Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Περάσαμε και χειρότερα, όμως...

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010
«Το σύννεφο έφερε βροχή / κι έχουμε μείνει μοναχοί …» έλεγε το τραγούδι περασμένης δεκαετίας.
Καταιγίδες, κατά περιόδους ισχυρές, και ίσως με χαλάζι σε κάποιες περιοχές έχουμε πάντοτε στον τόπο μας. Φέτος εκτός από τις μετεωρολογικές μπόρες ενέσκυψαν και οι οικονομικές, για πρώτη φορά.. κατά το πρόσφατο παρελθόν. Ενδέχεται να είναι μια από τις ελάχιστες φορές που η κυριολεξία με τη μεταφορά έχουν βρεθεί τόσο κοντά, ώστε να δημιουργείται σύγχυση. Ποια από τις μπόρες είναι πιο επικίνδυνη; Η μετεωρολογική ή η οικονομική;
Πλάι στη χτυπημένη από το χαλάζι ροδακινιά στέκει ο απολυμένος, χτυπημένος κι αυτός, από την κρίση. Η ροδακινιά έχασε τους καρπούς, από τα έντονα καιρικά κι ο άνεργος τη δουλειά του, από τα έντονα οικονομικά φαινόμενα. Το κακό θα ήταν πολύ μεγαλύτερο, αν δεν υπήρχαν οι αποζημιώσεις για τις παραγωγές και το ταμείο ανεργίας για τους απολυμένους. Αλλά κι εδώ τίθενται προϋποθέσεις και υπάρχουν και τα χειρότερα.
Το χαλάζι να έχει πλήξει την ίδια τη ροδακινιά και να μην ξανακαρπίσει ποτέ και η ανεργία να αποδειχτεί χρόνια για τον απολυμένο, ιδιαίτερα άμα είναι μιας κάποιας ηλικίας. Αλήθεια πόσοι άνεργοι θα βρεθούν μέσα σε ένα τούνελ στην άλλη άκρη του οποίου υπάρχει η σύνταξη;
Μήπως όμως και με το ασφαλιστικό τα πράγματα είναι καλύτερα; Η προοπτική για το μέλλον, το αμυδρό φως δηλαδή που φαίνεται στην άκρη του τούνελ, είναι το ασφαλιστικά ταμείο που περιμένει με τη σύνταξη ή ένα καινούργιο ταμείο ανεργίας που έρχεται με νέο επίδομα; Τι να πιστέψει ο απολυμένος; Βγαίνοντας από το ταμείο ανεργίας θα βρεθεί σε μια θέση εργασίας με ένα καλύτερο ασφαλιστικό ταμείο ή θα δει όλα τα ταμεία να συγχωνεύονται σε ένα μεγάλο ταμείο ανεργίας;
«Το σύννεφο έφερε βροχή …» Θυμώνουμε και λυπούμαστε και θλιβόμαστε. Θυμόμαστε τα περασμένα και υποφέρουμε. Το χειρότερο όμως είναι ότι φαίνεται να «έχουμε μείνει μοναχοί…» που λέει και το τραγούδι. Όλο και περισσότεροι αναδρομάρηδες του Σεφέρη θυμούνται ότι: «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.»
Όταν ο άνθρωπος δεν μοιράζεται τον πόνο του παρόντος και αρχίζει να νοσταλγεί τα περασμένα με τη μνήμη να τον «πονεί», ίσως να αρχίζει να υποπτεύεται ότι όλοι και όλα γύρω του έχουν κακούς σκοπούς και να γίνεται μίζερος και καχύποπτος.
Βρέχει ο Θεός; Το κάνει για να γίνουμε μουσκίδι ή να μας χαλάσει το πρόγραμμα της ημέρας. Έχει ήλιο; Για να ψηθούμε ή να βράσουμε στο ζουμί, στον ιδρώτα μας δηλαδή. Δεν μας πλήρωσε έγκαιρα ο εργοδότης; Μας έχει βάλει στο μάτι. Αυξήθηκαν οι φόροι στα καύσιμα; Για να αναγκαστούμε να περπατάμε. Δεν έχει καύσιμα το βενζινάδικο; Για να μείνει ακίνητο το δικό μας αυτοκίνητο και να ψήνεται κάτω από τον ήλιο. Αλήθεια την ώρα που όλοι κλαιγόμαστε ότι δεν υπάρχει σάλιο για βενζίνη, εκεί που έφτασε η τιμή της, πώς εξαντλούνται τα αποθέματα των πρατηρίων μέσα σε λίγες ώρες, από την έναρξη τυχόν απεργίας των ιδιοκτητών των βυτιοφόρων; Όλα δείχνουν ότι το φαινόμενο αυτό επαναλαμβάνεται και τις τελευταίες ημέρες που οι επιστρατευμένοι ιδιοκτήτες των επιταγμένων φορτηγών προβαίνουν σε παύση εργασιών.
Γίναμε μίζεροι και ίσως κάποιοι να βλέπουμε παντού εφιάλτες. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι έχουμε αποκτήσει ορισμένα πράγματα που φοβόμαστε ότι θα τα χάσουμε με την κρίση, χωρίς να μπορέσουμε να τα ανακτήσουμε. Φτώχεια υπήρξε και σε άλλες εποχές, όπως κατά τη δεκαετία του΄60. Χειρότερη ίσως από τη σημερινή. Οι άνθρωποι όμως τότε μπορεί να ήταν φτωχοί αλλά ολιγαρκείς.
Τίποτε δεν είχαν να φοβηθούν οι φτωχοί της δεκαετίας του ’60. Το σπίτι και η περιουσία τους (αν υπήρχαν) δεν ήταν υποθηκευμένα έναντι δανείων, και το περιβάλλον (άψυχο και έμψυχο) δεν είχε μολυνθεί. Πόσοι νέοι αλήθεια δεν έκαναν τότε διακοπές σε ξενοδοχείο απείρων αστέρων επειδή δεν είχαν χρήματα για πεντάστερο και περίμεναν να δουν κάποιο πεφταστέρι για να ευχηθούν να τους φέρει ένα καλύτερο αύριο;
Πόσοι, από τους μεγαλύτερους σήμερα, δεν στηθήκαμε τα πρωινά τότε, με το αυτί κολλημένο στο ραδιόφωνο της ΕΙΡΤ (το ταυ αφορούσε ολίγους, αν όχι ολίγιστους), για να ακούσουμε τα σίριαλ της εποχής; «Μείνε μαζί μου αγαπημένη» και για ένα τεταρτάκι η ατμόσφαιρα γέμιζε ευαισθησία. «Ένα κορίτσι αλλιώτικο από τα άλλα» (Μαρίνα το έλεγαν θαρρώ) αρκούσε για να γοητεύσει με τη φωνή της τα πλήθη. Ο Λαμπίρης στο «Σπίτι των ανέμων» ανέβαζε την αγωνία στο κόκκινο.
Άλλο οι φτωχοί βέβαια κι άλλο οι νεόπτωχοι, που φαίνεται ότι έχουν πολλά να φοβηθούν. Άλλο το «σπίτι των ανέμων» κι άλλο το σπίτι που κινδυνεύει να σκορπιστεί στους πέντε ανέμους από τα δάνεια. Πού να βρεθεί το πεφταστέρι έτσι που θολώνει ο ουρανός με τα καυσαέρια και πώς να κοιμηθεί κανείς σε ξενοδοχείο αστέρων, όταν ελλοχεύει η (μικρο-)εγκληματικότητα και οι τηλεοράσεις από το πρωί μέχρι το βράδυ προβάλλουν την ανθρώπινη δυστυχία;
Προβλήματα υπάρχουν ασφαλώς σήμερα όπως υπήρχαν και τότε. Πολλά είναι αυτά άλλωστε που μπορούν να βλάψουν τον άνθρωπο σε κάθε εποχή. Τίποτε όμως δεν μπορεί να μας βλάψει περισσότερο από την αποδοχή της μιζέριας και την υποψία κακών σκοπών για τους πάντες και τα πάντα.
Γύρω στα πενήντα χρόνια μας χωρίζουν από τη δεκαετία του ’60. Πολλά έχουν αλλάξει γύρω μας. Πιθανώς το σύγχρονο lifestyle να έβαλε στο περιθώριο τη λεβεντιά της δεκαετίας του ’60 που έδινε δύναμη στους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες, τραγουδώντας: «Τι έχει ο φτωχός να φοβηθεί;»

Δεν υπάρχουν σχόλια: