Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

ΓΙΑΤΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ; Τα βαρίδια της μητρότητας

Προβληματισμοί, άγχη και δισταγμοί που όσο περνούν τα χρόνια αυξάνονται, με αποτέλεσμα να συναντάμε πλέον -ειδικά στα αστικά κέντρα- όλο και περισσότερες οικογένειες με ένα μόνο παιδί
Η γνωστή φράση «εγώ πότε θα γίνω μάνα;» που καθιερώθηκε μέσα από ένα τηλεοπτικό σίριαλ, δείχνοντας την αγωνία και την ανάγκη της πρωταγωνίστριας να αποκτήσει παιδί, φαίνεται ότι δεν ......απασχολεί πολύ έντονα πλέον τις Ελληνίδες, ειδικά αυτές που δεν έχουν πατήσει ακόμα τα τριάντα.
Οι έρευνες και τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι σήμερα οι Ελληνίδες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική φάση αναβάλλουν για όλο και αργότερα την πρώτη τους εγκυμοσύνη, με αποτέλεσμα να αποκτούν το πρώτο τους παιδί σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες. Το 2005 η μέση ηλικία της πρώτης γέννησης είχε ανεβεί στα 28,8 έτη έναντι των 25 που ήταν το 1991 και το 2007 είχε ξεπεράσει τα 29 έτη.
Την ίδια ώρα οι επιστήμονες καταγράφουν τον έντονο προβληματισμό και το ιδιαίτερο άγχος των γυναικών και κατ' επέκταση των συντρόφων τους, για το αν θα προχωρήσουν ή όχι στην απόκτηση δεύτερου παιδιού. Οχι γιατί δεν το επιθυμούν -μερικές φορές μάλιστα θέλουν να αποκτήσουν και πάνω από δύο παιδιά- αλλά για διάφορους λόγους διστάζουν και φοβούνται να μεγαλώσουν την οικογένειά τους.
Προβληματισμοί, άγχη και δισταγμοί που όσο περνούν τα χρόνια αυξάνονται, με αποτέλεσμα να συναντάμε πλέον -ειδικά στα αστικά κέντρα- όλο και περισσότερες οικογένειες με ένα μόνο παιδί. Κοινωνικό φαινόμενο που καταγράφεται και από την πορεία των δεικτών γονιμότητας. Το 1976, ο δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας ήταν 2,35 παιδιά ανά γυναίκα, το 1982, 2,03 και το 1994, 1,3 με 1,4 παιδί ανά γυναίκα. Η χώρα μας κατατάσσεται μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας.
Τι φταίει όμως και οι σημερινές γυναίκες κάνουν πίσω σ' ένα θέμα που οι μανάδες τους και οι γιαγιάδες τους όχι μόνο δεν το σκέφτονταν, αλλά θεωρούσαν «δυστυχισμένες» και «δακτυλοδεικτούμενες» τις γυναίκες που δεν κρατούσαν στην αγκαλιά τους ένα μωρό;
Ποιος ευθύνεται που η σημερινή Ελληνίδα -αλλά και οι περισσότερες Ευρωπαίες εξάλλου- καθυστερούν πάρα πολύ να μπουν στη διαδικασία απόκτησης ενός παιδιού; Είναι συχνό πλέον το φαινόμενο γυναίκες μετά τα 40 να συνωστίζονται στα ιατρεία γυναικολόγων, προσπαθώντας να προλάβουν τα ελάχιστα ωάρια που τους έχουν απομείνει.
Τι είναι εκείνο που τις κάνει να φοβούνται να αποκτήσουν πολλά παιδιά και να μεγαλώσουν τις οικογένειές τους; Γιατί αυτές και οι σύντροφοί τους ακολουθούν τελείως διαφορετικές συμπεριφορές από τους γονείς τους;
Η έρευνα δείχνει ότι η εργασιακή ανασφάλεια, η καριέρα, τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα σημερινά ζευγάρια, η απουσία του κράτους πρόνοιας, η αλλαγή νοοτροπίας και η αλλαγή της φυσιογνωμίας της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας είναι οι βασικότεροι λόγοι που οι σημερινές Ελληνίδες δύσκολα αποφασίζουν να διευρύνουν την οικογένειά τους.
«Η ποιότητα ζωής, η εκπαίδευση, η θέση στη μελλοντική αγορά εργασίας, όλα αυτά τα αγαθά που ένας σύγχρονος γονιός επιθυμεί να προσφέρει στα παιδιά του έχουν πλέον υψηλό κόστος. Σε τέτοιες συνθήκες, είναι λογικό να διστάζουν οι νέοι υποψήφιοι γονείς να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά», υποστηρίζει η Ασπασία Τσαούση, κοινωνιολόγος του Δικαίου.
Το αν μια γυναίκα επιλέξει να γίνει μητέρα ή όχι είναι καθαρά υπόθεση δική της και του συντρόφου της. Εάν η μητρότητα είναι σκοπός ζωής και δείκτης ευτυχίας, θα το αποφασίσει αποκλειστικά η ίδια και όχι οι συγγενείς, οι φίλοι και η... απειλή του δημογραφικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Εάν όμως η επιθυμία της είναι ν' αποκτήσει παιδιά, επιβάλλεται να έχει δίπλα της ένα κράτος συμπαραστάτη και αρωγό, μια πολιτεία που θα τη βοηθήσει να συνδυάσει αρμονικά την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή, μία κυβέρνηση που θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για να νιώσει ασφάλεια.
Δεν είναι τυχαίο ότι έρευνα που έκανε πριν από περίπου δύο χρόνια γερμανικό ινστιτούτο έδειξε πως κράτη που βοηθούν τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες να συνδυάσουν το επάγγελμά τους με την οικογένεια είναι δημογραφικά υγιή, όπως συμβαίνει με τις Σκανδιναβικές χώρες και τη Γαλλία. papastat@enet.gr

«Αδύνατον να ξαναπεράσω την ταλαιπωρία με το μεγάλωμα»

Απίστευτες αποστάσεις διανύει καθημερινά η Βάσω Παπασωτηρίου για να προλάβει τις καθημερινές της υποχρεώσεις.
Κάτοικος Πεύκης, παντρεμένη, μητέρα ενός 8χρονου αγοριού και ιδιοκτήτρια δύο καταστημάτων με ρούχα στο Χαϊδάρι και στον Πειραιά. Από τις εξίμισι το πρωί, που ξυπνάει για να ετοιμάσει τον μοναχογιό της για το σχολείο, μέχρι αργά το βράδυ, δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα.
Σαράντα επτά χρόνων σήμερα η Βάσω, απέκτησε τον γιο της στα 39 της. Αν και ήθελε άλλο ένα παιδί, περισσότερο για να έχει παρέα ο Δημοσθένης, τελικά δεν το έκανε, γιατί, όπως λέει, φοβόταν ότι δεν θα τα κατάφερνε.
«Οταν γέννησα τον Δημοσθένη συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώνεις σήμερα ένα παιδί. Τότε είχα ένα μαγαζί στο Χαϊδάρι και ένιωθα εγκλωβισμένη. Ηθελα να κάνω πράγματα και δεν μπορούσα. Είχα πάρει ένα ψυγείο, το είχα βάλει μέσα σ' ένα δοκιμαστήριο, γκαζάκια, πάρκα κ.λ.π. γιατί όταν το παιδί αρρώσταινε και δεν μπορούσε να πάει παιδικό σταθμό -και αυτό συνέβαινε πολύ συχνά- το έπαιρνα μαζί μου. Θυμάμαι μου έλεγαν "πο-πο τι κρίμα το παιδάκι να το έχεις εδώ" και εμένα αυτό με τρέλαινε γιατί δεν είχα άλλη επιλογή».
Δεν ένιωσες ποτέ την ανάγκη να αποκτήσεις και δεύτερο παιδί;
«Τα πρώτα τρία χρόνια από τη γέννηση του Δημοσθένη αισθανόμουν καλυμμένη. Μεγαλώνοντας όμως ο μικρός άρχισα να σκέφτομαι ότι έπρεπε να του κάνω ένα αδελφάκι. Τελικά δεν το αποφάσισα γιατί ήταν αδύνατον να περάσω πάλι όλη αυτή την ταλαιπωρία που βίωσα με το μεγάλωμα του Δημοσθένη. Και από την άλλη με τον άντρα μου σκεφτόμασταν και το οικονομικό κομμάτι. Πώς θα τα βγάζαμε πέρα; Τώρα για να μπορώ να φεύγω από την Πεύκη και να κατεβαίνω Χαϊδάρι και Πειραιά, αφού και ο άντρας μου δουλεύει, αναγκαζόμαστε να στέλνουμε τον γιο μας σε ιδιωτικό σχολείο, με αποτέλεσμα να πληρώνουμε τον χρόνο 5.000 ευρώ. Αν λοιπόν είχα δύο παιδιά, θα ήθελα 10.000 ευρώ μόνο για το σχολείο, συν τα εξωσχολικά και όλα τα άλλα».
Δεν υπήρχε άλλη επιλογή;
«Οχι. Μπορεί να είναι πολυτέλεια το ιδιωτικό σχολείο, αλλά δυστυχώς δεν είχα άλλη επιλογή. Οι γυναίκες που δουλεύουν στον ιδιωτικό τομέα, γιατί στο Δημόσιο τα πράγματα είναι πιο ελαστικά, έχουν τεράστιο πρόβλημα όταν αποκτούν παιδιά. Και ειδικά όταν δεν υπάρχουν γιαγιάδες».
Γιατί άργησες ν' αποκτήσεις παιδί;
«Ποτέ δεν τρελαινόμουν να γίνω μάνα. Παρ' όλο που με τον άντρα μου ήμασταν μαζί ήδη 7 χρόνια, δεν είχα σκεφτεί ποτέ το ενδεχόμενο μιας εγκυμοσύνης γιατί φοβόμουν ότι δεν θα τα καταφέρω. Οταν όμως έφτασα στα 38 μ' έπιασε η αγωνία του χρόνου. Χτύπησε το βιολογικό μου ρολόι και έτσι το αποφάσισα».
Πες μας το καθημερινό σου πρόγραμμα.
«Ξυπνάω στις 6.30 το πρωί για να ετοιμάσω το παιδί για το σχολείο και εάν προλάβω κάνω λίγη γυμναστική. Το μόνο που κάνω για τον εαυτό μου, ακόμα και τα μαλλιά μού τα βάφει ο άντρας μου. Στη συνέχεια πηγαίνω τράπεζες, προμηθευτές, Χαϊδάρι, Πειραιά στα μαγαζιά. Γύρω στις 4 επιστρέφω στην Πεύκη να πάρω τον Δημοσθένη από το σχολείο. Αρχίζουμε διαβάσματα, εξωσχολικές δραστηριότητες (κολυμβητήριο, γαλλικά, ποδόσφαιρο) -εάν έρθει ο άντρας μου πιο νωρίς θα τον πάει και εκείνος- και στη συνέχεια σπίτι γιατί μαγειρεύω κάθε μέρα. Είμαι τόσο κουρασμένη που το βράδυ πολλές φορές όταν βάζω τον μικρό για ύπνο με παίρνει και εμένα ο ύπνος με τα ρούχα».

Κόστος ζωής, καριέρα κάνουν απαγορευτικό το δεύτερο παιδί

Η γονιμότητα είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο και η μελέτη της εξασφαλίζεται μόνο με διαχρονικές έρευνες λόγω ακριβώς της δυναμικής φύσης του φαινομένου.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο η γονιμότητα δεν επηρεάστηκε από την έκρηξη των γεννήσεων (baby-boom), που παρατηρήθηκε στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης δεν ακολούθησε, παρά πολύ μεταγενέστερα, τη μείωση που παρουσιάστηκε στην Ευρώπη στα μέσα της δεκαετίας του '60. Παρέμεινε κατά το διάστημα 1960-1981 γύρω στις 2,3 γεννήσεις ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, δηλαδή σε επίπεδο ελαφρά ανώτερο από το επίπεδο των 2,1 γεννήσεων που θεωρείται απαραίτητο για την αναπλήρωση των γενεών. Στη συνέχεια όμως μειώθηκε με τόσο έντονους ρυθμούς ώστε η χώρα σήμερα να βρίσκεται -μαζί με τις άλλες χώρες της Ν. Ευρώπης- στη χαμηλότερη κλίμακα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων ερευνών (Πίνακας 1) προκύπτει ότι το πρότυπο των δύο παιδιών εξακολουθεί να είναι πολύ ισχυρό στην ελληνική κοινωνία. Παρ' όλο που ο πραγματικός αριθμός γεννήσεων μειώθηκε σημαντικά (από 1,98 το 1983 σε 1,3 το 1999), ο μέσος επιθυμητός αριθμός παιδιών παραμένει στα ίδια επίπεδα (2,3), δηλαδή υψηλότερος από το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών, ο δε «ιδανικός» αριθμός παιδιών είναι ακόμη υψηλότερος (2,7) και παραμένει επίσης στα ίδια επίπεδα με το 1983.
Οι λόγοι για τους οποίους τα ζευγάρια δεν αποκτούν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν μπορούν να χωριστούν σε δύο ευρύτερες κατηγορίες: α) οικονομικοί και β) λόγοι που σχετίζονται με την έλλειψη μέτρων στήριξης της οικογένειας.
Στην Ελλάδα, η σχετικά έντονη οικονομική ανάπτυξη που σημειώθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη σημαντική ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας, παρόμοια με αυτή που παρατηρήθηκε σε όλες σχεδόν τις δυτικές κοινωνίες. Το κράτος πρόνοιας παραμένει ισχνό και ελλειμματικό.
Το γεγονός ότι η γυναίκα υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό το κράτος πρόνοιας φροντίζοντας τα εξαρτημένα μέλη της οικογένειας (παιδιά και ηλικιωμένους), ο γνωστός συχνά «υποχρεωτικός αλτρουισμός», οδηγεί την ίδια σε μη συμμετοχή ή απομάκρυνση από το εργατικό δυναμικό και σε κατάσταση εξάρτησης και κοινωνικού αποκλεισμού, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις διαζυγίου. Παράλληλα, έχει αρνητικές επιπτώσεις στη γονιμότητα.
Το κράτος, ενώ επιμένει να διακηρύσσει το ενδιαφέρον του για την τόνωση των γεννήσεων και την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, εξακολουθεί να μη λαμβάνει αποτελεσματικά μέτρα, τα οποία βέβαια θα είχαν οικονομικό κόστος. Ωστόσο το κόστος αυτό μόνο μια κοντόφθαλμη πολιτική θα το υπολόγιζε, εφόσον οι επιπτώσεις της δημιουργούμενης ανισορροπίας στην πυραμίδα του πληθυσμού λόγω της μείωσης των γεννήσεων έχουν ήδη γίνει αισθητές: γήρανση, επιπτώσεις στα ασφαλιστικά ταμεία, ερήμωση περιοχών, κλείσιμο σχολείων κ.ά.
Μια αποτελεσματική πολιτική, που θα επέτρεπε στα ζευγάρια ν' αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν, συνίσταται, με βάση τα αποτελέσματα ερευνών, σε συνδυασμό διαφόρων μέτρων που να σχετίζονται με:
α) Εισοδηματική πολιτική που να ευνοεί την οικογένεια με παιδιά.
β) Πολιτική εναρμόνισης εργασιακής και οικογενειακής ζωής των ζευγαριών και ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πλέον αυξανόμενης ανεργίας.
γ) Στεγαστική πολιτική.
* Οικονομολόγος-δημογράφος, διευθύντρια Ερευνών του ΕΚΚΕ

«Δεν έχω τις δυνατότητες να ζήσω ένα παιδί»

Με τη Στέλλα ή θα συμφωνήσεις ή θα διαφωνήσεις. Δεν υπάρχει ενδιάμεση επιλογή. Γιατί αυτά που πιστεύει τα υποστηρίζει με πάθος και όπως λέει είναι «στάση ζωής», την οποία δεν διαμόρφωσε τώρα στα 36 της, αλλά από τα 14 της όταν τη ρώτησε ο καθηγητής της «Δημοπούλου, τι θα πεις στο παιδί σου όταν θα γίνεις μάνα;» κι εκείνη του απάντησε «δεν νομίζω να γίνω μάνα εάν ο κόσμος εξακολουθεί να έχει αυτά τα χάλια».
Παντρεύτηκε στα 30 της και από τότε είχε ήδη αποφασίσει ότι δεν ήθελε να αποκτήσει παιδί. Το ευτύχημα είναι ότι και ο σύντροφός της -για τους δικούς του λόγους εκείνος- συμφωνεί με την απόφασή της.
«Εχω πάρα πολλούς λόγους που δεν θέλω να κάνω παιδί. Δεν θεωρώ ότι αυτό το κράτος και αυτή η χώρα αξίζει να της κάνεις δώρο ένα παιδί, το οποίο έτσι κι αλλιώς θα κάνει δυστυχισμένο γιατί απλούστατα δεν έχει να του προσφέρει τίποτα. Ούτε εναλλακτικές λύσεις ούτε ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να συμβιώσει ανθρώπινα. Μας λείπει η παιδεία και αυτό είναι κάτι που με φοβίζει πολύ» αναφέρει η Στέλλα Δημοπούλου και προσθέτει:
«Και από την άλλη, δεν έχω λεφτά για να ζήσω ένα παιδί, με την έννοια ότι τώρα μπορώ να αγοράσω πάνες και γάλατα, αλλά όταν φτάσει στα δεκαπέντε που θα χρειάζεται φροντιστήρια, χέρια για βοήθεια και βέβαια η ζωή θα έχει περισσότερες απαιτήσεις, εγώ δεν θα έχω τις δυνατότητες για να του τα προσφέρω όλα αυτά».
Η Στέλλα σπούδασε συντήρηση αρχαιοτήτων, δούλεψε 8 χρόνια πάνω στο αντικείμενό της, αναγκάστηκε όμως να φύγει και να αναζητήσει αλλού δουλειά γιατί τα τελευταία δύο χρόνια ήταν απλήρωτη. Σήμερα είναι υπάλληλος σε ιδιωτική εταιρεία μερικής απασχόλησης, εργάζεται 4 ώρες ημερησίως και αμείβεται με 530 ευρώ τον μήνα.
Εχεις σκεφτεί ότι ίσως αργότερα μετανιώσεις γι' αυτή την επιλογή σου;
«Εχω κάνει πολλά πράγματα στη ζωή μου για τα οποία έχω μετανιώσει, αλλά πάντα σκέφτομαι ότι την εποχή που τα είχα αποφασίσει δεν γινόταν διαφορετικά. Ισως να το μετανιώσω, αλλά τώρα αισθάνομαι έτσι. Ακόμα όμως και αν συμβεί αυτό, υπάρχει και η υιοθεσία, που και σ' αυτόν τον τομέα τα πράγματα στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολα».
Να υποθέσω ότι δεν συμφωνείς μ' αυτούς που υποστηρίζουν ότι μια γυναίκα δεν ολοκληρώνεται εάν δεν γίνει μάνα.
«Είναι μύθος. Αν ξέρεις να αγαπάς και να φροντίζεις, είσαι μάνα. Εγώ π.χ. με την καλύτερή μου φίλη αισθάνομαι πάρα πολύ μάνα, μου βγαίνει επάνω της όλο το μητρικό μου ένστικτο, γιατί είναι πολύ παιδί και απροστάτευτη».
Στην απόφασή σου αυτή συναντάς αντιδράσεις;
«Οσο και αν σου φαίνεται περίεργο, οι περισσότερες αντιδράσεις δεν είναι ούτε από τους γονείς μου ούτε από τα πεθερικά μου. Ειδικά οι γονείς μου, επειδή μιλούν με νέα παιδιά και επειδή βλέπουν τι γίνεται γύρω τους, σπίτια που κλείνουν, επιχειρήσεις που κλείνουν, ψιλοκαταλαβαίνουν. Αυτές που δεν καταλαβαίνουν είναι οι μανάδες με δύο και τρία παιδιά και δεν μ' ενδιαφέρει να καταλάβουν».
Η Στέλλα στον ελεύθερο χρόνο της διαβάζει πολύ, συναντά φίλους της γιατί «οι φίλοι μου είναι η οικογένειά μου, είναι το αλάτι της ζωής μου» και περνά αρκετές ώρες με τον άντρα της γιατί, όπως υποστηρίζει, «μια οικογένεια μπορεί να είναι ευτυχισμένη και με δύο άτομα».

«Η Ελληνίδα δεν έχει κίνητρα για να μείνει έγκυος»

Η μουσική, ο συνδικαλισμός, αλλά και τα παιδιά ίσως είναι οι μεγάλες αγάπες της Χριστίνας Κόκοτα. Παρ' όλα αυτά, αν και 37 χρόνων, ήδη τρία χρόνια παντρεμένη, δεν έχει ακόμα αποκτήσει το δικό της μωρό. Οχι γιατί δεν θέλει, αλλά κάτι οι σπουδές, κάτι η καριέρα, κάτι ο συνδικαλισμός, την πήγαν λίγο πίσω στο θέμα αυτό.
Πιανίστρια, πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Εργαζομένων στα Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών (ΚΔΑΠ), αλλά και διευθύντρια στο ΚΔΑΠ Δάφνης, η Χριστίνα δουλεύει και τρέχει από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δεν ακολούθησε έτσι το παράδειγμα της μητέρας της, που απέκτησε το πρώτο της παιδί στα 23 της, αλλά, όπως λέει, ούτε και η ίδια η μητέρα της θα ήθελε να το είχε ακολουθήσει. «Η μητέρα μου αυτό που μας έλεγε πάντα και σε μένα και στην αδελφή μου ήταν πρώτα να αποκατασταθούμε οικονομικά και εργασιακά, να είμαστε οικονομικά ανεξάρτητες και μετά να κάνουμε οικογένειες».
Τώρα, ύστερα από τρία χρόνια γάμου, δεν θέλεις ν' αποκτήσεις ένα παιδί;
«Θέλω να κάνω παιδί, από τη στιγμή μάλιστα που έχω μια αρμονική σχέση με τον άντρα μου, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είναι και στόχος ζωής».
Δεν επηρεάζεσαι από τις δηλώσεις των γιατρών ότι «όσο αργότερα τόσο πιο δύσκολα»;
«Σίγουρα επηρεάζομαι και τον τελευταίο καιρό παίρνω τις αποφάσεις μου έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου και αυτή την παράμετρο».
Τελικά δεν έχεις γίνει ακόμα μητέρα λόγω καριέρας ή και κάποιων άλλων δυσκολιών;
«Αποκλειστικά λόγω καριέρας. Ασχολήθηκα με πολύ πάθος με τη δουλειά μου, ήθελε και θέλει απίστευτη ενέργεια και δεν είχα χρόνο για τίποτε άλλο. Από την άλλη, η φύση της δουλειάς μου είναι τέτοια -καθημερινά είμαι μαζί με παιδιά- και ενδεχομένως όλο αυτό να λειτουργεί και ως υποκατάστατο της μητρότητας».
Τι πιστεύεις ότι φταίει και οι Ελληνίδες διστάζουν σήμερα να κάνουν πολλά παιδιά;
«Η Ελληνίδα δεν έχει κίνητρα να μείνει έγκυος. Ολα είναι άσχημα, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, που θεωρούν την εγκυμοσύνη "ασθένεια". Αν μια γυναίκα μείνει έγκυος, δεν ξέρει αν ξαναγυρίζοντας στη δουλειά της θα βρει τη θέση της. Δεν κατοχυρώνεται. Υπάρχουν πολυεθνικές εταιρείες που βάζουν τις γυναίκες να υπογράψουν ότι δεν θα μείνουν έγκυες. Οσες Ελληνίδες ακόμη κάνουν οικογένεια είναι γιατί κυρίως υποστηρίζονται από τις μητέρες τους. Η εργασιακή ανασφάλεια, η προσωπική σχέση με τον σύντροφό της, που πολλές φορές είναι προβληματική, τα οικονομικά προβλήματα κάνουν τις γυναίκες να φοβούνται ν' αποκτήσουν παιδί».
Γιατί στο εξωτερικό, σε κάποιες χώρες βέβαια, βλέπουμε τις γυναίκες να το αποφασίζουν πιο εύκολα;
«Υπάρχει πολύ μεγαλύτερη κρατική βοήθεια. Από τέτοιου είδους δομές σαν και αυτή που είμαι εγώ (ΚΔΑΠ), βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς, που διευκολύνουν τη μητέρα, και πολλά άλλα πράγματα. Κακά τα ψέματα, όλοι αυτοί θεσμοί πρέπει να ενισχυθούν και στη χώρα μας. Αντίθετα περικόπτονται».
Φαντάζομαι ότι δεν συμφωνείς με αυτούς που λένε ότι η γυναίκα πρέπει να καθήσει στο σπίτι της και να μεγαλώσει τα παιδιά της.
«Εγώ, αντίθετα, πιστεύω ότι η γυναίκα πρέπει να είναι μπροστά και να κατευθύνει τα πράγματα. Τα προηγούμενα χρόνια είχε υποστεί φοβερή καταπίεση και ακόμα βέβαια υφίσταται, διαφορετικού τύπου. Σήμερα τουλάχιστον υπάρχει η δυνατότητα οι γυναίκες να αυτοδιαθέσουν το σώμα τους όπως θεωρούν αυτές σωστά και όποτε θέλουν αυτές. Εξάλλου πιστεύω ότι οι γυναίκες, συμμετέχοντας στα κέντρα λήψης αποφάσεων και γνωρίζοντας οι ίδιες από πρώτο χέρι τα προβλήματα και τις ανάγκες τους, μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση των συνθηκών που χρειάζονται για την απόκτηση παιδιών».
Πώς βλέπεις το μέλλον;
«Εάν εφαρμοστεί επί της ουσίας η κοινωνική πολιτική, τότε ίσως οι κόρες μας να κάνουν περισσότερα παιδιά από εμάς».

«Η Ελλάδα δεν γνώρισε το baby boom»

Οι γυναίκες που γεννήθηκαν στη χώρα μας από το 1930 έως το 1960 αφενός περιορίζουν προοδευτικά τη γονιμότητά τους (κάνουν, δηλαδή, όλο και λιγότερα παιδιά), αφετέρου τεκνοποιούν όλο και σε μικρότερη ηλικία.
Οι πτωτικές όμως τάσεις της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία ανατρέπονται στη συνέχεια και τα νέα ζευγάρια (αυτά που γεννήθηκαν μετά το 1960) τείνουν να τεκνοποιούν σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες (γύρω στα 30 τους χρόνια σήμερα για τις γυναίκες), συνεχίζοντας παράλληλα να περιορίζουν κατάτι ακόμη τον αριθμό των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο.
Στους δύο αυτούς παράγοντες (δηλαδή στην πτώση της γονιμότητας στις διαδοχικές γενεές και στην αύξηση της ηλικίας που οι γυναίκες φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους), περισσότερο όμως στο δεύτερο, οφείλεται βασικά η κατάρρευση των συγχρονικών δεικτών γονιμότητας της περιόδου 1980-1995 και η σταθεροποίησή τους στη συνέχεια (1995-2007) σε επίπεδα που σίγουρα δεν επιτρέπουν την αναπαραγωγή των γενεών (1,4-1,5 παιδί/γυναίκα). Η Ελλάδα στο πεδίο αυτό διαφοροποιείται, επομένως, των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης προ της διεύρυνσης σε δύο σημεία α) δεν γνώρισε τη μεταπολεμική έξαρση των γεννήσεων και της συγχρονικής γονιμότητας (φαινόμενο που είναι γνωστό ως baby-boom) και β) η πτώση της συγχρονικής γονιμότητας εμφανίζεται με σχετική υστέρηση (μετά το 1980), είναι ταχύτατη και οι τάσεις μερικής ανόρθωσής της μόλις εμφανίζονται.
Με βάση τα προαναφερθέντα είναι προφανές ότι οι αναπαραγωγικές συμπεριφορές στην Ελλάδα μεταβάλλονται (όπως και στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες) και το μοντέλο της οικογένειας με περιορισμένο αριθμό παιδιών (δύο) τείνει να κυριαρχήσει στη χώρα μας. Οι στάσεις και οι αντιλήψεις προοδευτικά αλλάζουν και τα νέα ζευγάρια (οι γυναίκες και οι άνδρες που γεννήθηκαν μετά το 1950-1960) τείνουν να υιοθετήσουν διαφορετικές συμπεριφορές από αυτές των προηγούμενων γενεών.
Παράλληλα, τα καταναλωτικά πρότυπα στη χώρα μας ουδαμώς διαφοροποιούνται από αυτά των βορειότερων αναπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, η επίδραση της Ορθοδόξου Εκκλησίας (πολύ περισσότερο «διακριτικής» στον τομέα που μας ενδιαφέρει σε αντίθεση με τον καθολικισμό) ατονεί και η όποια επιρροή της προσκρούει στο κατώφλι της ιδιωτικής ζωής.
Κατ' επέκταση, συγκεντρώνονται προοδευτικά και στην Ελλάδα οι υλικοί, πολιτισμικοί και θεσμικοί όροι που επιτρέπουν την ανάδυση, στον τομέα της οικογένειας, ενός «κυρίαρχου» προτύπου που διαχέεται πλέον ταχύτατα σε όλη την Ευρώπη.
Πιστεύουμε κατ' επέκταση ότι η όποια αλλαγή των αναπαραγωγικών μας συμπεριφορών προϋποθέτει τη συνύπαρξη δύο συνθηκών: την αλλαγή των κυρίαρχων αξιών και την αντικατάστασή τους από αξίες που «ευνοούν» την τεκνογονία (δηλαδή το πρότυπο μιας οικογένειας που θα έχει περισσότερα από δύο παιδιά) και ταυτόχρονα τη δημιουργία συνθηκών (οικονομικών και κοινωνικών βασικά) που να επιτρέπουν την υλοποίηση ενός τέτοιου επιθυμητού μεγέθους οικογένειας. Οι δύο πρότερες συνθήκες δεν ισχύουν προς το παρόν και δεν διαθέτουμε ενδείξεις για τη μελλοντική τους πλήρωση.
Αντιθέτως και στη χώρα μας -όπως και στην πλειονότητα των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη μας- οι συνθήκες που οδηγούν στην ανάδυση ενός νέου, κυρίαρχου τύπου οικογένειας (ενός προτύπου οικογένειας με περιορισμένο αριθμό παιδιών, λιγότερα των δύο κατά μέσο όρο) συγεντρώνονται προοδευτικά: το δίκαιο εξελίσσεται παράλληλα, τείνοντας να κατοχυρώσει την ισότητα και την αυτονομία των εταίρων στο πλαίσιο της συμβίωσης, δίδοντας όλο και περισσότερο στη γυναίκα τη δυνατότητα να «βιώσει» τη διάλυση της συμβίωσης αυτής (εντός ή εκτός γάμου) και την επιλογή της να παραμείνει, αν το επιθυμεί, μόνη, ενώ ταυτόχρονα τα μέσα αντισύλληψη τείνουν να της επιτρέψουν τον πλήρη σχεδόν έλεγχο της γονιμότητάς της.
* Καθηγητής Δημογραφίας, διευθυντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

«Μέτρα από την πολιτεία για τα ζεύγη»

Στα τέλη του 19ου και λίγο πριν από την αρχή του 20ού αιώνα (1898) ο άγνωστος τότε ψυχίατρος Σίγκμουντ Φρόιντ έγραφε: «Θεωρητικά θα ήταν από τους μεγαλύτερους θριάμβους της ανθρωπότητας εάν η πράξη που είναι υπεύθυνη για την τεκνοποίηση μπορούσε να ανυψωθεί σε επίπεδο επιθυμητής και σκόπιμης συμπεριφοράς, ώστε να ξεχωρίσει από την εσωτερική παρόρμηση ικανοποίησης μιας φυσικής ανάγκης».
Εξήντα χρόνια αργότερα η Επιτροπή Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ ενέκρινε το πρώτο από του στόματος αντισυλληπτικό και τη δεκαετία του 1990 οι νέες και ασφαλείς μέθοδοι αντισύλληψης, που ξεχωρίζουν την αναπαραγωγή από το σεξ, χρησιμοποιούνται από 550 εκατομμύρια ζεύγη διεθνώς.
Κάπως έτσι φτάσαμε στην εφαρμογή του οικογενειακού προγραμματισμού. Και αν στην αγροτική Ελλάδα μέχρι το 1960 οι πολύτεκνες οικογένειες ήταν ο κανόνας για να «δουλέψουν» τα παιδιά στην κτηνοτροφία ή τα χωράφια (με μικρές διαφοροποιήσεις), σήμερα τα πράγματα άλλαξαν.
Οι γυναίκες παντρεύονται και γεννούν σε μεγαλύτερη ηλικία (πολλά χρόνια μόρφωσης, δυσκολίες στην ανεύρεση εργασίας, προσπάθειες για καριέρα). Ετσι συχνά αποφασίζουν να κάνουν το πρώτο τους παιδί μετά τα 35 ή και τα 40. Σήμερα τα ζευγάρια χωρίζουν αρκετά συχνά (αύξηση διαζυγίων που αγγίζει το 40%), αυξάνεται ραγδαία η γυναικεία απασχόληση, ενώ παράλληλα το άθροισμα των χρημάτων του ζευγαριού δεν «φτάνει» για τις σύγχρονες ανάγκες ενός παιδιού από νεογνό μέχρι να τελειώσει το σχολείο και να σπουδάσει αφού τα πτυχία έγιναν απαραίτητα για την εύρεση εργασίας.
Ετσι, λοιπόν, όλα αυτά μαζί με τα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας (παράγοντας που επίσης οδηγεί τα ζευγάρια στο ένα παιδί) έχουν αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι πλέον μακριά από το όριο αναπλήρωσης του πληθυσμού, που είναι 2,1 παιδιά ανά γυναίκα (είμαστε στο 1,3). Ο πληθυσμός μας το 2000 ήταν 10,57 εκατομμύρια κάτοικοι, στο 2010 υπολογίζεται στα 10,8 (η απογραφή γίνεται το 2011) και μέχρι το 2050 αναμένεται σταδιακή κάμψη στα 10,2 εκατομμύρια, με σημαντική βεβαίως τη συμβολή της μετανάστευσης.
Μπορούμε να ελπίσουμε ότι κάτι μπορεί να αλλάξει;
Ο γιατρός δεν μπορεί να κάνει πολλά. Η πολιτεία οφείλει να σκύψει στο πρόβλημα, με ιδιαίτερη έγνοια για την ανεργία, τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, τα ολοήμερα σχολεία και όλα εκείνα τα μέτρα ώστε τα ζευγάρια να κάνουν τουλάχιστον δύο παιδιά. Γιατί, όπως λέει ένας φίλος, «ένα ζευγάρι με ένα παιδί είναι μόνο αυτό, ένα ζευγάρι με δύο παιδιά (ή παραπάνω) είναι οικογένεια».
*Μαιευτήρας - γυναικολόγος

«Τα έξοδα ξεπερνούν τα οφέλη»

Η Ελλάδα βιώνει μια οξύτατη δημογραφική κρίση. Η υπογεννητικότητα πλήττει την ελληνική κοινωνία στη ρίζα της, που είναι η ικανότητά της να αναπαραχθεί, δεδομένου ότι οποιοδήποτε ποσοστό γεννήσεων χαμηλότερο από 2,1 παιδιά ανά οικογένεια είναι κάτω από το επίπεδο που απαιτείται για την αντικατάσταση μιας γενιάς.
Στη βιβλιογραφία των κοινωνικών επιστημών η υπογεννητικότητα έχει συνδεθεί με την κυριαρχία ατομικιστικών αξιών στη δημόσια και στην ιδιωτική σφαίρα. Οι κοινωνιολόγοι παρατηρούν ότι σε πολλές κοινωνίες (ιδίως στις αναπτυσσόμενες, όπου τα κοινωνικά δικαιώματα δεν έχουν παγιωθεί) υπάρχει η τάση πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς να «ρίχνουν το φταίξιμο στις γυναίκες», που διεκδικούν πλέον μαζικά τα αναπαραγωγικά τους δικαιώματα, όπως άμβλωση και αντισύλληψη. Η υπογεννητικότητα έχει συσχετιστεί επίσης με τη ραγδαία άνοδο των ποσοστών της γυναικείας απασχόλησης στις χώρες της Δύσης, που είναι απότοκο των ριζικών μεταβολών στη δομή της αγοράς εργασίας και της φθίνουσας πορείας του ενός εισοδήματος (του άνδρα), το οποίο δεν επαρκεί πλέον για τη συντήρηση του νοικοκυριού.
Ενα άλλο αίτιο της χαμηλής γεννητικότητας είναι ότι το εργασιακό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι μη φιλικό προς την οικογένεια. Τα μέτρα εκείνα που θα επέτρεπαν στους εργαζόμενους γονείς να συνδυάσουν με επιτυχία την οικογενειακή με την επαγγελματική τους ζωή (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί μέσα στην επιχείρηση, πιο ευέλικτα ωράρια, δυνατότητα κατ' οίκον απασχόλησης, κ.τ.λ.) είτε δεν έχουν θεσμοθετηθεί είτε δεν έχουν υλοποιηθεί. Τέλος, η υπογεννητικότητα είναι απόρροια των παγκοσμιοποιημένων αγορών, που βασίζονται στην κοινωνική κινητικότητα των εργαζομένων και των δύο φύλων.
Αναμφίβολα, όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν συντελέσει στην έξαρση του φαινομένου. Κατά την άποψή μου όμως η υπογεννητικότητα είναι η έλλογη αντίδραση μεμονωμένων νοικοκυριών στις αντιξοότητες της εποχής μας. Η απόφαση των Ελληνίδων και των Ελλήνων να παραμείνουν στο ένα παιδί ή πάντως να μην ξεπεράσουν τα δύο παιδιά είναι η ορθολογική απόφαση ορθολογικών ανθρώπων που σταθμίζουν τα έξοδα και τα οφέλη από την απόκτηση περισσότερων παιδιών και αποφασίζουν ότι τα έξοδα μιας πολύτεκνης οικογένειας ξεπερνούν κατά πολύ τα οφέλη της.
Για να μη δοθεί η εντύπωση ότι η απόφαση για την απόκτηση ενός παιδιού είναι το αποτέλεσμα μιας ψυχρής και υπολογιστικής στάσης των γονέων, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η ορθολογικότητα δεν αποκλείει τον συναισθηματισμό ή κοινωνικές αξίες όπως η αγάπη και η αλληλεγγύη. Οι γονείς δεν σταθμίζουν ορμώμενοι από αυστηρά οικονομικά (λογιστικά) κίνητρα, αλλά υποκινούνται από ανώτερα και αγνότερα κίνητρα, όπως η έγνοια τους να εξασφαλίσουν ένα ισορροπημένο και ποιοτικό οικογενειακό περιβάλλον στα παιδιά τους, ή το πνεύμα δικαιοσύνης, που επιτάσσει το περιβάλλον αυτό να μπορούν να το απολαύσουν ισότιμα όλα τους τα τέκνα και όχι μόνο το πρωτότοκο.
Ας μην ξεχνάμε ότι στις αγροτικές ελληνικές οικογένειες των αρχών ή των μέσων του 20ού αιώνα, οι πολύτεκνες οικογένειες ήταν ο κανόνας, όχι βέβαια διότι οι γονείς αγαπούσαν περισσότερο τα παιδιά τους απ' ό,τι οι σημερινοί γονείς, αλλά διότι πρώτιστο μέλημα της οικογένειας εκείνης ήταν να προετοιμάσει τα παιδιά για την ένταξη σε μια κοινωνία όπου θα επέλεγαν την αγροτική απασχόληση, με μικρές διαφοροποιήσεις.
* Κοινωνιολόγος του Δικαίου (LL.Μ., Ph.D. University of Chicago), επισκέπτρια επίκουρη καθηγήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών(enet.gr)
http://kraxtis-gr.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: