυτό το τρυφερό πλασματάκι.
Το γατάκι έβγαλε τη γλώσσα του, μου έγλυψε τη μύτη… άνοιξε τα φτερά του, υψώθηκε στη μέση του μισοσκότεινου δωματίου, έκανε έναν κύκλο πάνω μου κοιτάζοντας με κατάματα κι έπειτα πέρασε με ταχύτητα μέσα από το τζάμι του παραθύρου χωρίς να το σπάσει και χάθηκε στον Χριστουγεννιάτικο ουρανό, ακολουθούμενο από έναν ποταμό φωτεινών αστεριών.
Η έκπληκτη κίνηση μου για να το παρακολουθήσω καθώς έφευγε, ξύπνησε τη Μαριάνθη: -»Γιαγιά», της φώναξα έκθαμβος. «Ηρθε εδώ ο μικρός Χριστούλης». -»Το ξέρω Δημήτρη», απάντησε. «Το ξέρω»…
Εκείνη τη Χριστουγεννιάτικη νύχτα, έμαθα να γράφω παραμύθια.(Δημήτρης Καμπουράκης - aixmi.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια: