ΓΡΑΦΕΙ ο Ηλίας Νικολακόπουλος
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: 29 Μαΐου 2009
Οι ευρωεκλογές του 1999, περίπου έναν χρόνο πριν από την τυπική ολοκλήρωση της τετραετίας, αναγορεύτηκαν από τη Ν.Δ., υπό την ηγεσία πλέον του Κώστα Καραμανλή, σε προκριματική αναμέτρηση εν όψει των επόμενων βουλευτικών εκλογών.
Στην επιλογή αυτή οδηγήθηκε η Ν.Δ. επιδιώκοντας να κεφαλαιοποιήσει το σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα που διέθετε και το οποίο συγκυριακά είχε διευρυνθεί έπειτα από την κρίση που προκάλεσε η υπόθεση Οτζαλάν. Το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα της Ν.Δ. «Νέο ξεκίνημα», συνόψιζε ακριβώς αυτή την έννοια μιας προκριματικής εκλογής, οιονεί «εφ΄ όλης της ύλης».
Το ΠΑΣΟΚ απάντησε προβάλλοντας το κυβερνητικό έργο και κυρίως προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί την ήδη εδραιωμένη αίσθηση ότι η ένταξη στην ΟΝΕ, που πριν από τρία χρόνια φάνταζε ιδιαίτερα αμφίβολη, ήταν πλέον σχεδόν δεδομένη. Με τον τρόπο αυτό επιχειρούσε επίσης να απομακρύνει από την προεκλογική ατζέντα ζητήματα τραυματικά για την εκλογική του βάση, όπως οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία (άρχισαν στις 24 Μαρτίου) με κάλυψη και της Ε.Ε. Οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία είχαν διευρύνει έναν λανθάνοντα ευρωσκεπτικισμό στην Ελλάδα και είχαν αναγορευτεί σε κεντρικό ζήτημα των εκλογών, όχι μόνο από το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ, αλλά και από το ΔΗΚΚΙ του Δημ. Τσοβόλα.
Σαμαράς και Μάνος
Εκτός από τα πέντε κοινοβουλευτικά κόμματα της εποχής, την τύχη τους δοκίμασαν (για τελευταία φορά) στις ευρωεκλογές η ΠΟΛΑΝ του Αντ. Σαμαρά, οι Φιλελεύθεροι που είχε ιδρύσει ο Στέφ. Μάνος (με σήμα έναν κόκκινο ταύρο), καθώς και μια πληθώρα μικρών κομμάτων τα οποία τελικά εισέπραξαν το 8,1% των εγκύρων (δηλαδή πάνω από 500 χιλιάδες ψήφους).
Το αποτέλεσμα της κάλπης με την αμφισημία του άφησε ικανοποιημένα για διαφορετικούς λόγους το καθένα και τα πέντε κοινοβουλευτικά κόμματα. Γεγονός που αποτυπώθηκε στους ταυτόχρονους πανηγυρισμούς τόσο των οπαδών της Ν.Δ. για πρώτη εκλογική νίκη του κόμματός τους, ύστερα από εννιά χρόνια, όσο και των οπαδών του ΠΑΣΟΚ, γιατί η διαφορά από τη Ν.Δ. περιορίστηκε σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Το συμπέρασμα ήταν ότι παρά την ελαφρά κάμψη που σημείωσε ο δικομματισμός καταγράφοντας το χαμηλότερο έως σήμερα αθροιστικό μέγεθός του (68,9%), η δομή του κομματικού συστήματος δεν αμφισβητήθηκε, γεγονός που επέτρεψε και τη θεαματική του ανάκαμψη ύστερα από λίγους μήνες στις βουλευτικές εκλογές του 2000.
Προσωρινές απώλειες
Η πτώση του δικομματισμού, σημαντική ακόμη κι αν η σύγκριση γίνει με τις βουλευτικές εκλογές του 1996, τροφοδότησε όλα τα μικρότερα κόμματα, χωρίς όμως να διαμορφωθεί κάποιο κυρίαρχο εκλογικό ρεύμα. Από τις πολλαπλές μετατοπίσεις που καταγράφηκαν, μόνο μια από το ΠΑΣΟΚ προς το ΔΗΚΚΙ ξεπέρασε ελαφρώς το 2% του συνολικού εκλογικού σώματος.
Μια μετατόπιση που αποδείχθηκε όμως εξαιρετικά πρόσκαιρη, αφού στις επόμενες βουλευτικές εκλογές οι ευκαιριακοί ψηφοφόροι του ΔΗΚΚΙ στράφηκαν προς κάθε κατεύθυνση- είτε επανακάμπτοντας στο ΠΑΣΟΚ είτε χρησιμοποιώντας το ΔΗΚΚΙ ως ενδιάμεσο σκαλοπάτι για τη μεταστροφή τους προς τη Ν.Δ.
Το ΠΑΣΟΚ, εκτός από το ΔΗΚΚΙ, είχε επίσης απώλειες προς τα αριστερά (ΚΚΕ και ΣΥΝ), τα πολύ μικρά κόμματα, αλλά και προς τη Ν.Δ. Σε αντιστάθμισμα όμως κατόρθωσε να προσελκύσει ορισμένους ψηφοφόρους (το 1996) της Ν.Δ. και του ΣΥΝ, κατά κανόνα από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα, σαφής ένδειξη για την αναδιάταξη της κοινωνικής επιρροής των κομμάτων που είχε ήδη αρχίσει με την ανάδειξη του Κ. Σημίτη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Εκτός όμως από το ΠΑΣΟΚ, μείωση της επιρροής της παρουσίασε και η Ν.Δ., ακόμη και από το χαμηλό επίπεδο των βουλευτικών του 1996 (38,1%). Από τις διαρροές αυτές ένα κρίσιμο μέγεθος πάνω από το 1% του συνολικού εκλογικού σώματος, επέλεξε τους Φιλελεύθερους του Στέφ. Μάνου. Η κοινωνική μάλιστα διαστρωμάτωσή τους- οι Φιλελεύθεροι κινήθηκαν μεταξύ 10% και 15% στις μεγαλοαστικές συνοικίες και τα προάστια της πρωτεύουσας - αποτελούσαν σαφή ένδειξη για τη μειωμένη αξιοπιστία της Ν.Δ. ως προνομιούχου εκφραστή των υψηλών παραδοσιακών αστικών στρωμάτων. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε και στις βουλευτικές εκλογές του 2000.
Επικράτηση για πρώτη φορά της ενοποιημένης Ευρω-Δεξιάς
ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ των ευρωεκλογών του 1999 ανέτρεψε τις έως τότε κομματικές ισορροπίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΕΣΚ), το οποίο από το 1979 αποτελούσε την ισχυρότερη ομάδα της Ευρωβουλής και στο οποίο επιπλέον ανήκαν την εποχή εκείνη οι 11 από τους 15 πρωθυπουργούς των κρατών-μελών της Ε.Ε., περιορίστηκε για πρώτη φορά στη δεύτερη θέση. Οι σοσιαλιστές συγκέντρωσαν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το 25% των ψήφων (26% το 1994), αλλά έχασαν 34 έδρες (από 214 περιορίστηκαν σε 180), λόγω της εκλογικής κατάρρευσης του Εργατικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας.
Η υποχώρηση του ΕΣΚ δεν αποτελούσε πάντως συγκυριακή εξέλιξη ως αποδοκιμασία των επιμέρους σοσιαλιστικών κυβερνήσεων σε μια ανέξοδη εκλογή «δεύτερης τάξης».
Δομικές διαδικασίες
Αντίθετα, αντανακλούσε δύο δομικές και μακρόσυρτες διαδικασίες, οι οποίες εξακολουθούν μέχρι σήμερα να επικαθορίζουν την πολιτική φυσιογνωμία της Ε.Ε.
● Η πρώτη αφορά την αύξουσα αποστασιοποίηση της παραδοσιακής εκλογικής βάσης των σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων από την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα εκλογικώς ισχυρά κόμματα της Μεγ. Βρετανίας και της Σουηδίας, οι ψηφοφόροι των οποίων στην πλειονότητά τους διατηρούν επιφυλακτική (έως αρνητική) στάση απέναντι στην Ε.Ε.
● Η δεύτερη διαδικασία αφορά την ανασύνταξη και την ενοποίηση της ευρωπαϊκής Δεξιάς, η οποία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 παρέμενε διασπασμένη, με ιστορικά και εθνικά κριτήρια, έχοντας βέβαια ως κύριο κορμό τη φιλοευρωπαϊκή χριστιανοδημοκρατία. Οι διαδικασίες για την ενοποίηση της ευρωπαϊκής Δεξιάς άρχισαν αμέσως μετά τις ευρωεκλογές του 1994 και κατέληξαν, λίγο καιρό πριν από τις ευρωεκλογές του 1999, στη διεύρυνση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), στο οποίο εντάχθηκαν οι (έως τότε συνεργαζόμενοι) Βρετανοί Συντηρητικοί, οι Γάλλοι ντεγκωλικοί και ιδιόμορφα κόμματα όπως η Forza Ιtalia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. ΕΛΚ: με 233 έδρες
Χάρη στη διεύρυνση αυτή, το ΕΛΚ αναδείχθηκε στην ισχυρότερη ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (συγκεντρώνοντας το 37,6% των ψήφων και 233 έδρες), με τίμημα την αυξανόμενη ανομοιογένεια, κυρίως σε ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής. Ταυτόχρονα απομακρύνθηκε ιδεολογικά από τις κοινωνικές αναφορές της παραδοσιακής χριστιανοδημοκρατίας, υιοθετώντας έναν αγοραίο νεοφιλελευθερισμό. Η σύνθεση και οι επιλογές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τα τελευταία χρόνια αντανακλούν την οπισθοδρόμηση που συνιστά η ιδεολογική μετάλλαξη της ευρωπαϊκής Δεξιάς και η επικράτησή της στα όργανα της Ε.Ε.
Το Χρηματιστήριο στην προεκλογική εκστρατεία
Προεξοφλώντας την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το Χρηματιστήριο Αθηνών παρουσίασε, από τις αρχές ήδη του 1999, μια σταθερή ανοδική τάση, η οποία το οδήγησε από τις 3.000 μονάδες στις αρχές Ιανουαρίου στις 3.300 στις αρχές Φεβρουαρίου, στις 3.600 στις αρχές Απριλίου, για να σπάσει, για πρώτη φορά, στις 7 Μαΐου το φράγμα των 4.000 μονάδων, επίπεδο στο οποίο παρέμεινε μέχρι τις ευρωεκλογές. Το ΠΑΣΟΚ εκμεταλλεύθηκε την εξέλιξη αυτή και τη συνακόλουθη είσοδο χιλιάδων νέων επενδυτών στο Χρηματιστήριο, με τηλεοπτικά σποτ και καταχωρήσεις σε εφημερίδες, όπως αυτή που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» την ημέρα των εκλογών. Η άνοδος του Χρηματιστηρίου θα προσλάβει το επόμενο τρίμηνο (έως τα μέσα Σεπτεμβρίου) εκρηκτικές διαστάσεις και το ζήτημα αυτό θα αποτελέσει στη συνέχεια, για πολλά χρόνια, αντικείμενο οξύτατης πολιτικής αντιπαράθεσης.
Στην επιλογή αυτή οδηγήθηκε η Ν.Δ. επιδιώκοντας να κεφαλαιοποιήσει το σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα που διέθετε και το οποίο συγκυριακά είχε διευρυνθεί έπειτα από την κρίση που προκάλεσε η υπόθεση Οτζαλάν. Το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα της Ν.Δ. «Νέο ξεκίνημα», συνόψιζε ακριβώς αυτή την έννοια μιας προκριματικής εκλογής, οιονεί «εφ΄ όλης της ύλης».
Το ΠΑΣΟΚ απάντησε προβάλλοντας το κυβερνητικό έργο και κυρίως προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί την ήδη εδραιωμένη αίσθηση ότι η ένταξη στην ΟΝΕ, που πριν από τρία χρόνια φάνταζε ιδιαίτερα αμφίβολη, ήταν πλέον σχεδόν δεδομένη. Με τον τρόπο αυτό επιχειρούσε επίσης να απομακρύνει από την προεκλογική ατζέντα ζητήματα τραυματικά για την εκλογική του βάση, όπως οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία (άρχισαν στις 24 Μαρτίου) με κάλυψη και της Ε.Ε. Οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία είχαν διευρύνει έναν λανθάνοντα ευρωσκεπτικισμό στην Ελλάδα και είχαν αναγορευτεί σε κεντρικό ζήτημα των εκλογών, όχι μόνο από το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ, αλλά και από το ΔΗΚΚΙ του Δημ. Τσοβόλα.
Σαμαράς και Μάνος
Εκτός από τα πέντε κοινοβουλευτικά κόμματα της εποχής, την τύχη τους δοκίμασαν (για τελευταία φορά) στις ευρωεκλογές η ΠΟΛΑΝ του Αντ. Σαμαρά, οι Φιλελεύθεροι που είχε ιδρύσει ο Στέφ. Μάνος (με σήμα έναν κόκκινο ταύρο), καθώς και μια πληθώρα μικρών κομμάτων τα οποία τελικά εισέπραξαν το 8,1% των εγκύρων (δηλαδή πάνω από 500 χιλιάδες ψήφους).
Το αποτέλεσμα της κάλπης με την αμφισημία του άφησε ικανοποιημένα για διαφορετικούς λόγους το καθένα και τα πέντε κοινοβουλευτικά κόμματα. Γεγονός που αποτυπώθηκε στους ταυτόχρονους πανηγυρισμούς τόσο των οπαδών της Ν.Δ. για πρώτη εκλογική νίκη του κόμματός τους, ύστερα από εννιά χρόνια, όσο και των οπαδών του ΠΑΣΟΚ, γιατί η διαφορά από τη Ν.Δ. περιορίστηκε σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Το συμπέρασμα ήταν ότι παρά την ελαφρά κάμψη που σημείωσε ο δικομματισμός καταγράφοντας το χαμηλότερο έως σήμερα αθροιστικό μέγεθός του (68,9%), η δομή του κομματικού συστήματος δεν αμφισβητήθηκε, γεγονός που επέτρεψε και τη θεαματική του ανάκαμψη ύστερα από λίγους μήνες στις βουλευτικές εκλογές του 2000.
Προσωρινές απώλειες
Η πτώση του δικομματισμού, σημαντική ακόμη κι αν η σύγκριση γίνει με τις βουλευτικές εκλογές του 1996, τροφοδότησε όλα τα μικρότερα κόμματα, χωρίς όμως να διαμορφωθεί κάποιο κυρίαρχο εκλογικό ρεύμα. Από τις πολλαπλές μετατοπίσεις που καταγράφηκαν, μόνο μια από το ΠΑΣΟΚ προς το ΔΗΚΚΙ ξεπέρασε ελαφρώς το 2% του συνολικού εκλογικού σώματος.
Μια μετατόπιση που αποδείχθηκε όμως εξαιρετικά πρόσκαιρη, αφού στις επόμενες βουλευτικές εκλογές οι ευκαιριακοί ψηφοφόροι του ΔΗΚΚΙ στράφηκαν προς κάθε κατεύθυνση- είτε επανακάμπτοντας στο ΠΑΣΟΚ είτε χρησιμοποιώντας το ΔΗΚΚΙ ως ενδιάμεσο σκαλοπάτι για τη μεταστροφή τους προς τη Ν.Δ.
Το ΠΑΣΟΚ, εκτός από το ΔΗΚΚΙ, είχε επίσης απώλειες προς τα αριστερά (ΚΚΕ και ΣΥΝ), τα πολύ μικρά κόμματα, αλλά και προς τη Ν.Δ. Σε αντιστάθμισμα όμως κατόρθωσε να προσελκύσει ορισμένους ψηφοφόρους (το 1996) της Ν.Δ. και του ΣΥΝ, κατά κανόνα από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα, σαφής ένδειξη για την αναδιάταξη της κοινωνικής επιρροής των κομμάτων που είχε ήδη αρχίσει με την ανάδειξη του Κ. Σημίτη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Εκτός όμως από το ΠΑΣΟΚ, μείωση της επιρροής της παρουσίασε και η Ν.Δ., ακόμη και από το χαμηλό επίπεδο των βουλευτικών του 1996 (38,1%). Από τις διαρροές αυτές ένα κρίσιμο μέγεθος πάνω από το 1% του συνολικού εκλογικού σώματος, επέλεξε τους Φιλελεύθερους του Στέφ. Μάνου. Η κοινωνική μάλιστα διαστρωμάτωσή τους- οι Φιλελεύθεροι κινήθηκαν μεταξύ 10% και 15% στις μεγαλοαστικές συνοικίες και τα προάστια της πρωτεύουσας - αποτελούσαν σαφή ένδειξη για τη μειωμένη αξιοπιστία της Ν.Δ. ως προνομιούχου εκφραστή των υψηλών παραδοσιακών αστικών στρωμάτων. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε και στις βουλευτικές εκλογές του 2000.
Επικράτηση για πρώτη φορά της ενοποιημένης Ευρω-Δεξιάς
ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ των ευρωεκλογών του 1999 ανέτρεψε τις έως τότε κομματικές ισορροπίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΕΣΚ), το οποίο από το 1979 αποτελούσε την ισχυρότερη ομάδα της Ευρωβουλής και στο οποίο επιπλέον ανήκαν την εποχή εκείνη οι 11 από τους 15 πρωθυπουργούς των κρατών-μελών της Ε.Ε., περιορίστηκε για πρώτη φορά στη δεύτερη θέση. Οι σοσιαλιστές συγκέντρωσαν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το 25% των ψήφων (26% το 1994), αλλά έχασαν 34 έδρες (από 214 περιορίστηκαν σε 180), λόγω της εκλογικής κατάρρευσης του Εργατικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας.
Η υποχώρηση του ΕΣΚ δεν αποτελούσε πάντως συγκυριακή εξέλιξη ως αποδοκιμασία των επιμέρους σοσιαλιστικών κυβερνήσεων σε μια ανέξοδη εκλογή «δεύτερης τάξης».
Δομικές διαδικασίες
Αντίθετα, αντανακλούσε δύο δομικές και μακρόσυρτες διαδικασίες, οι οποίες εξακολουθούν μέχρι σήμερα να επικαθορίζουν την πολιτική φυσιογνωμία της Ε.Ε.
● Η πρώτη αφορά την αύξουσα αποστασιοποίηση της παραδοσιακής εκλογικής βάσης των σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων από την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα εκλογικώς ισχυρά κόμματα της Μεγ. Βρετανίας και της Σουηδίας, οι ψηφοφόροι των οποίων στην πλειονότητά τους διατηρούν επιφυλακτική (έως αρνητική) στάση απέναντι στην Ε.Ε.
● Η δεύτερη διαδικασία αφορά την ανασύνταξη και την ενοποίηση της ευρωπαϊκής Δεξιάς, η οποία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 παρέμενε διασπασμένη, με ιστορικά και εθνικά κριτήρια, έχοντας βέβαια ως κύριο κορμό τη φιλοευρωπαϊκή χριστιανοδημοκρατία. Οι διαδικασίες για την ενοποίηση της ευρωπαϊκής Δεξιάς άρχισαν αμέσως μετά τις ευρωεκλογές του 1994 και κατέληξαν, λίγο καιρό πριν από τις ευρωεκλογές του 1999, στη διεύρυνση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), στο οποίο εντάχθηκαν οι (έως τότε συνεργαζόμενοι) Βρετανοί Συντηρητικοί, οι Γάλλοι ντεγκωλικοί και ιδιόμορφα κόμματα όπως η Forza Ιtalia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. ΕΛΚ: με 233 έδρες
Χάρη στη διεύρυνση αυτή, το ΕΛΚ αναδείχθηκε στην ισχυρότερη ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (συγκεντρώνοντας το 37,6% των ψήφων και 233 έδρες), με τίμημα την αυξανόμενη ανομοιογένεια, κυρίως σε ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής. Ταυτόχρονα απομακρύνθηκε ιδεολογικά από τις κοινωνικές αναφορές της παραδοσιακής χριστιανοδημοκρατίας, υιοθετώντας έναν αγοραίο νεοφιλελευθερισμό. Η σύνθεση και οι επιλογές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τα τελευταία χρόνια αντανακλούν την οπισθοδρόμηση που συνιστά η ιδεολογική μετάλλαξη της ευρωπαϊκής Δεξιάς και η επικράτησή της στα όργανα της Ε.Ε.
Το Χρηματιστήριο στην προεκλογική εκστρατεία
Προεξοφλώντας την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το Χρηματιστήριο Αθηνών παρουσίασε, από τις αρχές ήδη του 1999, μια σταθερή ανοδική τάση, η οποία το οδήγησε από τις 3.000 μονάδες στις αρχές Ιανουαρίου στις 3.300 στις αρχές Φεβρουαρίου, στις 3.600 στις αρχές Απριλίου, για να σπάσει, για πρώτη φορά, στις 7 Μαΐου το φράγμα των 4.000 μονάδων, επίπεδο στο οποίο παρέμεινε μέχρι τις ευρωεκλογές. Το ΠΑΣΟΚ εκμεταλλεύθηκε την εξέλιξη αυτή και τη συνακόλουθη είσοδο χιλιάδων νέων επενδυτών στο Χρηματιστήριο, με τηλεοπτικά σποτ και καταχωρήσεις σε εφημερίδες, όπως αυτή που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» την ημέρα των εκλογών. Η άνοδος του Χρηματιστηρίου θα προσλάβει το επόμενο τρίμηνο (έως τα μέσα Σεπτεμβρίου) εκρηκτικές διαστάσεις και το ζήτημα αυτό θα αποτελέσει στη συνέχεια, για πολλά χρόνια, αντικείμενο οξύτατης πολιτικής αντιπαράθεσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου