Παρασκευή 15 Απριλίου 2011
Του Κώστα Σορώτου – προπονητή του Πιερικού Αρχελάου
Πριν από λίγο καιρό είχα γράψει ένα άρθρο ρετρό για ομάδες που διέγραψαν μια πολύ μεγάλη πορεία και σήμερα είτε φυτοζωούν, είτε δεν υπάρχουν και το άρθρο αυτό ίσως ήταν και το άρθρο που είχε τη μεγαλύτερη... ανταπόκριση από ότι έχω γράψει.
Σήμερα λοιπόν και επειδή η μπασκετική επικαιρότητα δεν έχει κάτι το σημαντικό και η δική μου μπασκετική επικαιρότητα έχει θέματα αλλά αφορούν θλιβερές καταστάσεις και θλιβερούς ανθρώπους, είπα να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και να θυμηθούμε από πού ξεκίνησε αυτό το όμορφο παραμύθι που λέγεται μπάσκετ.
Πολύς κόσμος νομίζει ότι το μπάσκετ ξεκίνησε στην Ελλάδα μετά τον θρίαμβο του ευρωμπάσκετ του 1987, αλλά δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Η ιστορία ξεκίνησε πολύ πιο μπροστά στα ανοιχτά γήπεδα της Ελλάδας γράφοντας πολλές μικρές και μεγάλες πανέμορφες ιστορίες , ιστορίες που έκαναν το μπάσκετ το ωραιότερο κομμάτι του Ελληνικού αθλητισμού. Μερικές από αυτές που έχω βιώσει ο ίδιος ή που έχω ακούσει, θα προσπαθήσω να θυμηθώ και να σας μεταφέρω το κλίμα της εποχής.
Θα ξεκινήσουμε από τη μεγαλύτερη ιστορία ανοιχτού γηπέδου όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Αυτή είναι η ιστορία του μεγάλου άθλου της ΑΕΚ και η κατάκτηση του Κυπελλούχων, πρώτο μεγάλο τρόπαιο για το ελληνικό μπάσκετ. Είχα ζήσει όλα τα παιχνίδια της
πορείας της ΑΕΚ μέχρι τον τελικό πηγαίνοντας με τον πατέρα μου. Ολυμπιακοί και οι δυο, ο πατέρας μου μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ολυμπιακού και φανατικοί υποστηρικτές της ΑΕΚ, τότε αφού οι εποχές και τα μυαλά των ανθρώπων ήταν διαφορετικά.
Η ατμόσφαιρα στο κατάμεστο Παναθηναϊκό στάδιο θάμπωνε τα δεκάχρονα μάτια μου τότε ενώ προσπαθούσαν να απολαύσουν την ταχύτητα και την φαντασία του Ζούπα, τη δύναμη και την εκτελεστική ικανότητα του ακατάβλητου μέχρι σήμερα Γιώργου Αμερικάνου, τον Λαρεντζάκη να δίνει τις μάχες του, τον δαντελένιο Βασιλειάδη με τις πλαστικές κινήσεις του και τον πανύψηλο Τρόντζο να γεμίζει τα αντίπαλα καλάθια με τις περίφημες τραβέρσες του…..
Στον τελικό δεν μπορέσαμε να πάμε, δεν θυμάμαι για ποιο λόγο, αλλά η περιγραφή του Βασίλη Γεωργίου ήταν τόσο γλαφυρή και παραστατική που έβαλε όλους τους Έλληνες μέσα στο Καλλιμάρμαρο και όχι μόνο τους 80.000 τυχερούς που το γέμισαν. Η φωτογραφία από το συγκεκριμένο παιχνίδι κοσμεί ακόμα τα γραφεία της FIBA. Οι ατάκες του θρυλικού Βασίλη Γεωργίου, οι αλλαγές στη φωνή του ανάλογα με την εξέλιξη του αγώνα, οι παρατηρήσεις, οι νουθεσίες και οι συμβουλές του προς τους παίκτες της ΑΕΚ ήταν απαράμιλλες όπως και απαράμιλλες ήταν και οι ξενικές λέξεις που περιέγραφαν διάφορους μπασκετικούς όρους και έμειναν στην ιστορία του μπάσκετ, όπως ήταν η θρυλική «μπερναντιέρα», δηλαδή η ρακέτα για τους κοινούς θνητούς και η
θρυλική μετάφραση του jump shoot, που όπως είχε πει ο μεγάλος Γεωργίου είναι jump, που σημαίνει πηδώ και shoot που σημαίνει σουτ…., σκορπώντας ρίγη ενθουσιασμού στους ακροατές του ραδιοφώνου…..
Μετά από λίγα χρόνια σε ένα άλλο ανοιχτό γήπεδο κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο και συγκεκριμένα στο πολύ όμορφο γήπεδο και πολύ μοντέρνο για εκείνη την εποχή του Εθνικού Αθηνών, διεξάγεται ένα παράξενο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, αφού στην εθνική μας ομάδα συμμετείχαν γεννηθέντες το 1946, όπως ο Απόστολος Κόντος και γεννηθέντες το 1951 όπως ο Άρης ο Ραυτόπουλος… Το κακό ήταν ότι στις άλλες εθνικές ομάδες ήταν όλοι γεννηθέντες το 1951 και δεν είχαν αυτές τις μεγάλες ηλικιακές αποκλείσεις μέσα στις ομάδες τους…
Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1970, ήταν χούντα και οι εθνικές επιτυχίες ήταν απαραίτητες και η ολυμπιάδα τραγουδιού που είχαμε κερδίσει εκείνα τα χρόνια με την «αλησμόνητη» Κλειώ Δενάρδου, απαιτούσε συνέχεια…. Αυτές δεν ήταν οι πρώτες μου επαφές με ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ, αφού από πολύ μικρό παιδί είχα βρεθεί στο ανοιχτό γήπεδο του Ολυμπιακού ακολουθώντας τον πατέρα μου
που ήταν -όπως είπαμε ήδη- παράγοντας του Ολυμπιακού, έχοντας διατελέσει και έφορος της ομάδας μπάσκετ.
Εκεί τα παιδικά μου μάτια είδαν τους πρώτους ήρωες του. Αυτοί ήταν οι Σπανουδάκηδες, οι Κατσαφαδαίοι, ο Φιλίππου, ο Βαμβακούσης, ο Ράμμος και τα άλλα αστέρια της εποχής.
Σε αυτό το ανοιχτό γήπεδο είδα για πρώτη φορά μεγάλα παιχνίδια μπάσκετ με αντιπάλους τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, το πολύ μεγάλο Σπόρτιγκ της εποχής. Εκεί είδα και βίωσα την πρώτη μεγάλη λύπη της ζωής μου, τον υποβιβασμό του Ολυμπιακού από την α΄ εθνική αλλά και την άμεση επιστροφή του στα μεγάλα σαλόνια την επόμενη χρονιά. Χρονιά που είδα και τους πρώτους ξένους παίκτες του Ελληνικού μπάσκετ, τον Σπήρμαν και τον Πλερόπουλο, δυο πολύ σπουδαίους αμερικανούς παίκτες που έπαιξαν σαν Έλληνες και βοήθησαν τον Ολυμπιακό να ανέβει και εμένα να αγαπήσω ακόμα περισσότερο το μπάσκετ και να ξεσηκώσω κάποιες από τις πρωτοφανείς για εμάς τότε κινήσεις τους.
Στο ίδιο γήπεδο λίγα χρόνια αργότερα, το 1971, φόρεσα για πρώτη φορά την πολύ
βαριά φανέλα του Ολυμπιακού κάνοντας το πρώτο μου όνειρο πραγματικότητα. Ακόμα
θυμάμαι το βράδυ που ο πρώτος μου προπονητής , ο αείμνηστος ο Βαγγέλης ο Σεβδίνογλου μου είπε να του πάω την άλλη μέρα τα χαρτιά μου για να βγάλουν το δελτίο μου. Όλο το βράδυ από τη χαρά μου δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι και στριφογύριζα στο κρεβάτι μου κάνοντας όνειρα βλέποντας τον εαυτό μου με την φανέλα του Ολυμπιακού να παίζει στην αντρική ομάδα. Δυστυχώς για εμένα και ευτυχώς για τον Ολυμπιακό και τους οπαδούς του, τα όνειρα μου εξαντλήθηκαν στη πενταετή
συμμετοχή μου στην παιδική και εφηβική ομάδα του Ολυμπιακού, την ιδιότητα του αρχηγού στην εφηβική ομάδα και τη συμμετοχή μου σε κάποιες προπονήσεις εκεί στο ανοιχτό γήπεδο με παίκτες τεράστιας κλάσης, όπως ο Γιαντζόγλου, ο Καστρινάκης, ο Μελίνι, ο Μαχαίρας, ο Ραυτόπουλος και τους υπόλοιπους αστέρες του Ολυμπιακού και κάτω από τις οδηγίες δυο τεράστιων προπονητών του Ματθαίου και του Μουρούζη. Με αυτά τα αστέρια πανηγυρίσαμε το 1976 το πρώτο πρωτάθλημα του Ολυμπιακού μετά από πάρα πολλά χρόνια.
Στο ίδιο γήπεδο έπαιξα αντίπαλος με πολύ μεγάλους παίκτες του ελληνικού μπάσκετ, τον Παναγιώτη τον Γιαννάκη, τον Ιωάννου, τον Ανδρίτσο και άλλους, προσπαθώντας να τους συναγωνιστώ και βέβαια στην περίπτωση του Παναγιώτη αρκούμενος να τον θαυμάζω γιατί οποιαδήποτε προσπάθεια αντιμετώπισης του ήταν μάλλον μάταιη…
Τα όμορφα χρόνια πέρασαν, τα χρόνια της εφηβείας τέλειωσαν και ήρθε η ώρα να μεταπηδήσω σε κάποια αντρική ομάδα. Ο Πειραϊκός άνοιξε την αγκαλιά του και με υποδέχθηκε και έτσι από το γήπεδο στο Πασαλιμάνι, η απόλαυση μου, η χαρά μου, οι παρέες μου, τα όνειρα μου μετακόμισαν λίγα χιλιόμετρα πιο εκεί, στο Δελφινάριο. Εκεί έκανα ατέλειωτες ώρες προπόνησης με τον μεγάλο δάσκαλο, τον Μάκη τον Ποτόσογλου, εκεί είδα έναν θηριώδη συμπαίκτη μου να κάνει πάσα αιφνιδιασμού που κατέληξε στα τραπεζάκια της ψαροταβέρνας που ήταν δίπλα στο γήπεδο κάνοντας χάλια τους θαμώνες της πολυτελούς ψαροταβέρνας.
Στο Δελφινάριο γνώρισα το καλοκαίρι που δούλευε σαν φουαγιέ του θεάτρου, τον μεγαλύτερο Έλληνα άνθρωπο, τον Θανάση Βέγγο και γνώρισα τι πάει να πει ανθρώπινη καλοσύνη και μεγαλοσύνη. Εκεί ξεκίνησα να κάνω τον προπονητή, εκεί έκανα τους καλύτερους μου φίλους με
πολλούς εκ των οποίων είμαι ακόμα μαζί, εκεί τη νύχτα του μεγάλου σεισμού του 1981 άνοιξα τα φώτα και παίξαμε μπάσκετ στις 1 τα ξημερώματα ξορκίζοντας τον φόβο και τον πανικό που μας είχε πιάσει. Εκεί λίγες μέρες πριν είχαμε θρηνήσει τον χαμό του μικρού μας Παναγιωτάκη στα
σκαλοπάτια της θύρας 7. Εκεί πανηγυρίσαμε γυρίζοντας από τον Βόλο πρωταθλητές Ελλάδας στους παίδες τον Ιούλιο του 1982.
Εκεί φτιάξαμε την τεράστια εφηβική ομάδα του Πειραϊκού της δεκαετίας που εκτός από τα πανελλήνια και παγκόσμια εφηβικά πρωταθλήματα, έφτασε και την αντρική ομάδα από τις τοπικές κατηγορίες στην Α1. Εκεί κάναμε φιλίες και ονειρευτήκαμε έναν Πειραικό στον οποίο θα είμαστε όλοι αιώνια εκεί να το χαιρόμαστε. Εκεί έβαλα τα κλάματα και έχασα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου όταν το καλοκαίρι του 1989 η διοίκηση εντελώς ξαφνικά μου έδειχνε την πόρτα της εξόδου.
Εκεί κάπου η μαγεία του ανοιχτού γηπέδου έφτανε στο τέλος της. Είχε έρθει η ώρα για μεγαλύτερα σαλόνια, για πιο όμορφα και ζεστά γήπεδα, για παρκέ και δερμάτινες μπάλες. Είχε έρθει η ώρα να ενηλικιωθούμε μπασκετικά και να ζήσουμε εξίσου ωραία πράγματα σε κλειστά γήπεδα. Η μαγεία όμως της στιγμής που άνοιγαν τα φώτα στο ανοιχτό γήπεδο για το μονό με στοίχημα τις πορτοκαλάδες. Η μαγεία της νύχτας που στεναχωρημένος από δικά μου πράγματα θα πήγαινα να κάνω τα σουτάκια μου δεν θα ξαναγύριζε.
Πολλοί θα απορείτε γιατί γράφω κάποια δικά μου πράγματα που μπορεί να μην ενδιαφέρουν και κανέναν άλλον. Τα γράφω γιατί είμαι σίγουρος ότι σε πολλούς από εσάς θα δίνει τη δυνατότητα να θυμηθείτε δίκες σας απλές όμορφες ιστορίες σε κάποιο ανοιχτό γήπεδο της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης η της επαρχίας. Είμαι σίγουρος ότι άλλος θα θυμήθηκε κάποια ιστορία στο κατηφορικό ανοιχτό των Αμπελοκήπων, άλλος θα θυμήθηκε το μηχανάκι του συμπαθούς διαιτητή Μπισιώτη να κατεβαίνει στο πηγάδι του ανοιχτού του Αιόλου, άλλος τις τρομερές μονομαχίες στα ανοιχτά τους γήπεδα μεταξύ Πορφύρα-Φοίνικα που έκλεινε όλος ο παραλιακός δρόμος της Πειραϊκής όταν ερχόταν η ώρα εκείνης της μονομαχίας και οι βαρκάρηδες ήταν έτοιμοι να πιάσουν την μπάλα που θα έπεφτε στη θάλασσα από κάποια απρόσεκτη πάσα. Άλλος θα θυμηθεί τον θρυλικό διαιτητή Κουμπούρη να κάνει τα παιχνίδια στα ανοιχτά γήπεδα κάτω από χιόνια και καταιγίδες, ενώ κάποιος άλλος θα θυμηθεί το δέντρο που σκέπαζε το μισό ανοιχτό γήπεδο του Περιστερίου, ή κάποιος εδώ στην Κατερίνη στο εθνικό στάδιο όπου ήταν και το ανοικτό γήπεδο του μπάσκετ …
Ο καθένας θα θυμηθεί τις δικές του τόσο απλές και τόσο όμορφες στιγμές της νιότης του και της γειτονιάς του. Άντε μην διστάζετε κάντε το ταξίδι στο χρόνο και όσοι αντέχετε ακόμα μην φοβάστε πάρτε τη παρέα σας και στήστε κανένα μονάκι, κανένα ρολόι και οι πιο τολμηροί και κανένα διπλάκι που αφού περάσει από τον καθιερωμένο καυγά, θα καταλήξει στη ταβέρνα η στο μπαρ και θα κάνει ευτυχισμένους ανθρώπους.
Επίσης όσοι έχετε παιδιά οδηγήστε τα στο πλησιέστερο ανοιχτό γήπεδο και μην το ζαλίζεται το παιδάκι να γίνει σούπερσταρ, απλά αφήστε το να παίξει και να το διασκεδάσει όπως κάποτε εσείς χωρίς κανέναν πάνω από το κεφάλι σας να κάνει πλάκα, να κάνει φίλους.
Να ξέρετε πόσο ζηλεύω που βλέπω τα παιδάκια και τους μεγαλύτερους που παίζουν στα ανοιχτά γηπεδάκια και να το χαίρονται. Ανοιχτά γηπεδάκια που επιβίωσαν από τη λαίλαπα που ήθελε όλα τα ανοιχτά γηπεδάκια να γίνονται γήπεδα 5Χ5 με επίδοξους διαδόχους του Χαριστέα να προσπαθούν να βρουν την μπάλα με τις πέντε, όπως το ίνδαλμα τους…..ανοιχτά γήπεδα που βρίσκονται σε κάθε σημείο της πατρίδας αφού όπως και να το κάνουμε το μπάσκετ είναι στο κύτταρο του Έλληνα.
Αυτό ήταν για σήμερα το παραμύθι των ανοιχτών γηπέδων και ελπίζω να σας άρεσε. Την άλλη εβδομάδα θα επανέλθουμε στην πραγματικότητα, αφού θα έχει τελειώσει η Α1 και θα κάνουμε την αποτίμηση της με τα καλά της και τα κακά της.
Υ.Γ. Στις 27 Απρίλη οι Φαληριώτες έχουμε μια επέτειο. Θα έχουν περάσει 8 χρόνια από τότε που ζήσαμε ένα παραμύθι που τα παιδιά μας καταφέρανε και το κάνανε να μοιάζει τόσο πολύ με πραγματικότητα. Αυτό που θα γράψω εκείνη την ημέρα θα είναι αποκλειστικά αφιερωμένο σε εσάς συγκάτοικοι και συνοδοιπόροι. Ετοιμαστείτε λοιπόν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου