Μια συνταγματική πολιτική θα μπορούσε να κινηθεί στις ακόλουθες κατευθύνσεις:
Α. Η πρώτη περιλαμβάνει τις αλλαγές που αφορούν την «τιμή» του πολιτικού κόσμου και ...φαίνεται να συγκεντρώνουν ευρύτατη συναίνεση.
Πρόκειται, κατ’αρχάς, για την κατάργηση των συνταγματικών προνομίων των βουλευτών και των υπουργών ως προς την ποινική τους αντιμετώπιση, η οποία, πλέον, έχει καταντήσει να είναι περισσότερο πολιτική αντιμετώπιση, τόσο στα θέματα της ασυλία των βουλευτών όσο και στα θέματα της ποινικής δίωξης των υπουργών. Οι όποιες αλλαγές, βέβαια, πρέπει να γίνουν με αυτοσυγκράτηση, διότι η δικομανία και η ροπή προς την υπερβολή μπορεί να οδηγήσουν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Χρειάζεται, ως ασφαλιστική δικλείδα, ένας μηχανισμός διήθησης, συγκροτούμενος κατά την άποψή μου αποκλειστικά από δικαστές (πχ η ολομέλεια εφετών της πρωτεύουσας), ο οποίος –και μόνον αυτός– θα δίνει το πράσινο φως για την άσκηση ποινικής δίωξης.
Έντονος είναι ο προβληματισμός και ως προς τις εξεταστικές επιτροπές, στις οποίες θα ήταν μάλλον χρήσιμο να συμμετέχουν και ορισμένες ανεξάρτητες προσωπικότητες εκτός Βουλής, ώστε να περιορισθούν τα περιθώρια μικροκομματικών επιλογών.
Σύγκλιση παρατηρείται, τέλος, και ως προς την αλλαγή του τρόπου ανάδειξης της ηγεσίας της δικαιοσύνης, με προτιμότερη μάλλον την άποψη να αντιστοιχηθεί κατά κάποιο τρόπο προς την επιλογή της ηγεσίας των ανεξάρτητων αρχών. Ως εκ τούτου, η σχετική αρμοδιότητα θα μπορούσε να αφαιρεθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και να ανατεθεί σε όργανο υψηλού κύρους της Βουλής –πχ στη Διάσκεψη των Προέδρων ή στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας– το οποίο θα αποφασίζει με ομοφωνία (ή, άλλως, με αυξημένη πλειοψηφία 4/5), μετά από πρόταση πολλαπλάσιου αριθμού υποψηφίων από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
Στο σημείο αυτό, πάντως, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τυχόν υιοθέτηση αυτών των προτάσεων από την Νέα Δημοκρατία θα είναι μάλλον έμπρακτη αυτοκριτική για τις δικές της ιδίως αντισυνταγματικές παρεκτροπές, είτε αυτές αναφέρονται στην πρωτοφανή απαγόρευση στους βουλευτές της –που κατά τα άλλα έχουν «απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση»…– να συμμετέχουν (και ιδίως να ψηφίζουν…) σε εξεταστικές και προανακριτικές επιτροπές, είτε αναφέρονται σε ορισμένες προκλητικά κομματικές επιλογές του πρόσφατου κυβερνητικού της παρελθόντος στην ηγεσία της δικαιοσύνης. Διότι, βέβαια, είναι πρόδηλο ότι αν δεν είχαν προηγηθεί αυτές οι παρεκτροπές δεν θα υπήρχε καν λόγος να συζητούμε σήμερα για συνταγματική αναθεώρηση…
Β. Η δεύτερη κατεύθυνση της αναθεώρησης είναι η δυσκολότερη, διότι απαιτεί υπέρβαση αγκυλώσεων και εγκατάλειψη στερεοτύπων και βεβαιοτήτων. Πρώτη προτεραιότητα νομίζω ότι πρέπει να θεωρηθεί η ενίσχυση της λαϊκής κυριαρχίας και των συμμετοχικών μας θεσμών, ως αντίβαρο στην σοβούσα κρίση αντιπροσώπευσης του πολιτικού μας συστήματος. Σημαντικότερο μέτρο θα ήταν, υπό αυτό το πρίσμα, ο εμβολιασμός της πολιτικής μας ζωής με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας (δημοψήφισμα και λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία), προκειμένου να τονωθούν τα κουρασμένα αντανακλαστικά της πολιτικοποίησης και της συμμετοχής στα κοινά. Το προβλεπόμενο σήμερα δημοψήφισμα είναι γράμμα νεκρό. Η σχετική πρωτοβουλία πρέπει να ανατεθεί, πέρα από την κυβέρνηση, τόσο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως πριν από την αναθεώρηση του 1986, όσο και στον ίδιο τον λαό, με συγκέντρωση συγκεκριμένου αριθμού υπογραφών (αλλά και με ορισμένες εγγυήσεις, ιδίως ως προς την διατύπωση των ερωτημάτων και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων). Ιδιαίτερη έμφαση, μάλιστα, πρέπει να δοθεί στα δημοψηφίσματα για σοβαρούς περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας, περιλαμβανομένων και αυτών που ανακύπτουν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η νομιμοποίηση της οποίας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν υπόθεση των «ειδημόνων» και των «τεχνικών της εξουσίας» αλλά ως γνήσια έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Εξόχως διδακτική, άλλωστε, επ’αυτού, είναι η πρόσφατη εμπειρία του «μνημονίου», ως προς το οποίο, παρότι συνεπάγεται εμφανώς συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας, δεν λήφθηκε καν μέριμνα ώστε για την ψήφισή του να απαιτηθούν –κατά το άρθρο 28 Σ– τα 3/5 της Βουλής. Πράγματι, αν το «μνημόνιο» είχε εγκριθεί –που θα είχε εγκριθεί στην συγκυρία που καταρτίσθηκε– είτε με δημοψήφισμα είτε, έστω, με πλειοψηφία των 3/5 (οπότε έπρεπε να λάβει και την κατάλληλη προς τούτο νομική μορφή), αφ’ενός μεν θα είχε την δημοκρατική νομιμοποίηση που απαιτείτο (και που έπρεπε πάντως να επαναλαμβάνεται από την Βουλή και ως προς την επικαιροποίησή του…) αφ’ετέρου δε θα είχαν αποφευχθεί οι λαϊκίστικοι λεονταρισμοί της Νέας Δημοκρατίας, η οποία τολμά πλέον να εμφανίζεται και σαν τιμητής.
Εξ ίσου σημαντική προβάλλει πλέον και η συνταγματική θωράκιση της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, που υφίστανται μια ολοένα εντεινόμενη υπονόμευση από τις δυνάμεις τις αγοράς (με αποκορύφωμα βέβαια τα μέτρα που λήφθηκαν βάσει του «μνημονίου»). Η ρητή –και ορθή– αναγνώριση του κοινωνικού κράτους, στην τελευταία αναθεώρηση, δυστυχώς δεν αποδείχθηκε αρκετή. Πρέπει λοιπόν να συμπληρωθεί αφ’ενός με την ενίσχυση της πολλαπλά βαλλόμενης συλλογικής αυτονομίας (προκειμένου να διασωθούν τουλάχιστον οι θεμελιώδεις κατακτήσεις του παγκόσμιου προοδευτικού κινήματος) και αφ’ετέρου με την κατοχύρωση ενός «εγγυημένου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης». Ο όρος είναι κατά πολύ ευρύτερος του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», που συζητείται κατά καιρούς, διότι μπορεί να συμπεριλαμβάνει κάθε είδους παροχές και μέτρα κοινωνικής προστασίας. Ως εκ τούτου μια τέτοια τροποποίηση μπορεί να αποτελέσει το υπόβαθρο όλων των επί μέρους κοινωνικών δικαιωμάτων, καθιερώνοντας ένα είδος σκληρού πυρήνα τους, ενισχύοντας δηλαδή τον δεσμευτικό χαρακτήρα τους και καθιστώντας περισσότερο απτή και διεκδικήσιμη –πολιτικά και δικαστικά– την κοινωνική δικαιοσύνη
Στα ανωτέρω πρέπει οπωσδήποτε να προστεθεί και μια νέα συνταγματική διευθέτηση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, ώστε να ξεπερασθεί ο μόνος σοβαρός αντιδημοκρατικός αναχρονισμός που παρέμεινε στο Σύνταγμα του 1975. Έως τώρα η Νέα Δημοκρατία έχει αρνηθεί τον σχετικό διάλογο με την –εξόχως φιλελεύθερη…– θέση: «ό,τι πει η επίσημη εκκλησία» (ήδη, δε, ορισμένα κακέκτυπα του μακαριστού Χριστόδουλου, που εκπροσωπούν πλέον την «δεξιάν του κυρίου»…). Πολλώ δε μάλλον ούτε αυτοκριτική έχει κάνει για την έως τώρα απαράδεκτη στάση της (με αποκορύφωμα το θέμα των ταυτοτήτων) αλλά ούτε και έχει βρει το θάρρος να επιχειρήσει κάποια ρήξη με τις θεοκρατικές αντιλήψεις που την καταδυναστεύουν. Δυστυχώς, βέβαια, ούτε το ΠΑΣΟΚ προβάλλει καθαρές θέσεις, έχοντας εγκλωβισθεί, για μεγάλο διάστημα, στα προσχήματα και τις υπεκφυγές που κυριάρχησαν στην προηγούμενη αναθεώρηση, οπότε χάθηκε χρυσή ευκαιρία να λήξει αυτή η ιστορική εκκρεμότητα. Ελπίζω ότι η σημερινή του ηγεσία θα επιμείνει στην ανάδειξη του θέματος, αποσαφηνίζοντας τη στάση της και διατυπώνοντας μια ολοκληρωμένη πρόταση που θα αποβλέπει –με όρους τιμής και σεβασμού στην θρησκευτική μας παράδοση– τόσο στην αποεκκλησιαστικοποίηση του Κράτους όσο και στην αποκρατικοποίηση της Εκκλησίας…
Γ. Ακούγονται βέβαια και άλλες προτάσεις, από τις οποίες άλλες είναι εντελώς ανεφάρμοστες (όπως πχ η σύγκληση «Συντακτικής Βουλής», που απαγορεύεται από το Σύνταγμα…) και άλλες είναι εν μέρει μόνον εφαρμόσιμες:
Για παράδειγμα θα ήταν δυνατόν, στο πλαίσιο του ισχύοντος –και μη αναθεωρήσιμου στο σημείο αυτό– πολιτεύματος της προεδρευόμενης δημοκρατίας, να καθιερωθεί άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας (όπως πχ στην Πορτογαλία, την Αυστρία και την Φιλανδία), ακόμη και με μερική επαναφορά αρμοδιοτήτων που του αφαίρεσε η αναθεώρηση του 1986 (η οποία ούτως ή άλλως φαίνεται χρήσιμη, για την διασφάλιση «ελέγχων και ισορροπιών στο πλαίσιο της εκτελεστικής εξουσίας). Ωστόσο η άμεση εκλογή δεν είναι δυνατόν να συνδυασθεί με επαναφορά του συνόλου των αρχικών αρμοδιοτήτων, όπως υπονοούν κάποιοι, διότι τότε το πολίτευμά μας θα μετέπιπτε σε «ημιπροεδρική δημοκρατία», τύπου Γαλλίας, την οποία όμως αποκλείει ο μη αναθεωρήσιμος χαρακτήρας της διάταξης περί «προεδρευόμενης δημοκρατίας». Κατά την άποψή μου, πάντως, άμεση εκλογή θα ήταν χρήσιμο να προταθεί μόνο αν δεν συμπληρώνεται η πλειοψηφία των 3/5 της Βουλής, ως εναλλακτική λύση αντί των εκλογών.
Επίσης θεωρώ ότι στην κοινοβουλευτική μας παράδοση, όπως έχει διαμορφωθεί υπό το ισχύον (και επίσης μη αναθεωρήσιμο) κοινοβουλευτικό σύστημα, δεν συνάδει η καθιέρωση πλήρους ασυμβιβάστου μεταξύ βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας. Τίποτε ωστόσο δεν αποκλείει την καθιέρωση ενός ειδικού περιορισμού (πχ ενός ποσοστού 5-10%), ως προς τα μέλη της Βουλής που θα μπορούν να συμμετέχουν στην εκτελεστική εξουσία, όπως ισχύει στην Αγγλία.
Δ. Τέλος, επιμέρους αλλαγές μπορούν να γίνουν και σε άλλους τομείς, χωρίς όμως να δίνεται η εντύπωση ότι δεν μπορούν να αρχίσουν μεταρρυθμιστικές τομές σε επίπεδο νομοθεσίας.
Δεν χρειαζόταν, για παράδειγμα, νέα συνταγματική αλλαγή για να πραγματοποιηθούν οι σημαντικές τομές που έγιναν στην τοπική αυτοδιοίκηση ή για να αποκατασταθεί η βάναυσα τρωθείσα αξιοκρατίας στη Δημόσια Διοίκηση. Επίσης, δεν προαπαιτείται αναθεώρηση ούτε για μια βαθιά τομή στο κράτος, προς την κατεύθυνση της επιτελικής διοίκησης, ούτε για την ριζική αναδιοργάνωση των ΔΕΚΟ αλλά ούτε και για μια σοβαρή αλλαγή στη δικαιοσύνη (που έχει ήδη δρομολογηθεί) ή στο Πανεπιστήμιο (που εκκρεμεί, αλλά με ορισμένες συνταγματικά ατυχείς προτάσεις, ως προς τις οποίες παραπέμπω στο άρθρο μου «Το Σύνταγμα και οι μάνατζερ των ΑΕΙ», Βήμα της Κυριακής, 2.1.2010).
Δεν χρειάζεται αναθεώρηση για την καθιέρωση εκλογικού νόμου που θα απαλλάξει την πολιτική ζωή από την καταδυνάστευση του σταυρού προτίμησης, που οδηγεί, παρά τις όποιες τιμητικές εξαιρέσεις, στην άκρατη βουλευτοκρατία, στην έξαρση του πελατειασμού, στον εκμαυλισμό συνειδήσεων και στην καταθλιπτική επιρροή του μαύρου χρήματος και των διαπλεκόμενων συμφερόντων. Στο σημείο αυτό, όμως, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η Νέα Δημοκρατία όχι μόνον δεν έχει επιδείξει την απαιτούμενη πολιτική τόλμη, αρνούμενη να μετάσχει στη σχετική συζήτηση, αλλά και έχει στιγματισθεί με κραυγαλέες παραβιάσεις του Συντάγματος ως προς το εκλογικό σύστημα, όπως η δυσμενής μεταχείριση των συνασπισμών στον –ισχύοντα– νόμο Παυλόπουλου ή το μακιαβελικό 42% (το οποίο ευτυχώς κατάργησε το ΠΑΣΟΚ μη ενδίδοντας, προς τιμήν του υπουργού εσωτερικών και του ίδιου του πρωθυπουργού, στις σειρήνες ορισμένων δικών του στελεχών, που επέμεναν μικροπολιτικά –αλλά και με εντελώς εσφαλμένες εκλογικές εκτιμήσεις…– στην «προσωρινή» διατήρησή του).
Ενδεχομένως, πάντως, με την αναθεώρηση θα μπορούσαν να επισφραγισθούν, να θωρακισθούν ή να διευκολυνθούν περαιτέρω τέτοιες αλλαγές:
Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αποσαφηνισθεί ο ρόλος της αυτοδιοίκησης, ως ισότιμου προς την αποκεντρωμένη διοίκηση κρατικού θεσμού, προκειμένου να ξεπερασθούν αρτηριοσκληρωτικές αντιδράσεις της κεντρικής διοίκησης και του Συμβουλίου Επικρατείας. Επίσης θα μπορούσε να προβλεφθεί η δυνατότητα φορολογικής αποκέντρωσης, ως προς τους ΟΤΑ, αλλά και η καθιέρωση μιας μορφής νομοθετικής πρωτοβουλίας ως προς τους νέους θεσμικούς φορείς της αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού (που θα αντικαταστήσουν την ΚΕΔΚΕ και την ΕΝΑΕ).
Θα μπορούσε επίσης να αποφασισθεί μια συνταγματική ενθάρρυνση της κοινωνίας των πολιτών, με συμβολικό κυρίως αλλά και ουσιαστικό χαρακτήρα, προκειμένου να ενισχυθούν, ιδίως, οι ποικίλες μορφές εθελοντισμού και εναλλακτικής πολιτικής συμμετοχής.
Θα ήταν ακόμη χρήσιμο, υπό κάποιες προϋποθέσεις και εφ’όσον προηγηθούν άλλες αναγκαίες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, να διασφαλισθεί και συνταγματικά μια μεγαλύτερη ευελιξία στη λειτουργία των Πανεπιστημίων, χωρίς όμως να αναιρεθεί ο δημόσιος χαρακτήρας τους. Αυτό θα μπορούσε, για παράδειγμα, να γίνει με την μετατροπή των Πανεπιστημίων σε κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού –αντί δημοσίου– δικαίου, επίσης αυτοδιοικούμενα (διότι η αυτοδιοίκηση, όπως και το άσυλο, είναι εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται αλλά και να ρυθμίζονται). Μια τέτοια νομική μορφή επιτρέπει σε καταξιωμένα μη κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια του εξωτερικού να λειτουργήσουν χωρίς προβλήματα στην Ελλάδα, αν βέβαια υπάρξουν σχετικές σοβαρές προτάσεις, ενώ αποτρέπει, ταυτόχρονα, την μετατροπή της ανώτατης εκπαίδευσης σε μια μορφή πολυκέφαλου και αφερέγγυου ιδιωτικού ΙΕΚ.
Θα μπορούσαμε, επίσης, αντί να φθάσουμε στην ακραία και ξένη προς την συνταγματική μας παράδοση λύση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που εγκυμονεί ίσως περισσότερα προβλήματα από αυτά που καλείται να επιλύσει, να συζητήσουμε –ως επιστέγασμα μιας ευρύτερης μεταρρύθμισης στην δικαιοσύνη– μια αναθεωρητική πρόταση για την καθιέρωση κάποιων μορφών προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, από το ήδη προβλεπόμενο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, μετά από παραπομπή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του για την έκδοση των νόμων, που ενέχει, ούτως ή άλλως, και έλεγχο συνταγματικότητας).
Θα ήταν σκόπιμο, τέλος, να αναζητηθεί μια συνταγματική διατύπωση που θα διασφαλίζει την εσωκομματική δημοκρατία, ως γενική αρχή που θα αποτρέπει τον κίνδυνο αυταρχικών και αρχηγικών παρεκτροπών, τόσο γενικά όσο και ως προς την ανάδειξη των υποψηφίων, ιδίως εν όψει και της επιβαλλόμενης, κατά τα ανωτέρω, κατάργησης του σταυρού προτίμησης (κίνδυνο, πάντως, που προβάλλεται στο σημείο αυτό καθ’υπερβολήν –όταν δεν προβάλλεται υποβολιμαία…– διότι είναι ακριβώς αυτή η διαδικασία ανάδειξης των υποψηφίων που θα οδηγήσει αναπόφευκτα τα κόμματα, εκόντα άκοντα, σε ενίσχυση των δημοκρατικών χαρακτηριστικών τους)
Συμπερασματικά, ενώ υπάρχουν σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που μπορούν να προχωρήσουν με το ισχύον Σύνταγμα, είναι τουλάχιστον άκαιρο και μάλλον παραπλανητικό να μεταθέτουμε την πραγματοποίηση των απαιτούμενων αλλαγών στο μέλλον, με πρόσχημα την συνταγματική αναθεώρηση (το «στρίβειν δια του Συντάγματος» όπως έχει λεχθεί παραστατικά). Η κρίση είναι παρούσα και οι λύσεις για την αντιμετώπισή της πρέπει να αναζητηθούν και να δοθούν τώρα, διότι ενώ για τα οικονομικά μας αποδείχθηκε έως τώρα –ιδίως για τους ασθενέστερους– τραγωδία, για τα θεσμικά μπορεί πράγματι να αποδειχθεί ευκαιρία. Μια ευκαιρία που επιβάλλεται να αξιοποιηθεί αμέσως, στο μέγιστο δυνατό εύρος και με τη μέγιστη εφικτή συναίνεση, για να επισφραγισθεί αργότερα, στην ώρα της, με μια προσεκτική, μετρημένη και θεσμικά πρόσφορη συνταγματική αναθεώρηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου