Η San Kiyi(1) στο βιβλίο της με τίτλο: Freedom from Fear (1991) αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Λένε ότι η εξουσία διαφθείρει, και διαφθείρει όχι μόνον αυτούς που την ασκούν αλλά και αυτούς στους οποίους... επιβάλλεται, επειδή φοβούνται μη χάσουν την περιουσία τους, τους φίλους τους, τη δουλειά τους, μήπως ταπεινωθούν και μείνουν στην αφάνεια»(2).
Σύμφωνα με τα παραπάνω λόγια, ο σύγχρονος άνθρωπος κατάφερε να γίνει και θύτης και θύμα στο παιχνίδι της εξουσίας που ο ίδιος εφηύρε με πρόσχημα την κοινωνική οργάνωση. Ένα παιχνίδι που αντί για ευχαρίστηση τον φιλοδώρησε με μια σειρά από φοβίες, όπως για παράδειγμα τη φοβία της ταπείνωσης, της αποτυχίας, της κατωτερότητας. Οι φοβίες αυτές πρόκειται και επίμονες, υπερβολικές καταστάσεις με έντονο το στοιχείο της ανησυχίας, καλά εδραιωμένες τόσο στο ίδιο το άτομο όσο και στις αλληλεπιδράσεις του με τους άλλους. Τι όμως διαμόρφωσε αυτές τις φοβικές διαστάσεις; Τι είναι αυτό που τις συντηρεί και τις διαιωνίζει; Μήπως πρόκειται για τη φύση του ανθρώπου, μήπως είναι προϊόν διαπαιδαγώγησης; Μήπως η ίδια η εξουσία διαμορφώνει και εφαρμόζει μια καλά σχεδιασμένη πολιτική φόβου και υποχώρησης; Μήπως είναι απλά χαρακτηριστικό της ανταγωνιστικής και ατομικιστικής εποχής μας στην οποία ο Θεός Φόβος και ο Θεός Παν, της αρχαίας Ελλάδας, έπρεπε να εκσυγχρονιστούν κάτω από τους δείκτες του χρηματιστηρίου και της κεφαλαιαγοράς για να συνεχίσουν να υφίστανται;
Το ζήτημα αυτό έχει απασχολήσει κατά καιρούς σπουδαίους διανοούμενους και κοινωνικούς επιστήμονες. Η απάντηση δεν είναι απλή και ενδεχομένως δεν είναι μια. Ακόμα και η «σχετικοποίηση» των παραμέτρων μπορεί να αποτελεί μια μέση απάντηση αν και λιγότερο ικανοποιητική. Για το λόγο αυτό δεν θα επεκταθούμε σε περαιτέρω αναλύσεις και θεωρητικές αναφορές πάνω στο θέμα αυτό.
Εντούτοις, από μια άλλη οπτική παρατηρούμε ότι οι φοβικές καταστάσεις που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος συνδυάζονται με τις υπαρξιακές του ανησυχίες αναφορικά με τη μοναξιά, την τρέλα και το θάνατο. Ο άνθρωπος σε όλη του τη ζωή προσπαθεί είτε να συμφιλιωθεί μαζί τους είτε να τις ξεπεράσει. Άλλες φορές, οι φοβίες αυτές είναι πιο δυνατές από τις προσπάθειες του με συνέπεια να τον αποδιοργανώνουν συναισθηματικά και να τον οδηγούν σε συμπεριφορές που τον βλάπτουν σωματικά και ψυχολογικά (αποφυγή των καταστάσεων που ενδεχομένως του προκαλούν φοβία, ταύτιση με το φόβο, κοινωνική απόσυρση, κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές κ.α.) (Μπουλουγούρης, 1996) (3).
Σε αντίθεση, όμως, με τις φοβίες της μοναξιάς, του θανάτου και της τρέλας, οι φοβικές καταστάσεις (αποτυχία, κατωτερότητα ταπείνωση, κ.α.) που σχετίζονται περισσότερο με την εξουσία, την κοινωνική και οικονομική καταξίωση και υπεροχή έναντι των άλλων δεν έχει να κάνει τόσο με την συμφιλίωση και την αποδοχή. Οι διαστάσεις και τα περιθώρια που προσδίδουν στο άτομο έχουν διπολική φύση (όλα ή τίποτα, επιτυχία-αποτυχία) σε βαθμό που να μην του επιτρέπουν ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις και αποκλίσεις από τον αρχικό στόχο που δεν είναι άλλος από την επιτυχία και την καταξίωση πάντοτε, όμως, σε σύγκριση με τους άλλους. Στις καταστάσεις αυτές το άτομο ενδίδει στο φόβο του, ταυτίζεται αρρωστημένα με αυτόν και με λίγα λόγια ζει και αναπνέει μ’ αυτόν.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το άτομο διαμορφώνει συγκεκριμένες πεποιθήσεις και σχηματοποιεί τη ζωή του, τις αντιλήψεις του και τη συμπεριφορά του με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στα πρότυπα που έχει υιοθετήσει. Παράλληλα, ακολουθεί μια πεπατημένη οδό που θα τον βοηθήσει από τη μια να αποφύγει το φόβο του, να μειώσει το άγχος και την ψυχολογική πίεση που βιώνει και κατ’ επέκταση να επιτύχει το στόχο του. Βιώνοντας σε καθημερινό επίπεδο φοβικές καταστάσεις, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν, το άτομο σταδιακά αδυνατεί να διαχωρίσει που και πότε η συμπεριφορά του είναι λανθασμένη. Γίνεται έρμαιο των φοβιών του, οι οποίες αναλαμβάνουν κυρίαρχο και καθοριστικό ρόλο στη ζωή του και στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει αποφάσεις. Δυσκολεύεται και τις περισσότερες φορές αποφεύγει να διακινδυνεύσει και να ρισκάρει. Τρομοκρατείται στην ιδέα να βγει εκτός συγκεκριμένου, οριοθετημένου πλαισίου και να νιώσει ανασφαλής.
Οι φοβικές αυτές καταστάσεις και συμπεριφορές δεν φαίνεται να είναι και πολύ άγνωστες τουλάχιστον για εμάς τους Έλληνες. Ας δούμε μερικά παραδείγματα μέσα στα οποία αποτυπώνεται ο φοβικός μας χαρακτήρας. Ξεκινάμε με την περίπτωση των γονέων οι οποίοι στην προσπάθεια τους να προστατέψουν τα παιδιά τους από τυχόν αποτυχίες και δυσκολίες σπεύδουν να τα βολέψουν καταφεύγοντας στο γνωστό «μέσον» ή στο «γνωστό». Μια στάση που προστατεύει από τη μια το παιδί να μην κοπιάσει και βιώσει απογοήτευση, από την άλλη ο ίδιος ο γονιός νιώθει επιτυχημένος και ικανοποιημένος που βόλεψε τα παιδιά του. Εν συνεχεία, το «μέσον» και ο «γνωστός» επιστρέφει στην περίπτωση της στρατιωτικής θητείας για τους άνδρες. Μέσω του οποίου ο γονιός πάλι σπεύδει να κάνει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη τη θητεία του παιδιού τους. Μετά είναι το βόλεμα στο δημόσιο (τουλάχιστον μέχρι πρότινος) κ.α.
Οι συμπεριφορές αυτές δείχνουν ότι έχουμε γίνει φοβικοί. Από μόνοι μας αδυνατούμε να ανταπεξέλθουμε στην καθημερινότητα μας και καταφεύγουμε σε «γνωστούς-αγνώστους» που έχουν την εξουσία ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονται, να μας βοηθήσουν. Ζητάμε στην ουσία από κάποιον άλλο να διαχειριστεί το πρόβλημα μας, το στόχο μας, τη φιλοδοξία μας ώστε να επιτύχουμε με το λιγότερο κόπο το καλύτερο αποτέλεσμα. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να μειώνουμε το αίσθημα της ανασφάλεια μας, να τονώνουμε τον εγωισμό μας και να μετριάζουμε το άγχος μας αλλά στην ουσία καταφέρνουμε να «ζούμε» όχι χάρη της δικής μας προσπάθειας αλλά εξαργυρώνοντας την ελευθερία μας, την πολιτική μας σκέψη και συνείδηση.
Ο χαρακτηρισμός «Φοβισμένοι Έλληνες» που χρησιμοποιήθηκε και στην επικεφαλίδα του παρόντος άρθρου, σε καμία περίπτωση δεν έρχεται να προστεθεί στον κατάλογο των χαρακτηρισμών και κοσμητικών επιθέτων που έχουν ακουστεί τον τελευταίο καιρό εις βάρος των Ελλήνων. Αντιθέτως, έχει ως στόχο να υπογραμμίσει μια λανθασμένη νοοτροπία και συμπεριφορά που έχουμε υιοθετήσει που όπως δείχνουν τα πράγματα μόνο κακό μας έκανε. Μια συμπεριφορά που, όπως ο φοβικός αναζητά τα χάπια του που θα μειώσουν το αίσθημα του άγχους ή θα έχει μαζί του τα μικρά μαγικά του «μπαστουνάκια»(4) που τον βοηθούν να ανταπεξέρχεται στις φοβίες του, έτσι και ο σημερινός Έλληνας κατέφευγε στο μαγικό του «μέσον» για να ικανοποιήσει τους στόχους του και να καταπραΰνει το φόβο και την ανασφάλεια του. Μια νοοτροπία που δεν αναπτύσσει την συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων αλλά την αποξένωση και τον ανταγωνισμό. Μια στάση ζωής που δεν καλλιεργεί το θάρρος αλλά την κοινωνική φοβία. Μια πρακτική που μειώνει την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση στα άτομα και δημιουργεί μια εικόνα για τον εαυτό που στην ουσία ετεροπροσδιορίζεται από το «μέσον» που διαθέτει και όχι από το «εγώ» του. Μια λογική υπό όρους «δούναι και λαβείν» μεταξύ του «εξουσιαστή» και του «εξουσιαζόμενου».
Κλείνοντας το εν λόγω άρθρο, η αναφορά σε μια σειρά από προτεινόμενες λύσεις και τρόπους αντιμετώπισης των δυσκολιών παραπέμπει στην παρουσίαση των οδηγιών χρήσης των σωστικών μέτρων κατά τη διάρκεια πτήσης με αεροπλάνο….
Ενδεχομένως, η αναφορά σε μια φράση του Nehru να αφήσει μια πιο αισιόδοξη οπτική και να αποδώσει καλύτερα το σκεπτικό του κειμένου. Συγκεκριμένα, όπως σημειώνεται στον Γ. Μπουλουγούρη (1996):«Το μεγαλύτερο δώρο για ένα άτομο ή ένα έθνος είναι να μην φοβάται, όχι μόνο να είναι θαρραλέο σωματικά αλλά και ψυχικά» (βλ. σελ. 15).
1) Νόμπελ Ειρήνης και Βραβείο Ζαχάρωφ 1996.
2) Kiyi Sun San Aung, (1991). Freedom from Fear. Penguin.
3) Μπουλουγούρης, Γ. (1996). Φοβίες και η αντιμετώπιση τους. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
4) Βοηθήματα, βάσει τον οποίων ο άνθρωπος με φοβίες μπορεί να ξεπερνά κατά κάποιο τρόπο τη φοβία του (π.χ ένα μπουκαλάκι νερό, να του κρατάει κάποιος το χέρι κ.α.) μειώνοντας το άγχος του.
Θεόδωρος Παξινός
Ψυχολόγος - http://www.kentri.gr/ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου