Παρασκευή, 3 Σεπτεμβρίου 2010
Φαίνεται ότι υπάρχουν πολλά που καθυστερούν το χάραμα στον χώρο της εκπαίδευσης. Η ορκωμοσία πτυχιούχων προσφέρει... γοητεία στην κοινωνία κάθε επαρχιακής πόλης που δεν είχε ποτέ τίτλους ευγενείας και Libro D’ Oro. Κατάφερε όμως τις τελευταίες δεκαετίες να αποκτήσει μια «βίβλο» πτυχιούχων και πολλοί, από αυτούς, ας είναι γραμμένοι και στα κιτάπια των ταμείων ανεργίας.
Αν επιχειρήσουμε μια σύγκριση αντίστοιχων σχολών, εδώ και στο εξωτερικό, μάλλον θα αφορά ανόμοια πράγματα. Εκεί το πτυχίο ανταποκρίνεται στην αγορά εργασίας ενώ στον τόπο μας πολλές φορές, αν όχι τις περισσότερες, εξασφαλίζει έσοδα σε ιδιοκτήτες διαμερισμάτων, εστιάτορες κλπ των τοπικών κοινωνιών και ανεργία στους κατόχους του, αν και όταν το αποκτήσουν. Οι γονείς φυσικά πληρώνουν τα μαλλιοκέφαλά τους 4 και 5 και 6 και… χρόνια ενώ γνωρίζουν ότι από την επόμενη μέρα αρχίζει το «γαϊτανάκι της ανεργίας» για τους περισσότερους νέους. Δεν είναι βέβαια όλες οι σχολές «στείρες» επαγγελματικά ούτε όλοι οι νέοι αποφοιτούν αμόρφωτοι. Είναι όμως αρκετοί, αν όχι πολλοί, που δεν τελειώνουν ποτέ ενώ άλλοι παίρνουν το χαρτί, όταν είναι υποψήφιοι για μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τα παιδιά τους. Οι παππούδες αναλαμβάνουν να θρέψουν, ως φοιτητές ή σπουδαστές, και τα εγγόνια. Η κοινωνία μας συνήθως θεωρεί ανοιχτομάτηδες τους κατόχους πτυχίων, αδιαφορώντας για την προκοπή που, στις προηγμένες οικονομικά χώρες εγγυάται μια καλά οργανωμένη τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Στον τόπο μας φαίνεται ότι τη χάσαμε από τότε που ο Ευάγγελος Παπανούτσος με τον Λουκή Ακρίτα μίλησαν για «τεχνική παιδεία».
Το 0,9 της εισαγωγής σε ΤΕΙ υπήρξε αφορμή για πολλές και διαφορετικές κρίσεις και εκτιμήσεις «γενικής παιδείας», από τις οποίες μάλλον δεν έλλειψε ο κοινός παρονομαστής, γνωστός από το παρελθόν. Βάση εισαγωγής ή όχι; Τη δεκαετία του ’80, ο αείμνηστος Αντώνης Τρίτσης τρόμαξε να βάλει κάποια κριτήρια για να μην μπαίνει κάποιος στο πανεπιστήμιο, δίνοντας τέσσερα αλλά περνώντας μόνον ένα μάθημα κάθε χρόνο. Τέσσερα χρόνια να μπει κάποιος κι άλλα τόσα και βάλε για να βγει, ίσως να μην άντεχαν και να τελείωναν οι συνταξιούχοι γονείς. Υποθέτουμε ότι αυτά πρέπει να τα γνωρίζει καλά η τρόικα. Φαίνεται λοιπόν ότι ένας από τους λόγους που καταφέραμε να περάσουμε, από τα «τιμημένα γηρατειά» της δεκαετίας του ‘80 στα «εργαζόμενα γηρατειά» του παρόντος και του μέλλοντος είναι ότι οι ενδιάμεσες γενιές μεταξύ 114 και «Δ.Ν.Τ.» εννόησαν ως ελευθερία να τρών το ψωμί των άλλων, αρχίζοντας από τον πατέρα και τη μητέρα και καταλήγοντας στο κράτος και την ουσιαστική παιδεία ως παιδεμό. Έτσι το σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» που επινόησε η γενιά του 114 έγινε διαχρονικό. Ακούστηκε κατά τη δεκαετία του ΄80 για να μην περάσει ο νόμος πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και του ΄90 μαζί με το «κάτσε καλά Γεράσιμε». Ο πεισματάρης Κεφαλλονίτης δεν υπάκουσε στο λαϊκίστικο αίτημα να μειωθούν τα μαθήματα και να καταργηθούν οι περιορισμοί για την εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ και «έφαγε το κεφάλι του», παραχωρώντας τη θέση του στον επόμενο που κατάφερε να κρατήσει το δικό του «υπουργικό κεφάλι», κατεβάζοντας τους «ώμους της αριστείας και της ποιότητας της εκπαίδευσης.» Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά. Το έργο αυτό παραμένει πάντοτε στα «προσεχώς» των τελευταίων δεκαετιών.
Τον πήχυ πήγε να σηκώσει, προ πενταετίας, η κ. Μαριέττα Γιαννάκου, επιχειρώντας «άλμα εις ύψος», με τη θεσμοθέτηση της βάσης του «10», ύστερα από συγκρίσεις με τα συστήματα κάποιων προηγμένων χωρών του κόσμου. Μόνο που το «άλμα εις ύψος» σε μια κοινωνία που έχει εθιστεί «στα άλματα εις βάθος» προκαλεί σοβαρές αντιδράσεις. Η υπουργός παιδείας πήγε στο σπίτι της, για μια ακόμη φορά, αλλά άφησε πίσω της τη βάση του «10» λόγω της οποίας κάποιοι δεν μπορούσαν να μπουν με μονοψήφιο βαθμό στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Κατά τα άλλα η απαξίωση του Λυκείου δεν ανακόπηκε. Και φυσικά η βάση του «10» καταργήθηκε! Τις πταίει; Δύσκολη η απάντηση. Ευκολότερο φαίνεται το αντίστροφο ερώτημα. Τις δεν πταίει; Το ίδιο το 0,9 και ο υποψήφιος που κατάφερε να «μπει» στο ΤΕΙ. Θα καταφέρει όμως να «μπει» και σε κάποια θεσούλα και να εργαστεί; Εξαρτάται από το κλίμα κάθε εποχής. Κατά το παρελθόν για όσους δεν διέθεταν τα πραγματικά προσόντα και έδιναν λευκή κόλλα ή αντέγραφαν, βαθμολογούμενοι με τη μονάδα, ήταν θέμα «μπάρμπα.»
Η προσφορά και η ζήτηση ρυθμίζουν όχι μόνον την οικονομία αλλά και την κοινωνία. Στην εκπαίδευση παράγουμε περισσότερα πτυχία από αυτά που μπορούμε να «καταναλώσουμε», ως χώρα, ενώ πιθανώς να λείπουν κάποια άλλα που χρειαζόμαστε όπως για παράδειγμα οι τεχνικές σχολές στις οποίες θα μπορούν να εγγράφονται οι νέοι, χωρίς να έχουν ανάγκη το 0,9, και την παραφιλολογία για προαπαιτούμενες γνώσεις κλπ.
Αν συνεχίσουμε έτσι πάντως του χρόνου η βάση μπορεί να κινηθεί στο μηδέν και οι αριθμοί να εξακολουθήσουν να επιδεικνύουν κακούς σκοπούς, όπως συμβαίνει τελευταία στον τόπο μας. Στο τιμόνι της παιδείας βρίσκεται η σημερινή υπουργός. Δήλωσε ότι δεν σκοπεύει να μείνει ήσυχη με τα κακώς κείμενα και προτίθεται να τα αλλάξει. Ίδωμεν. Ο επόμενος Αύγουστος δεν θα αργήσει…
Αν επιχειρήσουμε μια σύγκριση αντίστοιχων σχολών, εδώ και στο εξωτερικό, μάλλον θα αφορά ανόμοια πράγματα. Εκεί το πτυχίο ανταποκρίνεται στην αγορά εργασίας ενώ στον τόπο μας πολλές φορές, αν όχι τις περισσότερες, εξασφαλίζει έσοδα σε ιδιοκτήτες διαμερισμάτων, εστιάτορες κλπ των τοπικών κοινωνιών και ανεργία στους κατόχους του, αν και όταν το αποκτήσουν. Οι γονείς φυσικά πληρώνουν τα μαλλιοκέφαλά τους 4 και 5 και 6 και… χρόνια ενώ γνωρίζουν ότι από την επόμενη μέρα αρχίζει το «γαϊτανάκι της ανεργίας» για τους περισσότερους νέους. Δεν είναι βέβαια όλες οι σχολές «στείρες» επαγγελματικά ούτε όλοι οι νέοι αποφοιτούν αμόρφωτοι. Είναι όμως αρκετοί, αν όχι πολλοί, που δεν τελειώνουν ποτέ ενώ άλλοι παίρνουν το χαρτί, όταν είναι υποψήφιοι για μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τα παιδιά τους. Οι παππούδες αναλαμβάνουν να θρέψουν, ως φοιτητές ή σπουδαστές, και τα εγγόνια. Η κοινωνία μας συνήθως θεωρεί ανοιχτομάτηδες τους κατόχους πτυχίων, αδιαφορώντας για την προκοπή που, στις προηγμένες οικονομικά χώρες εγγυάται μια καλά οργανωμένη τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Στον τόπο μας φαίνεται ότι τη χάσαμε από τότε που ο Ευάγγελος Παπανούτσος με τον Λουκή Ακρίτα μίλησαν για «τεχνική παιδεία».
Το 0,9 της εισαγωγής σε ΤΕΙ υπήρξε αφορμή για πολλές και διαφορετικές κρίσεις και εκτιμήσεις «γενικής παιδείας», από τις οποίες μάλλον δεν έλλειψε ο κοινός παρονομαστής, γνωστός από το παρελθόν. Βάση εισαγωγής ή όχι; Τη δεκαετία του ’80, ο αείμνηστος Αντώνης Τρίτσης τρόμαξε να βάλει κάποια κριτήρια για να μην μπαίνει κάποιος στο πανεπιστήμιο, δίνοντας τέσσερα αλλά περνώντας μόνον ένα μάθημα κάθε χρόνο. Τέσσερα χρόνια να μπει κάποιος κι άλλα τόσα και βάλε για να βγει, ίσως να μην άντεχαν και να τελείωναν οι συνταξιούχοι γονείς. Υποθέτουμε ότι αυτά πρέπει να τα γνωρίζει καλά η τρόικα. Φαίνεται λοιπόν ότι ένας από τους λόγους που καταφέραμε να περάσουμε, από τα «τιμημένα γηρατειά» της δεκαετίας του ‘80 στα «εργαζόμενα γηρατειά» του παρόντος και του μέλλοντος είναι ότι οι ενδιάμεσες γενιές μεταξύ 114 και «Δ.Ν.Τ.» εννόησαν ως ελευθερία να τρών το ψωμί των άλλων, αρχίζοντας από τον πατέρα και τη μητέρα και καταλήγοντας στο κράτος και την ουσιαστική παιδεία ως παιδεμό. Έτσι το σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» που επινόησε η γενιά του 114 έγινε διαχρονικό. Ακούστηκε κατά τη δεκαετία του ΄80 για να μην περάσει ο νόμος πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και του ΄90 μαζί με το «κάτσε καλά Γεράσιμε». Ο πεισματάρης Κεφαλλονίτης δεν υπάκουσε στο λαϊκίστικο αίτημα να μειωθούν τα μαθήματα και να καταργηθούν οι περιορισμοί για την εισαγωγή στα ΑΕΙ και ΤΕΙ και «έφαγε το κεφάλι του», παραχωρώντας τη θέση του στον επόμενο που κατάφερε να κρατήσει το δικό του «υπουργικό κεφάλι», κατεβάζοντας τους «ώμους της αριστείας και της ποιότητας της εκπαίδευσης.» Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά. Το έργο αυτό παραμένει πάντοτε στα «προσεχώς» των τελευταίων δεκαετιών.
Τον πήχυ πήγε να σηκώσει, προ πενταετίας, η κ. Μαριέττα Γιαννάκου, επιχειρώντας «άλμα εις ύψος», με τη θεσμοθέτηση της βάσης του «10», ύστερα από συγκρίσεις με τα συστήματα κάποιων προηγμένων χωρών του κόσμου. Μόνο που το «άλμα εις ύψος» σε μια κοινωνία που έχει εθιστεί «στα άλματα εις βάθος» προκαλεί σοβαρές αντιδράσεις. Η υπουργός παιδείας πήγε στο σπίτι της, για μια ακόμη φορά, αλλά άφησε πίσω της τη βάση του «10» λόγω της οποίας κάποιοι δεν μπορούσαν να μπουν με μονοψήφιο βαθμό στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Κατά τα άλλα η απαξίωση του Λυκείου δεν ανακόπηκε. Και φυσικά η βάση του «10» καταργήθηκε! Τις πταίει; Δύσκολη η απάντηση. Ευκολότερο φαίνεται το αντίστροφο ερώτημα. Τις δεν πταίει; Το ίδιο το 0,9 και ο υποψήφιος που κατάφερε να «μπει» στο ΤΕΙ. Θα καταφέρει όμως να «μπει» και σε κάποια θεσούλα και να εργαστεί; Εξαρτάται από το κλίμα κάθε εποχής. Κατά το παρελθόν για όσους δεν διέθεταν τα πραγματικά προσόντα και έδιναν λευκή κόλλα ή αντέγραφαν, βαθμολογούμενοι με τη μονάδα, ήταν θέμα «μπάρμπα.»
Η προσφορά και η ζήτηση ρυθμίζουν όχι μόνον την οικονομία αλλά και την κοινωνία. Στην εκπαίδευση παράγουμε περισσότερα πτυχία από αυτά που μπορούμε να «καταναλώσουμε», ως χώρα, ενώ πιθανώς να λείπουν κάποια άλλα που χρειαζόμαστε όπως για παράδειγμα οι τεχνικές σχολές στις οποίες θα μπορούν να εγγράφονται οι νέοι, χωρίς να έχουν ανάγκη το 0,9, και την παραφιλολογία για προαπαιτούμενες γνώσεις κλπ.
Αν συνεχίσουμε έτσι πάντως του χρόνου η βάση μπορεί να κινηθεί στο μηδέν και οι αριθμοί να εξακολουθήσουν να επιδεικνύουν κακούς σκοπούς, όπως συμβαίνει τελευταία στον τόπο μας. Στο τιμόνι της παιδείας βρίσκεται η σημερινή υπουργός. Δήλωσε ότι δεν σκοπεύει να μείνει ήσυχη με τα κακώς κείμενα και προτίθεται να τα αλλάξει. Ίδωμεν. Ο επόμενος Αύγουστος δεν θα αργήσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου