Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

- ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙΝΑ ΨΗΦΙΣΕΙΣ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ - 1974 - 2014 -οι κυβερνήσεις, η πορεία του Σοσιαλισμού και της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη, την Ελλάδα, ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ στο παρελθόν και ο μελλοντικός ρόλος του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΩΝ (ΆΡΘΡΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΑΙΤΖΗ)

Μετά τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη των νεοφιλελεύθερων καπιταλιστών, με αποκορύφωμα τον εγκλωβισμό της Ελλάδος και άλλων Ευρωπαικών χωρών, είναι ανάγκη να δεί κανείς πιό βαθειά,να αναζητήσει τις αιτίες και τις τυχόν εναλλακτικές λύσεις βελτίωσης είτε του καπιταλισμού, ή να αναζητήσει άλλες διεξόδους.........
- Είναι ιστορικά βέβαιο πιά, ότι μετά την κατάρρευση του ανύπαρκτου "υπαρκτού" σοσιαλισμού της ΕΣΣΔ και των καθεστώτων των χωρών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1989, οι πάσης φύσεως ιδεολογικοί ινστρούχτορες του καπιταλισμού και, ειδικά οι πιο σκληροί νεοφιλελεύθεροι ,άδραξαν την ...ευκαιρία, και απαξίωσαν  στην πράξη κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης μίας σύγχρονης πολιτικής σκέψης με τον σοσιαλισμό σε πρώτο πλάνο.
- Για λίγα χρόνια, με την γιγάντωση κοινωνικών κινημάτων , αλλά μετά τις κατακτήσεις των κοινωνικών κινημάτων, η αριστερή και η μαρξιστική σκέψη άρχισε να κερδίζει λίγο απο το χαμένο έδαφος και να προβάλλει αξιώσεις εγκυρότητας και εναλλακτικής πρότασης.
- Ομως ο καπιταλισμός είχε το αντίδοτο, αφού εφευρέθηκε ένα νέο «μότο»: δεν έχετε εναλλακτικό πρόγραμμα! Δηλαδή, έλεγε σε όλους αυτούς που διατείνονταν υπέρ του σοσιαλισμού και κατά του καπιταλιστικού συστήματος ότι αποτύχατε, δέν έχετε την εναλλακτική πειστική πρόταση...
- Το "δεν έχετε εναλλακτικό πρόγραμμα"! δέν ήταν κάποια καινούργια ιδέα που διατυπώθηκε για πρώτη φορά.Το  ίδιο επιχείρημα το είχαμε ξανακούσει, αλλά απο άλλα στόματα, αυτά των Μαρξιστών που κατηγορούσαν τους πάσης φύσεως μη Μαρξιστές αντιπάλους τους ότι, είτε δεν ήθελαν να αλλάξουν τίποτα ως γνήσιοι συντηρητικοί, είτε ότι οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που πρότειναν ήταν επιφανειακές και δεν επέφεραν ουσιαστικές αλλαγές ή ανατροπές του συστήματος. Ταίριαζε γάντι με την γνωστή ατάκα του Κάρολου Μαρξ: «Οι φιλόσοφοι έχουν ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το θέμα όμως είναι να τον αλλάξουν».
 - Αλλά και άν οι μαρξιστές ή σοσιαλιστές ή αριστερίζοντες (όπως θέλετε τους ονομάζετε), είχαν θέσεις (τουλάχιστον ιδεολογικές) για τα τρωτά στρεβλά του καπιταλισμού, εκείνος (ο καπιταλισμός)  επικράτησε και κατά την απλουστευμένη λογική των απανταχού νεοφιλελευθέρων κυριάρχησε.
- Ελα όμως που η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος προβλέφθηκε στις αναλύσεις του καπιταλισμού από τον Μαρξ. Πολλοί  δέ, σύμφωνα με την σημερινή κρίση, λένε  πως η πρόβλεψη του Μάρξ αποδείχθηκε σωστή.
- ΕΛΕΓΕ  ο Μαρξ ότι "η  ελεύθερη αγορά λειτουργεί σαν ένα αλλότριο σύστημα με δική του ζωή. Είναι ένας μη ελέγξιμος και εκ φύσεως ασταθής μηχανισμός. Οδηγεί περιοδικά σε κρίσεις, κατά τις οποίες ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων χάνει τη δουλειά του και χρήσιμα μέσα παραγωγής καταστρέφονται.
- Η κρίση  που βιώνουν οι λαοί στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, είναι κρίση του καπιταλισμου , και είναι αποδειξη ότι  το καπιταλιστικό σύστημα δεν είναι ικανό να ρυθμίσει τις παραγωγικές δυνάμεις που μόνο του δημιούργησε. Κατά τη γλαφυρή εικόνα του Μαρξ, είναι «σαν το μάγο που δεν μπορεί πια να ελέγξει τις δυνάμεις του κάτω κόσμου, που μόνος του κάλεσε με τα ξόρκια του»[3]. Περιοδικά, οι δυνάμεις παραγωγής αναπτύσσονται τόσο πολύ, ώστε να έρχονται σε σύγκρουση με τις ήδη υπάρχουσες καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις.γι αυτό το αποτέλεσμα είναι είναι  κρίση του καπιταλισμού.
- Να μήν αυταπατώνται οι λαοί για το μέλλον τους, θα είναι οδυνηρό, γιατί  η ελεύθερη αγορά δεν είναι ο αγαθός αυτορρυθμιζόμενος μηχανισμός που οι φανατικοί της υποστηρικτές ισχυρίζονταν πως ήταν. Δεν εξυπηρετεί πάντα το κοινό καλό, ούτε οδηγεί νομοτελειακά στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.
Τουναντίον η κρίση που διέρχεται ο καπιταλισμός απο το 2007 και εντεύθεν είναι εμφανής, ίσως η μεγαλύτερη που γνωρίσαμε απο το 1930 και μετά,αφού ζήσαμε κατάρρευση τραπεζικών συστημάτων,κατακόρυφη πτώση όλων των χρηματιστηρίων ανα τον κόσμο,βαθεία ύφεση, που αγγίζει και τις πραγματικές οικονομίες πολλών κρατών.Βέβαια οι απανταχού οικονομολόγοι του θεωρητικοί του φιλελευθερισμού και του καπιταλισμού δέν μπόρεσαν να προβλέψουν την επερχόμενοι κρίση, πλήν ολίγων.
- Η κρίση και η ύφεση είναι βαθειά, πώς ξεπερνιέται;Σύμφωνα με αυτά που ζούμε, βλέπουμε την αστική τάξη να  προσπαθεί  να ξεπεράσει την κρίση με μαζική καταστροφή μέσων παραγωγης, με άγρια εκμετάλλευση των υπαρχουσών αγορών, αλλά και την κατάκτηση νέων αγορών.
- Ομως ιστορικά έχει αποδιεχθεί ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι ασταθές, έχει περάσει πολλές κρίσεις,στις οποίες βλέπει κανείς την ύφεση να κυριαρχεί, όχι μόνο γιατί τα διευθυντήρια του καπιταλισμού δέν οδηγούν σωστά το τραίνο,αλλά γιατί το "τραίνο' του καπιταλισμού έχει τα δικά του αρνητικά χαρακτηριστικά και εγγενής αδυναμίες που μοιραί α οδηγούν στην κρίση και κατά τον Μάρξ στην κατάρευση.Ο Μάρξ πίστευε ότι το καπιταλιστικό σύστημα θα καταρεύσει και θα παραχωρήσει τη θέση του στον σοσιαλισμό.
- Είναι η κρίση που βιώνουμε κρίση του καπιταλισμού;Είναι περίοδος που ζούμε η απαρχή ενός νέου ξεκινήματος και μακροπρόθεσμα της εμφάνισης του "σοσιαλιστικού" μοντέλου; που θα φέρει στην επιφάνεια σκέψεις ξεπεράσματος της κρίσης με μία άλλη οικονομική θεωρία που θα επικρατήσει και θα εφαρμοστεί στον κόσμο;
 - Αναμφίβολα αυτή η κρίση είναι πολύ σοβαρή,το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα βρέθηκε μπρός στον κίνδυνο της κατάρρευσης,οι λαοί υποφέρουν και ζούν την μεγαλύτερη ύφεση των τελευταίων δεκαετιών. Αποτελεί όμως αυτή η κρίση, δυναμική που θα έδινε την ώθηση στους λαούς να στραφούν προς τον "σοσιαλισμό" και κάτω απο ποιά καθοδήγηση και με ποιά πειστήρια;Αρκεί μόνον η θεωρητική και η μηδενιστική κατακεράυνωση οτυ καπιταλιστικού συστήματος;
- Κατά την ταπεινή μου γνώμη όχι.Γιατί  εκτός απο την οικονομική πραγματικότητα και την κρίση που βιώνουν οι λαοί,απαιτείται και θετική πρωτοβουλία και πολιτική επικράτηση δυνάμεων που θα οργανώσουν έτσι τις κοινωνίες, οι οποίες θα μπούν στην πρώτη γραμμή.Δέν είναι η κατάρευση του καπιταλισμού μία οικονομική μόνο διαδικασία, αλλά πρωτίστως είναι πολιτική, που θα βάλει ώς στόχο, όχι μόνο την πτώση του καταρέοντος καπιταλιστικού συστήματος, αλλά την αντικατάστασή του με το εναλλακτικό μοντέλο του "σοσιαλισμού".Εγχείρημα δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο, για την αλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος.Γιατί δέν φτάνει μόνο ο αρνητισμός και η καταγραφή των λόγων της κρίσης,ο εντοπισμός των αδυναμιών και αδιεξόδων του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά χρειάζεται και θετική ενέργεια για τη δημιουργία μιάς νέας εναλλακτικής κατάστασης, μιάς νέας τάξης πραγμάτων.
- Βέβαια για να πετύχεις στον σύγχρονο και παραπαίοντα καπιταλισμό τέτοιου είδους αλλαγές, χρειάζεται να υπάρχουν οι πολιτικές δυνάμεις που θα δημιουργήσουν το καινούργιο. Παρά το τεράστιο και διαρκώς αυξανόμενο άνοιγμα της ψαλίδας της ανισότητας και την ευρέως διασπαρμένη φτώχεια και μιζέρια, τέτοιες δυνάμεις δε φαίνεται να υπάρχουν. Αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι, δεν υπάρχουν αποτελεσματικές και πειστικές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις. Ο Μαρξ πίστευε πως αυτές οι δυνάμεις θα γεννιόντουσαν μέσα από τον ίδιο τον καπιταλισμό.
- Δέν ξέρω όμως, δέν είμαι και πολύ σίγουρος ότι οι συνθήκες είναι τέτοιες που βραχυπρόθεσμα μπορεί να διαφανεί κάτι τέτοιο, πρώτον γιατί δέν πείθομαι ότι οι λαικές δυνάμεις που θα οδηγούσαν στην επίτευξη τέτοιου φιλόδοξου στόχου, είναι ώριμες και συντεταγμένες..
Τρανή απόδειξη τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες του Νότου.
Σοσιαλιστές και νεοφιλελεύθεροι σε αγαστή συνεργασία, εφαρμόζουν πολιτικές  (όχι μόνο στην δημοσιονομική ισοροπία) που καταδείκνύουν το σκληρό πρόσωπο του καπιταλισμού.Η ανάγκη επιβίωσης των λαών, το κλίμα εκβιασμού, δημιουργεί απαθείς αποδέκτες της αναγκαιότητας εφαρμογής σκληρών και αντιλαικών μέτρων, που σε άλλες συνθήκες θα είχε ξεσηκωθεί και θα δημιουργούσε εκείνο το κοινωνικό δεδομένο, που θα φούσκωνε το ποτάμι της "οργής" και θα ήταν η απαρχή δημιουργίας τέτοιας κοινωνικής δυναμικής, με ορίζοντα και σκέψη διαφορετικών πολιτικών, με σκέψη στο "σοσιαλισμό"
- Ομως σήμερα παρά του ότι ο Βασιλιάς"καπιταλισμός" "είναι γυμνός... βρίσκεται σε "λήθαργο" και ο Σοσιαλισμός....
- Στην πατρίδα μας το 1974 ήλθε η μεταπολίτευση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να αναριχάται στην εξουσία.Το πώς έγινε πρωθυπουργός και ο ρόλος της ΣΙΑ (διαβάστε εδώ!!Πώς η CIA έκανε πρωθυπουργό τον Καραμανλή) Η διεθνείς συγκυρίες, ο ρόλος των Αμερικανών σε αυτή την  μετάβαση στην μεταπολίτευση ήταν καθοριστικός (δείτε Πώς έβλεπαν οι ΗΠΑ Καραμανλή και Παπανδρέου λίγους μήνες μετά την μεταπολίτευση (αποκαλύψεις του Wikileaks).Ταυτόχρονα ο Ανδρέας Παπανδρέου ιδρύει το ΠΑΣΟΚ. 
 
- Στις 18 Οκτωβρίου του 1981 το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές με ποσοστά 48%,ανεβαίνει στην εξουσία και προβαίνει σε αλλαγές πρωτοφανούς μεγέθους για μία χώρα σάν την Ελλάδα:
Όταν, λοιπόν ήρθε στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου –το πιο προσωποπαγές κόμμα της σύγχρονης ελληνικής, αν όχι ευρωπαϊκής, ιστορίας- η δύναμή του ήταν ήδη και αδυναμία του.Η κοινωνική του απήχηση, το ριζοσπαστικό του πρόγραμμα, οι προσδοκίες που είχε γεννήσει η πορεία του προς την εκλογική νίκη, ο αέρας του νέου, του διαφορετικού και του ζωογόνου που έφερνε η δημοκρατική ανατροπή της σχεδόν μονοπωλιακά νεμόμενης την εξουσία Δεξιάς στην Ελλάδα, του έδιναν στήριγμα, ορμή και περιθώρια δράσης. Τα ίδια στοιχεία ωστόσο, όλος αυτός ο ιδεολογικός και προγραμματικός μαξιμαλισμός, ήταν μοιραίο ότι θα συγκρουόταν –ή θα αμβλυνόταν- στη δοκιμασία της εξουσίας. Το δίλημμα αυτό, δίλημμα πολιτικής αλλά και ηθικής τάξης, ήταν το πρώτο που κλήθηκε να διαχειριστεί η νέα κυβέρνηση. Και το έκανε με τρόπο άνισο, αλλά στην αρχή τουλάχιστον, αρκετά σαφή.
1981-1985: Οι βάσεις της ισότητας
Το βασικό χαρακτηριστικό των πρώτων χρόνων διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ ήταν η στενή σχέση προγραμματικών διακηρύξεων και πολιτικής πράξης. Το υπερφορτωμένο και, για τα ελληνικά τουλάχιστον δεδομένα, έντονα ριζοσπαστικό «πρόγραμμα εξουσίας» αντανακλάται αρκετά πιστά τόσο στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης (που έλαβαν χώρα στις 22 Νοεμβρίου του 1981, λόγω εντατικής διαβούλευσης μεταξύ των διαφόρων κυβερνητικών οργάνων) όσο και, από την αρχή του 1982, στα θεσμικά μέτρα που προτείνονται και υιοθετούνται.

Οι τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής άμυνας (της οποίας μάλιστα, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, προΐσταται ο ίδιος ο Πρωθυπουργός) διατηρούν και σε κυβερνητικό επίπεδο την πρωτοκαθεδρία που είχαν εντός της Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη –με την «Εθνική Ανεξαρτησία» να παραμένει ο πρωταρχικός στόχος του ΠΑΣΟΚ. Πρακτική συνέπεια αυτού ήταν ότι τα ταξίδια του Πρωθυπουργού στο εξωτερικό –38 μόνο κατά την πρώτη διετία (Κακλαμανάκη, 2000)- και οι κινήσεις «μεγάλης πολιτικής» (αποδοχή πρότασης Μπρέζνιεφ για πάγωμα πυρηνικών εξοπλισμών στην Ευρώπη, αναγνώριση Αραφάτ και Παλαιστινιακής Αρχής, «μορατόριουμ» με Τουρκία, συνομιλίες με ΗΠΑ για τις βάσεις, πρώτη επίσκεψη Έλληνα Πρωθυπουργού στην Κύπρο–την 1η Μαρτίου 1982, «Κίνηση των Έξι για την Ειρήνη» -στις 22 Μαΐου 1984-, επισκέψεις με «μήνυμα» σε Λιβύη του Καντάφι και Πολωνία του Γιαρουζέλσκι, επιτυχής μάχη για τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα -το Μάρτιο του 1985) απορρόφησαν μεγάλο μέρος της κυβερνητικής δραστηριότητας της πρώτης τετραετίας. Ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις, πάντως, ο νέος Πρωθυπουργός είχε φροντίσει να λειάνει τα πιο συγκρουσιακά στοιχεία των εξωτερικών προσανατολισμών του προ της εξουσίας ΠΑΣΟΚ: το «όχι στο ΝΑΤΟ» γίνεται «διαδικασία αποδέσμευσης από τη συμφωνία Ρότζερς», το «έξω οι βάσεις» αποκωδικοποιείται ως «θα θέσουμε ένα χρονοδιάγραμμα απομάκρυνσης των βάσεων», ενώ για ενδεχόμενη «αποχώρηση» από την ΕΟΚ λέγεται ότι πρώτα θα «επιδιωχθεί» (λέξη κλειδί, που εμπεριέχει την πιθανότητα μη ευόδωσης) «δημοψήφισμα σύμφωνα με τις συνταγματικές διαδικασίες».

Αντίθετα, στο μέτωπο της εσωτερικής πολιτικής υπάρχει σχεδόν πλήρης ταύτιση ανάμεσα στο προεκλογικό πρόγραμμα, τις άμεσες πολιτικές δεσμεύσεις του Πρωθυπουργού και τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης. Μόνο η αναγωγή της Βουλής σε «βάθρο της δημοκρατίας» (τα άλλα δύο βάθρα, η αυτοδιοίκηση και ο συνδικαλισμός, θα τύχουν μεγαλύτερης προσοχής), η «αντικειμενική πληροφόρηση από τα μαζικά μέσα» και η «αξιοκρατία στο Δημόσιο» μπορούν να θεωρηθούν ότι έμειναν γράμμα κενό. Όλο το λοιπό θεσμικό οπλοστάσιο της «αλλαγής» όχι μόνο επαναλήφθηκε κι επιβεβαιώθηκε στις προγραμματικές δηλώσεις αλλά κι άρχισε να υλοποιείται σχεδόν αμέσως: αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, κατάργηση των φακέλων, επιστροφή προσφύγων, χρηματοδότηση των κομμάτων, κατάργηση του σταυρού προτίμησης, καθιέρωση της ψήφου στα 18, παύση των διακρίσεων με βάση τις πολιτικές πεποιθήσεις, αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου, καθιέρωση της ισότητας των δύο φύλων, συμφιλίωση των σωμάτων ασφαλείας με το λαό, συγκρότηση οργάνων δημοκρατικού προγραμματισμού στους Δήμους και στις κοινότητες, κατάργηση αντιδημοκρατικών νόμων στο συνδικαλισμό και διευκόλυνση της συνδικαλιστικής δράσης, εισαγωγή νέου θεσμικού πλαισίου στο χωροταξικό σχεδιασμό, λήψη μέτρων για τη μείωση της ρύπανσης, αλλαγή στις πανελλήνιες εξετάσεις, νόμος-πλαίσιο για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, δημιουργία εθνικού φορέα υγείας, σύσταση Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, σταδιακή αύξηση των συντάξεων, επέκταση της πενθήμερης εργασίας, ετήσια άδεια τεσσάρων εβδομάδων, κίνητρα για τον επαναπατρισμό των μεταναστών, βελτίωση της θέσης των γυναικών, μείωση της στρατιωτικής θητείας, ίδρυση Υπουργείου Νέας Γενιάς, προώθηση του πολιτισμού σε «κάθε γωνιά» της ελληνικής υπαίθρου. Όλα αυτά δεν προαναγγέλθηκαν απλώς, αλλά έγιναν –σε βαθμό μάλιστα που, σήμερα, στην πλειοψηφία τους να θεωρούνται δεδομένα.

Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε, συνεπώς, με μια θεμελιώδη επιλογή: να τιμήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το «συμβόλαιο» με βάση το οποίο εξελέγη. Η επιλογή αυτή δεν ήταν αυτονόητη –η τήρηση των προεκλογικών προγραμμάτων δεν είχε την ίδια τύχη στην προηγούμενη και στην αμέσως επόμενη φάση της ελληνικής πολιτικής ζωής- ούτε αδιαμφισβήτητη: το μεγαλύτερο εμπόδιο της ήταν η ίδια η πραγματικότητα, αφού γρήγορα αποδείχθηκε ότι η ελληνική οικονομία αλλά και το διεθνές οικονομικό περιβάλλον δεν «άντεχαν» τόσα και τέτοια μέτρα με αντίστοιχο κόστος. Ήταν περισσότερο μια επιλογή «πολιτικού συναισθήματος», σε μια –τη μόνη ίσως- ιστορική συγκυρία στην οποία το συναίσθημα –η ανάγκη βίωσης της «αλλαγής»- αποτελούσε μέρος και όχι παραφθορά της πολιτικής. Ήταν επίσης μια επιλογή που έμελλε να έχει βαρύτατες συνέπειες: γιατί όταν μια κυβέρνηση έρχεται να πραγματώσει την αλλαγή μη έχοντας ή υποτιμώντας τον έλεγχο των μέσων της, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι άλλο από την επιδείνωση των οικονομικών δεικτών, την αναδίπλωση και, τελικά, ένα γενικό αίσθημα ανικανοποίητου. Ήταν, ωστόσο, και η μόνη επιλογή που δεν θα εξευτέλιζε, από την πρώτη στιγμή, την έννοια της «αλλαγής», η οποία αποτελούσε όχι μόνο το βασικό σύνθημα αλλά και, θεωρητικά τουλάχιστον, το λόγο ύπαρξης του ΠΑΣΟΚ.

Η αλλαγή πολιτικής που πραγματοποιήθηκε, ακριβώς επειδή είχε τόσο έντονα «ιδεολογικό» χρώμα, εμφανίστηκε προσανατολισμένη σε πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση: την εξάπλωση της ισότητας ανάμεσα στους πολίτες, μέσω της ενίσχυσης των αντικειμενικά ασθενέστερων ομάδων, την εξάλειψη διακρίσεων, τη βελτίωση των προϋποθέσεων άσκησης των ελευθεριών αλλά και του γενικού αισθήματος ελευθερίας, τη διεύρυνση της δυνατότητας απόλαυσης βασικών κοινωνικών αγαθών. Έτσι, οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις της πρώτης περιόδου μπορούν να ενταχθούν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: μέτρα «αποκαταστατικής ισότητας», προσπάθεια ξεπεράσματος σχισμάτων του παρελθόντος, μέτρα ενίσχυσης της πολιτικής, με την ευρεία έννοια, δράσης και δομικές μεταρρυθμίσεις σε κοινωνικά κρίσιμα μέτωπα.

Η πρώτη «δέσμη» μέτρων ανακοινώθηκε από τηλεοράσεως από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου την παραμονή πρωτοχρονιάς του 1982 και αποσκοπούσε στην άμεση οικονομική ενίσχυση των λιγότερο προνομιούχων, δηλαδή κυρίως των μισθωτών, των συνταξιούχων και των αγροτών: σχετικά μεγάλες (αν και όχι ικανές να καλύψουν πλήρως τις απώλειες των προηγουμένων ετών) αυξήσεις μισθών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, καθιέρωση της ΑΤΑ (αυτόματης τιμαριθμικής προσαρμογής), υιοθέτηση μηνιαίας άδειας με αποδοχές για όλους, μείωση των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας σε 40, αύξηση των κοινωνικών δαπανών του κράτους, γενναία αύξηση των κατωτάτων ορίων των συντάξεων (22% για το ΙΚΑ, 50% για ΤΕΒΕ, εμπόρων, 100% για ΟΓΑ), ενίσχυση των αγροτικών πόρων του προϋπολογισμού και τόνωση του αγροτικού εισοδήματος όχι μόνο χάρη στη γενναιοδωρία της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής αλλά και του τρόπου εφαρμογής της στην Ελλάδα (Μαραβέγιας, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1988).

Για να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν τα μέτρα αυτά, η κυβέρνηση «πόνταρε» σε ένα νέο-κεϋνσιανό μίγμα πολιτικής (Σπουρδαλάκης, 1988), που είχε αρχίσει να δοκιμάζεται ένα χρόνο νωρίτερα (με εξίσου ανεπιτυχή αποτελέσματα, όπως σύντομα θα αποδεικνυόταν) από την κυβέρνηση σοσιαλιστών-κομμουνιστών στη Γαλλία. Το οικονομικό επιτελείο ήλπιζε ότι η παραγωγή θα ενθαρρυνόταν από την αύξηση των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων, καθώς και από την εφαρμογή μιας πιο επιθετικής πολιτικής κινήτρων για παραγωγικές επενδύσεις, και ότι έτσι η τόνωση της ζήτησης θα εξισορροπούσε την αύξηση των κρατικών δαπανών. Αυτό που συνέβη όμως ήταν ότι, λόγω δομικών αδυναμιών αλλά και του εξαρτημένου χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, η τόνωση της ζήτησης δεν οδήγησε στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής αλλά των εισαγωγών, ενώ η επεκτατική εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική (με αύξηση δαπανών της τάξης του 33%) είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση του κόστους παραγωγής. Με δυο λόγια, δημόσια χρέη και ελλείμματα εκτινάχθηκαν. Και τούτο χωρίς τη δυνατότητα επίκλησης άγνοιας κινδύνου, μιας και από τις προγραμματικές του ήδη δηλώσεις ο νέος Πρωθυπουργός είχε κάνει λόγο για παραλαβή «καμένης γης». Μπορεί οι αποφάσεις αυτές να λήφθηκαν στη βάση «πολιτικών» και όχι τεχνικών κριτηρίων, το αποτέλεσμά τους όμως ήταν διττό: ανακούφιση των λεγόμενων «μικρομεσαίων» στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας και αίσθηση ότι επιτέλους ακουγόταν η φωνή τους, αλλά και υπονόμευση της αντοχής της ελληνικής οικονομίας.

Το ιστορικό ίχνος της πρώτης θητείας του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ λιγότερο αμφισβητήσιμο όσον αφορά τα μέτρα που λήφθηκαν για το ξεπέρασμα των ιδεολογικών και κοινωνικών σχισμάτων του παρελθόντος (Αλιβιζάτος, 1983). Η κατάργηση των εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα νόμων για την υπόσταση του εγκλήματος της «εσωτερικής κατασκοπείας» και την ποινικοποίηση των «αντεθνικών» πεποιθήσεων, η αναγνώριση όλων των αντιστασιακών οργανώσεων, η διευκόλυνση επιστροφής στην Ελλάδα των πολιτικών προσφύγων, η ενδυνάμωση του πολιτικού ελέγχου στην Αστυνομία και τις Ένοπλες Δυνάμεις, η απαγόρευση των βασανιστηρίων και η υπογραφή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την κατάργηση της θανατικής ποινής αποτελούν κρίσιμα βήματα για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, για την εξομάλυνση των παθών και για την ωρίμανση της δημοκρατίας. Ειδικά η συνεδρίαση της 17ης Αυγούστου 1982 στη Βουλή για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και η σχετική αγόρευση του Ανδρέα Παπανδρέου δικαιούνται να περάσουν στην πρώτη γραμμή των κοινοβουλευτικών επιτευγμάτων μιας κυβέρνησης και ενός Πρωθυπουργού που, κατά τα άλλα, δεν διακρίθηκαν ιδιαίτερα για τις εντός του Κοινοβουλίου επιδόσεις τους.

Στις μεταρρυθμίσεις που στόχο είχαν, κατά την έκφραση του Πρωθυπουργού, να «τεθεί σε νέες βάσεις η πολιτική δράση», συγκαταλέγονται η απονομή του δικαιώματος ψήφου σε όσους συμπλήρωναν τα 18 χρόνια (από 21 που ήταν ως τότε), η ρύθμιση του δικαιώματος ψήφου των ξενιτεμένων και των ναυτικών, η λήψη μέτρων για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων (έναντι της πλήρους αδιαφάνειας που ίσχυε ως τότε), ακόμα και η πρόσκαιρη κατάργηση του σταυρού προτίμησης για την εκλογή των βουλευτών. Η μεταρρύθμιση αυτή, που ίσχυσε μόνο για τις εκλογές του 1985, αφού καταργήθηκε, κατά την επόμενη θητεία του ΠΑΣΟΚ, προσπάθησε μεν να δώσει θεσμική λύση στο χρόνιο πρόβλημα της κυριαρχίας των πελατειακών σχέσεων και του χρήματος κατά τον εκλογικό αγώνα, κατέληξε, όμως, δια της αναίρεσής της, να νομιμοποιήσει ακόμη περισσότερο το σταυρό προτίμησης και την πολιτική λογική της οποίας είναι φορέας.

Στην ίδια κατηγορία θα πρέπει να ενταχθούν μια σειρά μέτρα με καταρχήν φιλεργατικό και φιλο-συνδικαλιστικό περιεχόμενο: ψήφιση νόμου για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος (ν. 1264/1982), την αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας των συνεταιρισμών (ν. 1257/1982), ορισμός κατωφλιού 2% για τις απολύσεις των εργαζομένων, εξίσωση της αποζημίωσης των εργατών λόγω απόλυσης με εκείνη των υπαλλήλων, θέσπιση συμμετοχής των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των δημοσίων επιχειρήσεων, κήρυξη παράνομων των λοκ-άουτ, κατάργηση της «νόμιμης» απαγόρευσης της απεργίας, αύξηση των γονικών αδειών, διακοπών, συντάξεων, ασφάλισης των εργαζομένων. Παραφωνία σε αυτά τα μέτρα προώθησης των δικαιωμάτων και της πολιτικής παρουσίας των εργαζομένων αποτέλεσε η πολυσυζητημένη τροπολογία του άρθρου 4 στο νόμο 1365/1983 περί «κοινωνικοποιήσεων», σύμφωνα με την οποία για την απόφαση κήρυξης απεργίας στα πρωτοβάθμια σωματεία των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας (εκεί που χτύπαγε κατεξοχήν η καρδιά του συνδικαλιστικού κινήματος) απαιτείτο η απόλυτη πλειοψηφία των εγγεγραμμένων μελών της. Η διάταξη αυτή καθιστούσε πλέον την κήρυξη απεργίας ιδιαίτερα δύσκολη, αν όχι αδύνατη (Μαρδάς, 1995), καθώς η προσέλευση μελών στις συνελεύσεις δεν έφτανε ποτέ στο 50% των εγγεγραμμένων -κάτι που ισχύει βεβαίως για όλες τις εταιρίες και σωματεία, όχι μόνο τα συνδικαλιστικά, και γι’ αυτό ρυθμίζεται ανάλογα από το νόμο. Προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις και την αρχή μιας αμοιβαίας καχυποψίας, που θα έφτανε στο ναδίρ το Δεκέμβριο του 1985 με την απόπειρα της κυβέρνησης να «διορίσει» την ηγεσία της ΓΣΕΕ και το κύμα κινητοποιήσεων που ακολούθησε. Σηματοδοτεί, επίσης, τη γενικότερα επαμφοτερίζουσα και όχι στερούμενη στοιχείων χειραγώγησης στάση του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ έναντι του συνδικαλιστικού κινήματος, που τελικά εξέθρεψε ή πάντως διόγκωσε δύο επικίνδυνα για τη δημοκρατία φαινόμενα: τον κομματικό συνδικαλισμό και την δημιουργία μιας οιονεί τάξης «επαγγελματιών» συνδικαλιστών.

Εδώ επίσης θα πρέπει να ενταχθούν και τα μέτρα που λήφθηκαν για την ισότητα των φύλων, που μπορεί να μην οδήγησαν στην «ανατροπή των εξουσιαστικών σχέσεων» σε βάρος των γυναικών (Παντελίδου-Μαλούτα, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1998) αλλά κατοχύρωσαν σε πρωτόγνωρο για την Ελλάδα βαθμό την ισονομία ανδρών και γυναικών (η ίδια). Η κύρωση διεθνών συμβάσεων για την προστασία της μητρότητας (ν. 1302/1983) και κατά των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών (ν.1342/1983), η θεσμοθέτηση της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις (ν. 4483/1984), η ίδρυση του Συμβουλίου Ισότητας των δύο φύλων (ν.1288/1982) και η αναβάθμισή του σε Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Προεδρίας (ν. 1558/1985), αργότερα οι προστατευτικές για τις αμβλώσεις και το βιασμό ρυθμίσεις (ν.1609/1986), δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν ότι συνιστούν μείζονα βήματα εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας και προώθησης της ισότητας.

Στο καθαρά νομοθετικό επίπεδο, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μεταρρυθμιστικές απόπειρες σε όλα σχεδόν τα μεγάλα μέτωπα. Στο χώρο της οικονομίας (όπου, ως συνέπεια και του αρχικού κύματος παροχών υπέρ των πιο αδυνάτων, είχαμε την πρώτη υποτίμηση της δραχμής ήδη από τις 9 Ιανουαρίου 1983), οι «σοσιαλιστικού» χαρακτήρα αλλαγές εστιάζονται στην προσπάθεια διάσωσης των λεγόμενων «προβληματικών» επιχειρήσεων (ν.1386/1983) και στην τόνωση του «κοινωνικού προσώπου» των επιχειρήσεων (ν. 1365/1983 περί «κοινωνικοποιήσεων» και 1235/1983 περί εποπτικών συμβουλίων). Οι δύο βασικές επιλογές του νόμου περί «προβληματικών», ο διορισμός προσωρινής διοίκησης με κρατική παρέμβαση στις υπαχθείσες στο συγκεκριμένο καθεστώς επιχειρήσεις και η αναγκαστική αύξηση του κεφαλαίου τους, ώστε το Κράτος να καταστεί κύριος μέτοχος, κρίθηκαν συνταγματικές από το Συμβούλιο της Επικρατείας με την επίκληση της υπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος. Η πολιτική, όμως, επιλογή να κρατηθούν τεχνητά στη ζωή –με επιβάρυνση μάλιστα του Κράτους, δηλαδή των φορολογουμένων- επιχειρήσεις που με οικονομικά κριτήρια ήταν σχεδόν «κλινικά νεκρές» και η δημιουργία ενός αδιαφανούς κρατικού υπεροργανισμού διαχείρισης τους (του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων) μπορεί να διέσωσαν για κάποιο διάστημα αρκετές θέσεις εργασίας, δεν οδήγησαν όμως σε πραγματική εξυγίανση έστω και λίγων «προβληματικών» και εξέπεμψαν το επικίνδυνο σήμα ενός Κράτους (αναποτελεσματικού) «πατερούλη» δικαίων και αδίκων. Με τους δε νόμους περί «κοινωνικοποιήσεων» και «εποπτικών συμβουλίων» θεσμοθετήθηκαν όργανα συμμετοχής των εργαζομένων στις επιχειρήσεις –κάτι που δεν ήταν διόλου δεδομένο και ασήμαντο-, δεν άλλαξε όμως σε βάθος και δεν εκδημοκρατίστηκε, στο βαθμό τουλάχιστον που φιλοδοξούσε το προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, ο τρόπος λειτουργίας και λήψης των αποφάσεων στους χώρους εργασίας.

Βαθιά τομή συνιστά ο νόμος 1329/1983, με τον οποίο αναμορφώθηκε και (πραγματικά) εκσυγχρονίστηκε το οικογενειακό δίκαιο στην Ελλάδα. Με την εισαγωγή του πολιτικού γάμου (ήδη με το ν. 1250/1982 και έστω όχι ως υποχρεωτικού αλλά παράλληλου με τον θρησκευτικό), την πρόβλεψη από κοινού λήψης των αποφάσεων που αφορούν τους δύο συζύγους, τη διατήρηση του πατρικού ονόματος της γυναίκας και μετά το γάμο, την κατάργηση του θεσμού της προίκας, τη θέσπιση ισότητας των συζύγων ως προς τη γονική τους ιδιότητα, την αναγνώριση του συναινετικού διαζυγίου και τον περιορισμό των λόγων μη συναινετικού χωρισμού μόνο στον «ισχυρό κλονισμό του γάμου», τη σύνδεση του δικαιώματος διατροφής με την αντικειμενική ανάγκη και όχι πλέον με την υπαιτιότητα, τη μείωση του ορίου ενηλικίωσης στα 18 χρόνια, την πρόσδωση νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στους ανηλίκους και την πλήρη ενοποίηση των δικαιωμάτων των εκτός γάμου παιδιών με τα δικαιώματα των γεννημένων σε γάμο (τομέας στον οποίο η θεσμική αυτή μεταρρύθμιση είναι η περισσότερο επαναστατική), το οικογενειακό δίκαιο απελευθερώθηκε από την ως τότε έντονα συντηρητική ιδεολογία της νομικής ανισότητας ανάμεσα στα δύο φύλα κι έφθασε, αν δεν ξεπέρασε, τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Τομές επιχειρήθηκαν –με πιο άνισα αποτελέσματα- και στους ιδιαίτερα ευαίσθητους χώρους της παιδείας και της υγείας. Ο νόμος-πλαίσιο (1268/1982) για την ανώτατη εκπαίδευση πραγματοποίησε τη δημοκρατικά απαραίτητη μετάβαση από το «φεουδαρχικού» τύπου καθεστώς της έδρας και τόνωσε σε αρκετά σημεία την πανεπιστημιακή αυτονομία, δεν απέφυγε όμως τη δημιουργία άλλων στεγανών εξουσίας (μεταξύ των εκλεγμένων και των υπό εκλογήν καθηγητών, για παράδειγμα, ή μεταξύ των πανεπιστημιακών αρχών και των «παραταξιακών» εκπροσώπων των φοιτητών), ενώ είναι προφανές ότι έμεινε πίσω με το πέρασμα του χρόνου. Η θεσμοθέτηση, από την άλλη, του Εθνικού Συστήματος Υγείας με το νόμο 1397/1983, έχει μεν ιστορική σημασία, αφού δημιούργησε για πρώτη φορά ένα δημόσιο πλέγμα κανόνων και υποδομών, δεν συνοδεύτηκε ωστόσο από τα απαραίτητα συμπληρωματικά μέτρα, τις εξειδικεύσεις και τις εν εξελίξει αλλαγές (χαρακτηριστική θα ήταν αργότερα η ατολμία του νόμου 2194/1994 για την «αποκατάσταση» του ΕΣΥ), που θα του έδιναν ευέλικτες δομές και την ικανότητα ανανέωσης και με ίσους όρους ανταγωνισμού με τον ιδιωτικό τομέα.

Στον τομέα της αποκέντρωσης, που αποτελούσε από την αρχή για το ΠΑΣΟΚ προνομιακό πεδίο ανάδειξης της διαφοράς του από τη συντηρητική παράταξη, οι θεσμικοί νόμοι 1270/1982 και 1416/1984 ενίσχυσαν σε σημαντικό βαθμό την αυτοτέλεια των Δήμων και Κοινοτήτων (Χριστοφιλοπούλου, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1998). Δόθηκαν νέες αρμοδιότητες αναπτυξιακού χαρακτήρα στους ΟΤΑ, δημιουργήθηκαν θεσμοί διακοινοτικής συνεργασίας και κίνητρα για εθελοντικές συνενώσεις των μικρών κοινοτήτων, θεσπίστηκε νομικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις των ΟΤΑ και τις προγραμματικές συμφωνίες, ιδρύθηκαν θεσμοί λαϊκής συμμετοχής και δημοτικής αποκέντρωσης –διαμερισματικά και συνοικιακά συμβούλια, πάρεδροι οικισμών-, καταργήθηκε σχεδόν πλήρως ο έλεγχος σκοπιμότητας του νομάρχη (χωρίς, όμως, να πάψει ο κομματικός έλεγχος της κεντρικής εξουσίας επί των νομαρχιών), δημιουργήθηκαν τα νομαρχιακά συμβούλια (αλλά και κατέστη εξαρχής καθοριστικός ο ρόλος των κομματικών οργανώσεων ως προς τη στελέχωσή τους), άρχισαν ν’ αποκεντρώνονται σημαντικοί πόροι (αλλά και να δημιουργείται παράλληλα ένα κομματικό-πελατειακό σύστημα κατανομής τους). Ειδικά θα πρέπει να αναφερθεί το δικαίωμα που δόθηκε στους ΟΤΑ για την ίδρυση των Κέντρων Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων, των περίφημων ΚΑΠΗ, που σύντομα αποδείχθηκαν ένας από τους πιο ευφάνταστους, στοχευμένους και αποτελεσματικούς, δηλαδή πραγματικά κοινωνικούς, θεσμούς όλων των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ήδη από την πρώτη θητεία του ΠΑΣΟΚ η τοπική αυτοδιοίκηση άλλαξε –ή μάλλον απέκτησε- πρόσωπο -κι ας μην απέκτησε μόνο ελκυστικά χαρακτηριστικά. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για την κεντρική διοίκηση (Σπανού, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1998): παρότι δεν λείπουν τα νομοθετικά μέτρα (ν.1232/1982 για την αναδιοργάνωση των Υπουργείων, ν. 1256/1982 για την κατάργηση της πολυθεσίας και της πολυαπασχόλησης, ν.1320/1983 με αλλαγές στο σύστημα προσλήψεων, ν. 1388/1983 για τη δημιουργία του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και την επιμόρφωση των δημοσίων υπαλλήλων, ν. 1505/1984 περί νέου μισθολογίου, ν.1400/1983 περί αξιολόγησης και κατάργησης των φακέλων), η εντύπωση που μένει είναι της ελλιπούς αντιμετώπισης των μαστιγών της αναποτελεσματικότητας, της κομματικοποίησης και της αναξιοκρατίας.

Λιγότερο, τέλος, γνωστή αλλά διόλου ασήμαντη είναι η οικιστική και περιβαλλοντική παρέμβαση των πρώτων κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου (Μαλούτας-Οικονόμου, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.),1998). Σειρά μέτρων για την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης των αστικών κέντρων (εκεί χρωστάμε το «δακτύλιο» της Αθήνας αλλά και τις μετρήσεις των ρύπων), περιορισμός ίδρυσης νέων βιομηχανιών στην Αττική, Ρυθμιστικό σχέδιο Αθήνας (ν.1515/1985) και Θεσσαλονίκης (ν. 1561/1985) και κυρίως ψήφιση και θέση σε εφαρμογή του «οικιστικού νόμου» (1337/1983), με τον οποίο επιχειρήθηκε ένας αρκετά αποτελεσματικός –για τα ελληνικά δεδομένα- γενικός πολεοδομικός και χωροταξικός σχεδιασμός.

Κατά την πρώτη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ -και ιδίως κατά τη διετία 1982-1983, που αποτελεί την κατά πολύ πιο γόνιμη σε μεταρρυθμίσεις περίοδο όχι μόνο του ΠΑΣΟΚ αλλά και κάθε θητείας κάθε μεταπολεμικής ελληνικής κυβέρνησης- δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι άλλαξε ριζικά το πολιτικό κλίμα, σε συνθήκες μάλιστα διόλου απλές: αντίσταση ελληνικών και ξένων παραγόντων, κυβερνητική απειρία όλων σχεδόν των νέων Υπουργών, ξέσπασμα κύματος τρομοκρατικών επιθέσεων από το Μάρτιο του 1983. Η πληθώρα των μέτρων υπέρ της ισότητας και των ελευθεριών και η ενσωμάτωση στο πολιτικό σκηνικό του μισού σχεδόν ελληνικού λαού, που ως χτες βρισκόταν, περίπου νομοτελειακά, «εκτός», συνιστούν επιτεύγματα μείζονος σημασίας, όσο κι αν δεν επενέργησαν στις «δομές του συστήματος», καθώς ήταν σαφώς και εξαρχής «σοσιαλρεφορμιστικής» κατεύθυνσης (Κοτζιάς, 1985). Η συμβολή του Ανδρέα Παπανδρέου στα επιτεύγματα αυτά, όπως και στη γενικά ζωογόνο αν και συχνά απρόβλεπτη κινητικότητα στην εξωτερική πολιτική, ήταν κάτι παραπάνω από καταλυτική. Αν το ΠΑΣΟΚ ήταν εγγενώς «το κόμμα του Αντρέα», οι πρώτες του κυβερνήσεις (μέσα από τις συνεχείς «αναδομήσεις» τους, που έμελλε να φθάσουν τελικά αισίως τις 16 για την περίοδο 1981-1989) είχαν, παραπάνω από τη σφραγίδα, το ίδιο το «πρόσωπο του Αντρέα».

Από το μεταρρυθμιστικό μαξιμαλισμό και την υπερβολική προσωποποίηση της εξουσίας πηγάζουν και τα αρνητικά στοιχεία της πρώτης θητείας, πολλά από τα οποία θα ακολουθούσαν το ΠΑΣΟΚ σε όλη του την κυβερνητική του διαδρομή: η διάσταση ανάμεσα στη θέσπιση μέτρων και τη «βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη» (η φράση εμφανίζεται στα χείλη του ίδιου του Πρωθυπουργού ήδη από την 10η κομματική Σύνοδο, το 1983), η εντελώς προβληματική εσωκομματική δημοκρατία (το πρώτο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ έλαβε χώρα το 1984, δηλαδή εννέα ολόκληρα χρόνια μετά την ίδρυση του Κινήματος, ενώ σε όλη τη διάρκεια της πρώτης κυβερνητικής θητείας δεν ασκήθηκε η παραμικρή δημόσια κριτική κατά του Πρωθυπουργού), μια «εργαλειακή» (ή, σε λιγότερο ευμενή εκδοχή, μακιαβελική) αντίληψη της μεταρρύθμισης ως δέσμης πρωτοβουλιών «από τα πάνω» με μικρή συνοχή και συνέχεια, η έκπτωση, τέλος, και ίσως πάνω απ’ όλα, του πολιτικού λόγου (Τσάτσος, 1983). Από την πρώτη κιόλας θητεία -με εναρκτήρια δείγματα την εισαγωγή και μετά την κατάργηση του ΦΠΑ, ερήμην του αρμόδιου Υπουργού και πριν προλάβει να εφαρμοσθεί, καθώς και τους συνεχόμενους «ετεροχρονισμούς» της ΑΤΑ- εμφανίζονται οι εμπειρικοί χειρισμοί, οι παλινωδίες και το παιχνίδι γάτας και ποντικιού με την κοινή γνώμη, που θα αποτελέσουν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη του πολυσυζητημένου πασοκικού «λαϊκισμού» (Ελεφάντης, 1991).

Στο θετικό, πάντως, για την κυβέρνηση πολιτικό ισοζύγιο –που επιβεβαίωσαν οι νίκες τόσο στις δημοτικές εκλογές του 1982 όσο και στις ευρωπαϊκές του 1984- ήρθαν να προστεθούν δύο εξελίξεις που θα σφράγιζαν την πορεία του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου από το 1985 και μετά: η ανάρρηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, την 1η Σεπτεμβρίου 1984, και η αγορά της Τράπεζας Κρήτης, το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, από κάποιον εντελώς άγνωστο ως τότε επιχειρηματία που ονομαζόταν Γιώργος Κοσκωτάς.
1985-1989: οι βάσεις της Ευρώπης
Το – κυβερνητικό πλέον - ΠΑΣΟΚ έπαιξε και κέρδισε τις εκλογές του 1985 γύρω από ένα θεσμικό στοίχημα: την ολοκλήρωση της ξαφνικά αναγγελθείσας συνταγματικής αναθεώρησης στην κατεύθυνση της περιστολής των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η πρωτοβουλία αυτή συνόδευσε (στην πραγματικότητα, εκεί οφείλει την ίδια της την ύπαρξη) την καθαρά πολιτική επιλογή του Ανδρέα Παπανδρέου να μη στηρίξει εκ νέου για την Προεδρία της Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τον οποίο όλα ως τότε έδειχναν ότι είχε συμφωνήσει την ανανέωση της θητείας του. Πέρα από τις προφανείς για την εκλογική διαπάλη συνέπειες αυτής της κίνησης, το αποτέλεσμα ήταν ότι, εξωτερικά τουλάχιστον, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν να συμπληρώνει τις πυκνές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις της πρώτης της περιόδου στην εξουσία με το ακόμα πιο βαρύ και θεσμικά κρίσιμο εργαλείο πολιτειακής παρέμβασης, που είναι η συνταγματική αναθεώρηση.

Πέρα από τον αιφνιδιαστικό και, σε κάποιο βαθμό, συγκυριακό χαρακτήρα της, η αναθεώρηση καθεαυτή –της οποίας η πρόταση κατατέθηκε στη Βουλή του 1985 και ψηφίστηκε στην επόμενη Βουλή, το 1986-επέφερε μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του πολιτεύματος, που μπορεί να θεωρηθεί ότι μόνο από αυτό το σημείο και εφεξής έγινε αμιγώς κοινοβουλευτικό. Πράγματι, όλες οι επελθούσες αλλαγές (πλην μίας, της εισαγωγής της ονομαστικής ψηφοφορίας στο άρθρο 32 παρ. 1, που κατέστη αναγκαία λόγω της πικρής εμπειρίας των λευκών και γαλάζιων ψηφοδελτίων κατά την εκλογή του νέου Προέδρου Χρήστου Σαρτζετάκη) είχαν ως αντικείμενο την αφαίρεση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αρμοδιοτήτων που θα μπορούσαν, στα πλαίσια ενός προεδρευόμενου κοινοβουλευτικού συστήματος, να θεωρηθούν είτε υπερβολικές είτε δυνάμει επικίνδυνες.

Έτσι, μειώθηκαν οι πράξεις του Προέδρου που δεν απαιτούν πρωθυπουργική προσυπογραφή (άρθρο 35 παρ. 2 του Συντάγματος), «αυτοματοποιήθηκε», ώστε να μην αφήνει στον Πρόεδρο περιθώρια προσωπικών επιλογών, ο τρόπος διορισμού του Πρωθυπουργού (άρθρο 37 παρ. 2,3,4), περιορίστηκε στις μόνες περιπτώσεις της παραίτησης και της απώλειας της εμπιστοσύνης της Βουλής η «απαλλαγή» της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της (άρθρο 38), καταργήθηκε ο αναχρονιστικός και μηδέποτε χρησιμοποιημένος θεσμός του Συμβουλίου της Δημοκρατίας που είχε την ευχέρεια να συγκαλεί ο Πρόεδρος (άρθρο 39), συρρικνώθηκε η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής από τον Πρόεδρο (άρθρο 41 παρ.1), προβλέφθηκε η δυνατότητα της υποχρεωτικής για τον Πρόεδρο διάλυσης της Βουλής με πρωτοβουλία της κυβέρνησης (άρθρο 41 παρ.2), εξαλείφθηκε η δυνατότητα «κύρωσης» (δηλαδή άσκησης ελέγχου σκοπιμότητας) των νόμων από τον Πρόεδρο (άρθρο 42 παρ.1), καταργήθηκε ο θεσμός των «οργανωτικών διαταγμάτων», μέσω των οποίων ο Πρόεδρος θα μπορούσε ενδεχομένως να παρέμβει σε θέματα εσωτερικής κατάστασης της Διοίκησης (άρθρο 43 παρ.3), μεταφέρθηκε στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Βουλής η απόφαση για χορήγηση αμνηστίας (άρθρο 47 παρ. 3), άλλαξαν, υπέρ της Βουλής και της κυβέρνησης, οι όροι θέσης σε εφαρμογή της «κατάστασης πολιορκίας» (άρθρο 48), πέρασε στη Βουλή και την κυβέρνηση η εξουσία για την προκήρυξη δημοψηφίσματος (άρθρο 44 παρ.2), ενώ, τέλος, ακόμα και για την εξαγγελία διαγγελμάτων προς το λαό ο Πρόεδρος οφείλει να έχει πλέον τη σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού (άρθρο 44 παρ.3).

Με τις δέκα αυτές αλλαγές αποσαφηνίστηκαν υπέρ της άμεσα εκλεγόμενης κυβέρνησης οι ρόλοι εντός του εκτελεστικού πόλου της εξουσίας, ενώ ο Πρόεδρος αναδεικνύεται πράγματι ρυθμιστής–και όχι «πρωταγωνιστής»-του πολιτεύματος, αφού διαθέτει πια μόνο τη δυνατότητα, κατά την έκφραση του γενικού εισηγητή της πλειοψηφίας Αναστάση Πεπονή, «να παίρνει τα δεδομένα που προκύπτουν από τη Βουλή και το λαό και μ’ αυτά τα δεδομένα να προβαίνει στις αναγκαίες ρυθμιστικές ενέργειες». Μπορεί, όπως πρόβαλλαν αρκετοί θεωρητικοί (πρωτοστατούντος του Αριστόβουλου Μάνεση), το πολίτευμα να έγινε, εκ του αποτελέσματος, πιο «πρωθυπουργικοκεντρικό», σε κάθε όμως ουσιαστικά κοινοβουλευτικό σύστημα ο βασικός πόλος της εξουσίας δεν μπορεί παρά να είναι η κυβέρνηση και ειδικά ο επικεφαλής της. Από την άλλη, το ξεκαθάρισμα ρόλων που πραγματοποιήθηκε ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, τόσο από συμβολική όσο και από πρακτικά πολιτική άποψη, όπως θα αποδείκνυαν οι εξελίξεις που σύντομα ακολούθησαν (ιδίως στο διάστημα 1989-90, με την αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμων κυβερνήσεων και τις συνεχείς εναλλαγές Πρωθυπουργών).

Στο πλαίσιο πάντα της ενίσχυσης του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος, η συνταγματική αναθεώρηση συμπληρώθηκε και από τη μεταρρύθμιση του Κανονισμού της Βουλής, τον Ιούνιο του 1987. Η μεταρρύθμιση αυτή επέφερε αρκετές θετικές καινοτομίες (πρόσβαση περισσότερων μελών της αντιπολίτευσης σε θέσεις Αντιπροέδρων της Βουλής, δυνατότητα σύστασης ειδικών επιτροπών για την προετοιμασία των νόμων, μείωση του χρόνου ομιλίας των μελών της κυβέρνησης, ίδρυση της Διάσκεψης των Προέδρων ως αυτόνομου οργάνου, παροχή δυνατότητας ακρόασης εξωκοινοβουλευτικών προσώπων, καθιέρωση των επίκαιρων ερωτήσεων και επερωτήσεων), δεν μπορεί να θεωρηθεί, όμως, ότι αναβάθμισε ουσιαστικά ένα Κοινοβούλιο που οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν συνηθίσει να χρησιμοποιούν ως τοποτηρητή και επικυρωτή, όχι όμως ως συνδιαμορφωτή, των κυβερνητικών αποφάσεων.

Κατά τα άλλα, η δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία –που σχεδόν εξαντλείται, από πλευράς θεσμικών μέτρων, στη διετία 1985-1987- σφραγίστηκε από την ολοκλήρωση της στροφής σε πιο «ορθόδοξα» σχήματα άσκησης της οικονομικής ιδίως, αλλά και της κοινωνικής πολιτικής. Με το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» της οικονομίας, που άρχισε επί υπουργίας Γεράσιμου Αρσένη και συνεχίστηκε, ενσωματώνοντας πλέον ανοικτά την έννοια της «λιτότητας», επί υπουργίας Κώστα Σημίτη, τη μείωση έως εξαφάνιση των μέτρων ρήξης και τον εξοβελισμό κάθε επιθυμίας «αλλαγής του κόσμου», το ΠΑΣΟΚ της δεύτερης τετραετίας αποδέχτηκε, στην αρχή σιωπηρά, και πάντως άρχισε έμπρακτα να εργάζεται για την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η Ευρώπη πήρε τη θέση του «ονείρου» -από ανάγκη ίσως αλλά ανεπίστρεπτα- κι αυτό είναι το ιστορικό ίχνος, κάθε άλλο παρά αδιάφορο, της δεύτερης κυβερνητικής θητείας.

Με κύρια αρχή –και προμετωπίδα- «δεν μπορούμε να καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε», το σταθεροποιητικό πρόγραμμα της οικονομίας περιλάμβανε υποτίμηση της δραχμής κατά 15% (11 Οκτωβρίου1985), πάγωμα των μισθών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (που επιβλήθηκε μάλιστα με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, ενδεικτική του εξαιρετικού χαρακτήρα αλλά της κοινωνικής αντίστασης που αμέσως άρχισαν ν’ αντιμετωπίζουν τα σχετικά μέτρα), έλεγχο των προσλήψεων, συγκράτηση των δημοσίων εξόδων ιδίως μέσω περιορισμού των κοινωνικών δαπανών, φορολογικές απαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο, προσπάθεια αναδιοργάνωσης του ευρύτερου δημόσιου τομέα και ανασυγκρότησης των δημοσίων επιχειρήσεων, «νοικοκύρεμα» (δηλαδή κλείσιμο ή πώληση σε ιδιώτες) των «προβληματικών», καθώς και πρωτοβουλίες για τη σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς από τον κρατικό εναγκαλισμό. Συμβολικά αλλά και πρακτικά, η εφαρμογή αυτού του σχεδίου αναδιάρθρωσης, που έγινε ωστόσο προσπάθεια να διαθέτει και αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, τέθηκε υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού στηρίχτηκε σε ένα δάνειο έκτακτης ανάγκης ύψους περίπου 2 δισεκατομμυρίων ecu. Ουσιαστικά οι Βρυξέλλες κατέστησαν έτσι, βάσει συνειδητής πολιτικής επιλογής της κυβέρνησης, μέτοχος –καθοδηγητής αλλά και ελεγκτής- των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα (Καρακούσης, 2006).

Η πορεία προς τον οικονομικό –άρα και τον εν γένει κυβερνητικό- ρεαλισμό έμοιαζε ανεπίστρεπτη. Η καλύτερη απόδειξη είναι ότι συνεχίστηκε και μετά το 1986, όταν φούντωσαν οι απεργίες, ξέσπασαν τα σκάνδαλα, πλήθυναν οι τρομοκρατικές επιθέσεις, χάθηκαν οι πρώτες εκλογικές μάχες (στις δημοτικές του Οκτωβρίου 1986) και δυνάμωσαν οι κάθε λογής πιέσεις. Άντεξε και στη διαγραφή του Γεράσιμου Αρσένη και στη θορυβώδη παραίτηση του Κώστα Σημίτη, που είδε να επιβάλλεται, για το 1988, ένα προϋπολογισμός διαφορετικός σε καίρια σημεία από αυτόν που είχε συμφωνηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο. Δεν εγκαταλείφθηκε παρά στο καμίνι του προεκλογικού αγώνα του 1989 (με το περιώνυμο «Τσοβόλα δώστα όλα» του Ανδρέα Παπανδρέου, στη συγκέντρωση του Περιστερίου), ενός αγώνα που λόγω της χιονοστιβάδας των γεγονότων από το καλοκαίρι του 1987 και πέρα δεν ήταν πια πολιτικός αλλά επιβίωσης.

«Παράπλευρη απώλεια» της οικονομικής στροφής της περιόδου μετά το 1985 αλλά και του νοσηρού πολιτικού κλίματος, στο οποίο η κυβέρνηση όχι μόνο δεν αντιστάθηκε αλλά συχνά το υποδαύλισε, ήταν η μείωση των θεσμικών μεταρρυθμίσεων στους άλλους τομείς πολιτικής. Αντίθετα από ό,τι συνέβη κατά τη διετία 1982-1983, η «χρήσιμη» διετία 1985-1987 της δεύτερης θητείας του ΠΑΣΟΚ δεν έχει να επιδείξει μεταρρυθμιστικό οίστρο. Άξιες λόγου είναι ορισμένες αλλαγές στο διοικητικό σύστημα (ν. 1559/1986 για τη βελτίωση των σχέσεων Κράτους και πολίτη, ν. 1558/1986 για την αναδιάρθρωση του Υπουργικού Συμβουλίου), που διαθέτουν δομικά χαρακτηριστικά (μείωση των διοικητικών εγγράφων και αύξηση της διαφάνειας η πρώτη, εξορθολογισμός της κυβερνητικής λειτουργίας με βάση τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων ανά τομέα η δεύτερη) αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καταπολέμησαν σε βάθος ούτε την κρατική γραφειοκρατία ούτε την κυβερνητική έλλειψη συλλογικότητας και υπερπληθωρικότητα (είναι χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά τις εκλογές το προσωρινό κυβερνητικό σχήμα είχε 19 Υπουργούς, αλλά μετά την προσπάθεια μονιμότερης περιστολής απέκτησε εκ νέου 42 μέλη). Χρήσιμη νομοθετική ρύθμιση αποτελεί επίσης η ψήφιση του νόμου 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος, που συνδυάζει, με περισσότερο αποτελεσματικό παρά τολμηρό τρόπο, στοιχεία κωδικοποίησης των ως τότε πολυσχιδών και κατάσπαρτων επιμέρους ρυθμίσεων, ένταξης νέων στοιχείων περιβαλλοντικής πολιτικής πάνω στο δίπτυχο «ανάπτυξη-ισορροπημένο περιβάλλον» και αρχή εναρμόνισης με το αντίστοιχο κοινοτικό πλαίσιο (Σαμιώτης, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1998). Αξιοσημείωτη είναι επίσης η πρώτη –ανολοκλήρωτη, λόγω κυρίως της σπασμωδικότητας της κι όχι τόσο των κοινωνικών αντιστάσεων που συνάντησε- ρήξη της κυβέρνησης -με πρωτοβουλία του Υπουργού Παιδείας Αντώνη Τρίτση- με τις εκκλησιαστικές αρχές, με αφορμή την πρωτοβουλία για παραχώρηση αγροτικών εκτάσεων, που η Εκκλησία θεωρούσε ότι της ανήκαν, σε αγροτικούς συνεταιρισμούς. Μετά από προσωπική παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ στον Ανδρέα Παπανδρέου –κι αφού είχε προηγηθεί παραπληροφόρηση και κηρύγματα από άμβωνος που προανήγγειλαν σε μεγάλο βαθμό τις αντίστοιχες κινητοποιήσεις κατά τη «μάχη των ταυτοτήτων»- οι δύο πλευρές προχώρησαν, στις 11 Μαϊου 1988, σε «αμοιβαίως επωφελή» συμφωνία.
Ως τελευταίο –αλλά και ύστατο- θεσμικό μέτρο της κυβερνητικής θητείας μπορεί να θεωρηθεί ο νόμος 1730/1987, με τον οποίο μπήκε τέλος στο κρατικό μονοπώλιο
(ΠΗΓΗ: Eιδ. Τόμος ΤΑ ΝΕΑ, "Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η εποχή του" 2006).
- Μετά τη νίκη της ΝΔ στις εκλο­γές του 1990, όλοι λογικά θα έπρεπε να εύχονταν να πε­τύχει ο Μητσοτάκης στο δύ­σκολο έργο του, εφόσον τα περιθώρια στένευαν απελπι­στικά για τη χώρα και δεν υ­πήρχαν πια δικαιολογίες για καθυστερήσεις σε τό­σες αλλαγές που επιβάλλονταν να γίνουν.
Εγιναν κάποιες μεταρυθμίσεις, ο χρόνος ήταν σύντομος και σε αυτό αιτία ήταν το θέμα του "Σκοπιανού" και ο ρόλος του Σαμαρά που  άρχισε να εμφανίζεται σαν αδιάλλακτος πατριώτης και «Σκοπιανοφάγος»! Ποιος, αυτός που μέχρι τότε καλλιεργούσε ένα υπερπροοδευτικό, σχεδόν διεθνιστικό, πρό­σωπο και αποκαλούσε μάλιστα την μουσουλμανι­κή μειονότητα της Δυτικής Θράκης «τουρκική»! Αυτός που άφησε να ανοίξουν ανεξέλεγκτα τα ελ­ληνοαλβανικά σύνορα, χωρίς να εξασφαλίσει κα­μία εγγύηση για τα εθνικά δικαιώματα της ελληνι­κής μειονότητας της Αλβανίας, έγινε ξαφνικά μα­χητικός εθνικιστής και δεν δεχόταν καμία δια­πραγμάτευση για το «ιερό όνομα της Μακεδονί­ας»...
Η γενικότερη στάση του Αντώνη Σαμαρά στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 υπήρξε απαράδεκτη και προσβλητική προς τον πρόεδρο της κυβέρνησης στην οποία συμμετείχε, τον Κωνσταντίνο Μητσο­τάκη. Έγινε κατόπιν γνωστό ότι στα περιθώρια των διαπραγματεύσεων εκείνης της μέρας ο Σα­μαράς όχι μόνο δεν συνομίλησε με τον πρωθυ­πουργό του, αλλά... κρυβόταν επιμελώς, φοβού­μενος προφανώς μήπως συμβεί κάτι απρόοπτο που θα του χαλούσε τα σχέδια που προφανώς εί­χε στο μυαλό του. Αργότερα θέλησε να δικαιολο­γηθεί για την πρωτοφανή στάση του, να μην έχει δηλαδή άμεση επικοινωνία με τον πρωθυπουργό της χώρας για μείζον εθνικό θέμα, με διάφορα αστεία επιχειρήματα. Είπε π.χ. ότι δεν χρειαζόταν να μιλήσει με τον πρωθυπουργό, διότι οι οδηγίες που είχε λάβει από εκείνον ήταν συγκεκριμένες και δεν υπήρχε λόγος να αλλάξουν (τότε γιατί άραγε γίνονταν α πολύωρες διαπραγματεύσεις;)!... Επί­σης, είπε ότι ούτως ή άλλως οι θέσεις του δικαιώ­θηκαν, άρα όλα τα άλλα περνούν σε δεύτερη μοί­ρα (κι όμως το ζήτημα των Σκοπίων ακριβώς τότε διογκώθηκε και χάθηκε το όνομα της Μακεδονίας για τον ελληνισμό...).
Ο Σαμαράς έχτισε έκτοτε την εικόνα του δήθεν α­συμβίβαστου πατριώτη για το όνομα της Μακεδονίας, στηριζόμενος ακριβώς πάνω στη συμφωνία της 16ης Δεκεμβρίου και τον περίφημο «τρίτο ό­ρο», που υποτίθεται ότι εξασφάλιζε τα ελληνικά δίκαια σχετικά με το πρόβλημα που αναδύθηκε [Τελικά, μετά από λίγο καιρό, φάνηκε η «γύ­μνια» του Σαμαρά, αφού όλοι απολύτως οι Ευρω­παίοι εταίροι της Ελλάδας αποδείχτηκε ότι ερμή­νευαν διαφορετικά από την ελληνική πλευρά τον «τρίτο όρο» της συμφωνίας. Ήταν λοιπόν θέμα ερμηνείας, όπως παραδέχτηκε αργότερα και ο ί­διος ο Σαμαράς και δεν επρόκειτο για μεγάλη δι­πλωματική του νίκη, όταν θέλησε να την παρου­σιάσει ως τέτοια στην προσπάθειά του να οικο­δομήσει το προφίλ του επερχόμενου ηγέτη...]. Ο όρος αυτός ανέφερε ότι καμία από τις νέες Δημοκρατίες που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ο­νομασία, η οποία να υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις [Οι άλλοι δύο όροι ήταν: να μην έχει εδαφικές διεκδικήσεις έναντι κάποιας γειτονικής χώρας και να μην πραγματοποιεί εχθρικές προπαγανδι­στικές δραστηριότητες].
Αντιφατική λοιπόν ήταν η στάση του Σαμαρά στην ιστορική συνεδρίαση των Βρυξελλών, στις 16 Δεκεμβρίου 1991. Από τη μια υπέγραψε το κεί­μενο που αναφερόταν σε ανεξάρτητη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και από την άλλη έβαλε τάχα τον όρο καμία ονομασία να μην υπονοεί αλυτρωτικές διαθέσεις. Μα το ένα αναιρεί το άλλο! Διότι πώς να πειστούν μετά οι Ευρωπαίοι για τα ελληνι­κά δίκαια, όταν ο ίδιος ο Σαμαράς με την υπογρα­φή του αναγνώρισε τα Σκόπια ως «Μακεδονία»; Άρα ο «τρίτος όρος» πήγαινε στον κάλαθο των α­χρήστων, αφού δεν αφορούσε με κανέναν τρόπο την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», που ήδη είχε υπογράψει ο Σαμαράς! Πρόκειται για έ­να πολύ σκοτεινό σημείο της πολιτικής διαδρο­μής του Μεσσήνιου πολιτικού, που ο ίδιος δεν θέ­λησε ποτέ του να διαλευκάνει...
Ό,τι δεν είχαν ως τότε καταφέρει να κάνουν η α­ντιπολίτευση ΠΑΣΟΚ-Αριστεράς, οι απεργιακές κινητοποιήσεις, το παραγωγικό σαμποτάζ στην οικονομία, η διεθνής εκστρατεία δυσφήμησης της χώρας και η τρομοκρατία εναντίον της οικο­γένειας Μητσοτάκη, το κατάφερε ο βασικός του συνεργάτης μέσω του «Μακεδονικού». Με αποτέ­λεσμα την πτώση αργότερα της κυβέρνησης Μη­τσοτάκη και τη μετατροπή της χώρας σε «δού­ρειο ίππο» μέσα στη Δύση σκοτεινών υπερδυνά­μεων...
Έτσι λοιπόν, ο Σαμαράς στην ενημέρωση του πρωθυπουργού που ακολούθησε παρουσίασε την άσχημη τροπή των πραγμάτων σαν μια «με­γάλη ελληνική νίκη», που οφειλόταν στην πιστή υ­ποτίθεται εφαρμογή των οδηγιών που του είχε δώσει ο Μητσοτάκης. Ο τότε πρωθυπουργός αρ­χικά απέφυγε να επιπλήξει δημόσια τον υπουργό του, μην θέλοντας επιπροσθέτως να πιστέψει ότι ένας τόσο στενός του συνεργάτης τον εξέθεσε. Αλλά και ο, ανοιχτός σε κάθε ερμηνεία, «τρίτος ό­ρος» λειτούργησε το πρώτο διάστημα καθησυχα­στικά για τον Μητσοτάκη και το περιβάλλον του. 
Με τα πολλά προβλήματα στις σχέσεις Μητσοτάκη Σαμαρά φτάσαμε στον Σεπτέμβριο του 1993. Ο Σαμαράς κάλεσε τους προσκείμενους σ’ αυτόν βουλευτές της ΝΔ να αποστατήσουν και να γκρεμίσουν την κυβέρ­νηση! Πολλοί συνέκριναν την πράξη αυτή του Σαμαρά με την αντίστοιχη του Μητσοτάκη το 1965. [Όταν ο Μητσοτάκης, μαζί με όλα τα υπόλοιπα μεγαλοστελέχη της τότε κυβέρνησης της Ένωσης Κέ­ντρου, διαφώνησαν κάθετα με την απόφαση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου να παραιτη­θεί μετά τη σύγκρουσή του με τον βασιλιά Κωνστα­ντίνο.]
- Η κυβέρνηση Σημίτη.. 
Τον Ιανουάριο του 1996 διαδέχθηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου στην πρωθυπουργία, μετά από ψηφοφορία της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους αναδείχθηκε επίσης πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο συνέδριο του κόμματος. Εξελέγη πρωθυπουργός στις ελληνικές κοινοβουλευτικές εκλογές του 1996 και του 2000.
Ως πρωθυπουργός προώθησε μία μετριοπαθή εξωτερική πολιτική ταυτόχρονα με τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση του μεγάλου ελληνικού δημόσιου τομέα, στοχεύοντας σε μία οικονομική σταθερότητα σύμφωνα με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. H δεύτερη θητεία του συνοδεύτηκε από την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού και του εθνικού χρέους, καθώς και από προσπάθειες επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών για το Κυπριακό πρόβλημα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Μεταξύ των σημαντικότερων επιτυχιών της θεωρείται η ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση το 2001.
- Η Κυβέρνηση της αποτυχίας του Κώστα Καραμανλή
Το 2004 και το 2007 ο Ελληνικός λαός επέλεξε με την ψήφο του τη Νέα Δημοκρατία, να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας. Υποσχέσεις πολλές, λόγια πολλά, ως συνήθως, που έκαναν αρκετό κόσμο να πιστέψει ότι, θα ‘ρθουν καλύτερες ημέρες από αυτές που είχε δει επί Π.Α.Σ.Ο.Κ.
Καμιά άλλη κυβέρνηση δεν είχε τόσο θετική αύρα όταν εκλέχθηκε. Όπως αναφέρθηκε από πολλούς η ΝΔ το 2004 είχε την ψήφο του 45% του ελλ. λαού και την ανοχή σχεδόν του υπόλοιπου μέρους της κοινωνίας. Ανέλαβε την ηγεσία της χώρας εν μέσω Ολ. Αγώνων,           εν μέσω του χρυσού καλοκαιριού του 2004 της φοβερής ψυχολογικής ανάτασης των ελλήνων.
Δυστυχώς η ΝΔ αποτέλεσε ΤΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ της Μεταπολίτευσης που ουσιαστικά είτε άφησε τα πράγματα στάσιμα, είτε τα πήγε χειρότερα σχεδόν σε όλους τους τομείς που ανέλαβε. Και αυτό είναι εκπληκτικό.
Ακόμα χειρότερα τα πήγε ο Καραμανλής: από οραματιστής ηγέτης κατάντησε ο πιο αποτυχημένος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης.
Το φαινόμενο ΝΔ του 2004-2009 θα αποτελέσει σημείο μελέτης για τους πολιτικούς αναλυτές του μέλλοντος. Και θα αποτελέσει σημείο μελέτης, διότι είναι ανεξήγητα το πως κατάφερε να είναι τόσο αποτυχημένη και να τα κάνει τόσο μαντάρα σε όλους σχεδόν του τομείς.
Εγώ πιστεύω ότι Η ΝΔ , ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ΠΩΣ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙ. δεν ήξερε τι σημαίνει μεταρρύθμιση, τι σημαίνει κυβερνητικός έλεγχος, τι σημαίνει σωστή κρίση του έργου των υπουργών, τι σημαίνει καταπολέμηση της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας, κτλ.
1. Σεμνότητα και ταπεινότητα.
Θα αναφέρουμε για παράδειγμα, τον ελέω λίστας, Υπουργό Επικρατείας Θεόδωρο Ρουσόπουλο. Στις εμφανίσεις του στα τηλεοπτικά παράθυρα και όχι μόνο με ύφος χιλίων καρδιναλίων, αλλά και με σαρκαστικό χαμόγελο προσπαθούσε να μας πείσει ότι, για όλα φταίνε οι άλλοι εκτός από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Το όψιμο νεοδεξιό τέμπο του, το «ταπεινό» και Ναπολεόντειο «εγώ» του θύμιζε επαγγελματία προπαγανδιστή της αμετανόητης δεξιάς. Έλεγε στις 30/08/2007 στον ΑΝΤΕΝΝΑ: «Εγώ θα ρυθμίσω...». «Εγώ θα φροντίσω...». «Εγώ γνωρίζω...». Ποιο «εγώ» δεν χρησιμοποίησε; Το εγώ προπαγανδίζω με τα δικά σας λεπτά... Το μάθημα της «ταπείνωσης» διδασκόταν από τον προπαγανδιστή Ρουσόπουλο για να σκεπάσει τα αποκαΐδια και τα φέρετρα των 74 νεκρών με λίγα ευρώ.
Συμπέρασμα: Σεμνότητα και ταπεινότητα ανύπαρκτη...
2. Επανίδρυση του κράτους
Όταν, έλεγε ο τότε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας ότι θα επανιδρύσει το κράτος, λίγοι κατάλαβαν ότι εννοούσε το παρακράτος της δεξιάς. Οι προσλήψεις των γαλάζιων παιδιών και η στρατολόγησή τους σε θέσεις κλειδιά και η ταυτόχρονη απομάκρυνση μη αρεστών ικανότατων στελεχών, οδήγησαν στην διάλυση του κρατικού μηχανισμού με τα γνωστά επακόλουθα και το «κατόρθωμά» τους να πενθεί η Ελλάδα σήμερα τα παιδιά της και να κοιμάται πάνω στα αποκαΐδια, που αφήνει πίσω της μιας ανίκανη και επικίνδυνη κυβέρνηση.
Η Πυροσβεστική Υπηρεσία και όχι μόνο, μετετράπη τότε σε γαλάζιο μικρομάγαζο, από τους γαλάζιους «μεταρρυθμιστές». Πολλοί αξιότατοι αξιωματικοί απομακρύνθηκαν από το Σώμα της Πυροσβεστικής για τον εξής απλό λόγο: Δεν είχαν γαλάζια ταυτότητα ή σημείωμα της οποιαδήποτε Παπακώστα. Τα αποτελέσματα τα είδαμε με τις πρώτες φωτιές. Άνθρωποι νεκροί, ζώα νεκρά, σπίτια καμένα και μετατροπή του πράσινου σε κρανίου τόπο. Κατά τα άλλα η «κυβέρνηση των μεταρρυθμίσεων» προσλάβανε αγροφύλακες με «αξιοκρατικά κριτήρια», δηλαδή «δικά τους παιδιά» τουτέστιν γαλάζια παιδιά έτοιμα να συνταξιοδοτηθούν.
3. Πάταξη της διαπλοκής
Περίπου σαράντα (40) στελέχη της κυβερνώσας παράταξης, μέσα σε πεντέμισι χρόνια,  απομακρύνθηκαν από διάφορους Οργανισμούς και Δημόσιες Υπηρεσίες, γιατί υπήρχαν υπόνοιες ότι, ήταν αναμειγμένα σε διάφορα σκάνδαλα. Κουμπάροι, συγγενείς, βαλίτσες που άλλαζαν χέρια και πήγαιναν σε «ημέτερους», σκάνδαλα, ομόλογα, είναι μερικά μόνο «λουλούδια» που κοσμούν το «ανθοδοχείο» της Νέας Δημοκρατίας.

Στις Δημόσιες Υπηρεσίες το ρουσφέτι ζούσε και βασίλευε. Το φακελάκι στα Νοσοκομεία αντί να μειωθεί, όχι μόνο έχει αυξηθεί, αλλά είχε πάρει και επικίνδυνες διαστάσεις. Τα κρεβάτια της εντατικής, όταν χρειαζόταν, τα έβρισκαν οι έχοντες και κατέχοντες και κυρίως οι έχοντες διασυνδέσεις με «γαλάζιους» αξιωματούχους...

Συμπέρασμα: Η διαπλοκή επί των ημερών της Κυβέρνησης Καραμανλή γιγαντώθηκε γιατί, δεν είχε τη βούληση ή την ικανότητα να την πατάξει.

Η ευθύνη βάρυνε εξ ολοκλήρου τον ίδιο  και κατ’ επέκταση τις κυβερνήσεις του, όχι μόνο γιατί ηγήθηκε μιάς τέτοιας   κυβερνώσας παράταξης, αλλά και γιατί ενσάρκωσε με υποδειγματικό τρόπο μία « διακυβέρνηση» ενώ ο ίδιος ήταν κλεισμένος μέσα σε γυάλα στο Μαξίμου για πεντέμισι χρόνια.

Το ισχυρό χαρτί της Νέας Δημοκρατίας ήταν ο Κώστας Καραμανλής, χωρίς την παρουσία του πρεσβύτερου Κωνσταντίνου Καραμανλή, δεν θα είχε περάσει ούτε απέξω από του Μαξίμου (πόσο δίκιο είχε ο Μητσοτάκης που δεν τον έκανε ούτε καν υφυπουργό...). Οι επικοινωνιολόγοι του Κώστα Καραμανλή είχαν φροντίσει για την δόμηση μιας εικόνας κι ενός προφίλ, που να είναι συμπαθής στον κόσμο, αλλά, δυστυχώς, απών από τα προβλήματα του τόπου. Ήρθε η τραγωδία του Σινούκ, της Χαλκιδικής, το σκάνδαλο των υποκλοπών, το σκάνδαλο των ομολόγων, το μπάχαλο των εξετάσεων, τα ανιστόρητα βιβλία, οι ασύμμετρες απειλές και η Εθνική τραγωδία με 74 νεκρούς σ’ ένα χρόνο, για να «αντιληφθεί» ο απερχόμενος Πρωθυπουργός ότι, ήταν απών από όλες τις μάχες, γι’ αυτό και έχασε τον πόλεμο.
Τα νοικοκυριά με τέσσερα άτομα χρεώθηκαν 11.000 ευρώ μέσα σε τριάμισι χρόνια διακυβέρνησης της Ν.Δ. και άγνωστο πόσο στα πεντέμισι... 
Προχώρησε σε αλχημείες για το χρέος στην Ευρώπη και παρέδωσε το 2009 στον Γιώργο Παπανδρέου μία σχεδόν χρεωκοπημένη Ελλάδα.
- Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου

Να θυμήσουμε εμείς το μεγάλο έργο της σύντομης θητείας του, γιατί δέν πρόκειται κανείς να το κάνει απο τα "μίντια" .Περιμένουν να ανακοινώσει επίσημα το κόμμα για να αρχίσουν τον πόλεμο οι διάφοροι Πρετεντέρηδες..
Από το 2010. Δηλαδή, από τότε που ανέλαβε  η κυβέρνηση Παπανδρέου.
Σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του που είχε δημοσιευτεί τον Αύγουστο του 2010 (ήταν η εποχή που η Ελλάδα δεχόταν από όλους εύσημα για την προσπάθειά της και ιδιαίτερα στη μείωση της σπατάλης και των ελλειμμάτων), ο τότε πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, έλεγε μεταξύ άλλων το εξής:
«Μπορεί για  κάποιους τεχνοκράτες και αναλυτές σημασία να έχει μόνο το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, στη δική μας περίπτωση: να μειώσουμε το έλλειμμα, να αντιμετωπίσουμε το χρέος, να ξεχρεώσουμε τα δανεικά. Για εμάς, όχι. Εμείς δεν  αρκούμαστε σε αυτά. Εμείς γνωρίζουμε ότι κανένα θετικό αποτέλεσμα δεν θα έχει μόνιμο χαρακτήρα χωρίς τολμηρές θεσμικές αλλαγές στη λειτουργία του κράτους και  του πολιτικού  συστήματος… Προχωράμε σε αλλαγές που  θα οικοδομήσουν αποτελεσματικά ένα κράτος δικαίου υπέρ του πολίτη. Αλλαγές που  ξεριζώνουν το πελατειακό κράτος, απαντώντας έτσι επί της ουσίας, στις αιτίες του προβλήματος που παραλίγο να μας οδηγήσει στην κατάρρευση. Αλλαγές που  εγγυώνται ότι η έξοδος της  χώρας από την κρίση, όταν επιτευχθεί, θα είναι μόνιμη και όχι προσωρινή».
Και πράγματι, η προσπάθεια έγινε. Και είχε αποτέλεσμα. Στην έκθεση «Going for Growth» του ΟΟΣΑ για το 2012 , έκθεση που δίνει έμφαση σε διάφορους τομείς που σχετίζονται με τις αναπτυξιακές δυνατότητες των κρατών μελών, η Ελλάδα βρέθηκε στην κορυφή όλων των χωρών του ΟΟΣΑ σε ρυθμό μεταρρυθμίσεων την διετία 2010-2011. Δείτε τον πίνακα:
Untitled1
Η πρώτη θέση της Ελλάδας εξηγείται από δύο λόγους. Πρώτον, διότι ελέω καραμανλικής διακυβέρνησης, η Ελλάδα ξεκινούσε από πολύ χαμηλά σε όλους τους τομείς, σε σχέση με όλες τις χώρες. Και δεύτερο και σημαντικότερο, επειδή η Ελλάδα είχε αποκτήσει κυβέρνηση που έκανε σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια – κι ας μην της το αναγνώριζε ουσιαστικά κανένας στο εσωτερικό, γιατί ήταν της μόδας τότε και πουλούσε η “αντιμνημονιακή” ισοπέδωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα, είναι εμφανές ότι όλες οι μεταρρυθμιστικές συμβουλές του ΟΟΣΑ που χρονολογούνται από το 2007, βρίσκουν απάντηση από το 2010!
Αλλά το μεταρρυθμιστικό  έργο της κυβέρνησης Παπανδρέου, παρά τα σοβαρά προβλήματα πολιτικής αστάθειας, συνεχίστηκε.
Έτσι και  η έκθεση του ΟΟΣΑ «Going for Growth» για το 2013, στην οποία αναφέρθηκε και ο κ. Στουρνάρας και καλύπτει την διετία 2011-2012 (κυρίως δηλαδή κυβερνήσεις Παπανδρέου – Παπαδήμου), εξακολουθεί να κατατάσσει την Ελλάδα πρώτη σε ρυθμό μεταρρυθμίσεων. Δείτε τον πίνακα:
Untitled2
Το  έργο λοιπόν ξεκίνησε. Τώρα; Τι γίνεται  τώρα;
Όλα τα δελτία ειδήσεων απο την Ανοιξη του 2013 και εντεύθεν , ξύπνησαν ξαφνικά και προέβαλλαν με κάθε τρόπο – και καλά έκαναν – θετικές ειδήσεις από κάθε τομέα, όταν αντιθετως το 2010 και 2011…σιγοψιθύριζαν κάθε θετική είδηση που προέκυπτε και ισοπέδωναν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια που ξεκινούσε η κυβέρνηση Παπανδρέου. Απο αυτή την προσπάθεια  εξακολουθούμε να έχουμε σήμερα θετικές ειδήσεις.
«Αυξάνονται φέτος οι τουρίστες έλεγαν το 2013».Το ίδοις έγινε και το 2014. Πολύ θετικό. Αποτέλεσμα της απόφασης, για παράδειγμα, της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να στρέψει, από την πρώτη στιγμή, τη διαφημιστική καμπάνια της χώρας στο διαδίκτυο. Μην ξεχνάμε ότι το 2011, μέσα στην κρίση και στο χάος των συγκεντρώσεων, είχαμε ρεκόρ όλων των εποχών στην προσέλευση τουριστών στη χώρα.
«Αυξάνονται τα έσοδα από  την κρουαζιέρα» έλεγαν και λένε. Πολύ θετικό. Αποτέλεσμα των αποφάσεων της  κυβέρνησης Παπανδρέου  για την άρση του cabotage στην κρουαζιέρα.
«Κόβονται και άλλες συντάξεις – μαϊμού» λένε. Θετικότατο. Αποτέλεσμα και αυτό της προσπάθειας ελέγχου  που ξεκίνησε επί κυβέρνησης Παπανδρέου.
«Απελευθερώθηκε το 73% των  κλειστών επαγγελμάτων». Πολύ θετικό. Αποτέλεσμα και αυτό των αποφάσεων  της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ που πολεμήθηκαν μανιωδώς και από κόμματα που σήμερα διαφημίζουν την απελευθέρωση.
Καλά όλα αυτά. Η συνέχιση όμως των μεταρρυθμίσεων που θα διασφαλίσουν ότι η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση θα είναι μόνιμη και όχι προσωρινή, πού είναι;
Πέρα από την ζωτικής σημασίας προσπάθεια για αξιολόγηση στο Δημόσιο, προσπάθεια που ξεκίνησε και αυτή επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, πού είναι για παράδειγμα η ολοκλήρωση της Διαύγειας για τον έλεγχο κάθε δαπάνης;
Από πότε έχουμε να ακούσουμε  για το επόμενο βήμα στην τελειοποίηση του συστήματος ηλεκτρονικής συνταγογράφησης;
Από πότε έχουμε να ακούσουμε  για γενίκευση των ηλεκτρονικών προμηθειών στα νοσοκομεία;
Για την προώθηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στο Δημόσιο, ώστε να εξυπηρετείται ο πολίτης;
Από πότε έχουμε να ακούσουμε κάτι ελπιδοφόρο για τα σχολεία και τα παιδιά μας; Μήπως από τότε που η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ προωθούσε και εξάπλωνε το Ψηφιακό Σχολείο;
Γιατί δεν ακούμε τίποτα για τα προγράμματα διανομής αγροτικής  γης σε νέους αγρότες; Γιατί ακούμε όλο και λιγότερα πράγματα για τη στήριξη της νεανικής επιχειρηματικότητας; Για νέες θέσεις εργασίας και προώθηση της ενεργειακής αυτονομίας της χώρας με την προώθηση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας;
Και γιατί δεν ακούμε τίποτα, πιά, για  νέο εκλογικό νόμο που θα δώσει γερό χτύπημα στο “μαύρο” πολιτικό χρήμα, σπάζοντας τις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες;
Είναι μερικά μόνο  παραδείγματα. Το συμπέρασμα είναι ένα: στη συντριπτική πλειοψηφία των θεμάτων και σε ό,τι αφορά το πραγματικό μεταρρυθμιστικό έργο, η χώρα δίνει όλο και περισσότερο την εντύπωση ότι τα τελευταία 2 χρόνια δέν κυβερνάται, γιατί ή η Τόικα θα μας πεί γαι μεταρυθμίσεις που πρέπει να πάρουμε ή θα  βρίσκεται στον αυτόματο κυβερνητικό πιλότο.Κι αυτό είναι επικίνδυνο. (στοιχεια απο το http://www.smartpost.gr)
- Και τώρα που βγήκε στο προσκήνιο ο Γιώργος Παπανδρέου στην παρέμβασή του αναδεικνύει την τρομακτική ανευθυνότητα και τον τυχωδιωκτισμό τόσο της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ. 
Ο Γιώργος Παπανδρέου αναδεικνύει το ότι η παρούσα κυβέρνηση, με δική της υπαιτιότητα έθεσε την χώρα στο κενό, εξαγγέλλοντας το 2012 την έξοδο από το μνημόνιο, χωρίς να υπάρχει καμία προετοιμασία. Οι Σαμαράς-Βενιζέλος από το περασμένο καλοκαίρι έχουν βάλει την χώρα σε κίνδυνο, συνιστώντας όχι παράγοντα σταθερότητας, αλλά επικιδυνότητας. Που είναι το success story για το οποίο μονότονα μιλούσαν; Πουθενά. Ποια είναι η πορεία των μεταρρυθμίσεων; Σε πλήρες αδιέξοδο. Αν η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου είναι παράγων σταθερότητας, γιατί από την στιγμή που τα έκαναν μαντάρα αυξήθηκε ο φόβος στους Έλληνες πολίτες, ότι μπορεί η Ελλάδα να μην τα καταφέρει και να βγει από το ευρώ;
Ο Παπανδρέου στην παρέμβασή του αναδεικνύει την τρομακτική ανευθυνότητα και τον τυχωδιωκτισμό τόσο της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Παπανδρέου αναδεικνύει το ότι η παρούσα κυβέρνηση, με δική της υπαιτιότητα έθεσε την χώρα στο κενό, εξαγγέλλοντας την έξοδο από το μνημόνιο, χωρίς να υπάρχει καμία προετοιμασία. Οι Σαμαράς-Βενιζέλος από το περασμένο καλοκαίρι έχουν βάλει την χώρα σε κίνδυνο, συνιστώντας όχι παράγοντα σταθερότητας, αλλά επικιδυνότητας. Που είναι το success story για το οποίο μονότονα μιλούσαν; Πουθενά. Ποια είναι η πορεία των μεταρρυθμίσεων; Σε πλήρες αδιέξοδο. Αν η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου είναι παράγων σταθερότητας, γιατί από την στιγμή που τα έκαναν μαντάρα, αυξήθηκε ο φόβος στους Έλληνες πολίτες ότι μπορεί η Ελλάδα να μην τα καταφέρει και να βγει από το ευρώ;
- Τί παράξενο πρότεινε ο Γιώργος: Αυτό που πρότεινε ο Παπανδρέου ήταν η συγκρότηση κυβέρνηση εθνικής ενότητας, υπό την έννοια ανάληψης, έστω και την ύστατη ώρα, της ευθύνης εκ μέρους του πολιτικού συστήματος, το οποίο δείχνει να μην αγωνιά για την καταστροφή για την οποία το ίδιο μερίμνησε μοναδικά. Αλήθεια, πώς εξυπηρετεί ο Σαμαράς την σταθερότητα της χώρας; Πώς το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου συμβάλλει στην σταθερότητα της χώρας; Ποιος άραγε θεωρεί τους συγκυβερνώντες αξιόπιστους σε διεθνές επίπεδο; Ποιος πραγματικά πιστεύει ότι αυτοί οι δύο, αν καταφέρουν και εκλεγούν, δεν θα ξαναβάλλουν την χώρα σε κίνδυνο και δέν θα υποκύψουν σε νέα μέτρα;
Για το ΠΑΣΟΚ Ο Γιώργος Παπανδρέου πρότεινε  αλλαγή πολιτικής , εκλογή  αρχηγού απο τη βάση, σύμφωνα με τις καταστατικές διαδικασίες . Απάντηση του Βενιζέλου "θα γίνει συνέδριο μετά τις εκλογές, αλλά όχι όπως το πρότεινε ο Γιώργος, χωρίς καταστάσεις μελών κλπ." - Πότε Ευάγγελε έγιναν εσωκομματικες εκλογές χωρίς μέλη, πότε στο πρότεινε αυτό;. Να θυμήσουμε ότι τις εκλογές απο τη βάση του κόμματος τις εισηγήθηκε και έγινε θεσμός και καταστατική διαταξη ο  δημοκρατικός Γιώργος, διαδικασία που  μάλιστα τις υιοθετησε και η ΝΔ. Το να φροντίζουν τώρα κάποιοι επίμονα και τώρα να εξοντώσουν πολιτικά τον Παπανδρέου, δέν πείθουν για τις προθέσεις του και πετούν την μπάλα στην εξέδρα, καλύπτοντας τις τρομακτικές ευθύνες του πλέγματος εξουσίας που μας έχει φέρει ως εδώ. Αν θέλετε να μήν δημιουργηθεί νέο κόμμα, τρέξτε, αλλάξτε,άν και τώρα είναι αργά, γιατί ο Γιώργος δέν είναι μόνος, προτρέπεται απο χιλιάδες δημοκράτες να τα "αλλάξει όλα" ,να προχωρήσει μακριά απο λάθη του παρελθόντος και να δώσει ζωή στην απομονωμένη δημοκρατική παράταξη.
Βλέπαμε, ακούγαμε καθημερινά, μετά την πτώση - αναγκαστική παραίτηση του πρωθυπουργού του 44% του Γιώργου Παπανδρέου, μία συγχορδία ειρωνίας, απαξίωσης στο πρόσωπό του, όχι μόνο απο τα μίντια της αρπαχτής, αλλά και..
απο στελεχάρες του ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου.Βέβαια ήταν αναμενόμενο απο αυτούς τους "εσωτερικούς" του ΠΑΣΟΚ που συνέβαλλαν στην αποπομπή του Παπανδρέου.
- Μπροστά στο μένος κατά του Γιώργου "ξέχασαν" να υπερασπιστούν το έργο των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου αλλά και της σύντομης κυβέρνησης του Γιώργου.Δέν κατανόησαν οι ανόητοι ότι αυτό θα έκανε κακό στο ΠΑΣΟΚ, θα υπήρχε συρρίκνωση στα νύν δημοσκοπικά δεδομένα, θα πλήγωνε τους δημοκρατικούς πολίτες.Ταυτίστηκαν με τον Σαμαρά, έδωσαν συγχωροχάρτι σε πολλούς που έφτασαν την Ελλάδα "εκεί". Εφτασαν στο απίστευτο σημείο αισχρής κατασυκοφάντησης, στελέχη του ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου να κατηγορούν τον Παπανδρέου (κάτι που δέν είπαν οι δεξιοί),ότι έφερε το ΔΝΤ, επειδή είπε ο Στροσκάν ότι μίλησε τότε για ΔΝΤ, Δέν λένε όμως ότι επι μήνες έτρεχε να σώσει τη χώρα απο τη χρεωκοπία, πιέζοντας την ανύπαρκτη Ευρώπη να δημιουργή σει μηχανισμό στήριξης που δέν υπήρχε.Μήπως ξεχνάτε σύντροφοι, ότι ο μηχανισμός στήριξης που έγινε  απο την Ευρώπη, έγινε με τις πιέσεις του Παπανδρέου; υπήρχε τότε κάτι παρόμοιο;γιατί τόση εμπάθεια;πιστεύατε ότι θα κερδίσετε πολιτικά;να λοιπόν  που διαλύσατε το ΠΑΣΟΚ και μήν τα φορτώνετε σε άλλους.
- Γιατί σύντροφοι του ΠΑΣΟΚ δέν τολμήσατε να προβάλετε,   αυτό που πολλοί εντός και εκτός Ελλάδας έχουν αναφερθεί και έχουν πεί ότι  "η Ελλάδα βρίσκεται σε αυτό τραγικό σημείο λόγω δύο κυρίως πολιτικών: του Κ. Σημίτη και του Κ. Καραμανλή.
Το λάθος του πρώτου όπως διατυπώνεται συχνά ήταν ότι έβαλε μια χώρα με τριτοκοσμικές οικονομικές δομές στην ευρωζώνη και μάλιστα με μία ισοτιμία δραχμής-ευρώ πού έμελλε με μαθηματική ακρίβεια να εξαλείψει και τα ελάχιστα ίχνη ανταγωνιστικότητας της χώρας. Το λάθος του δεύτερου ήταν ότι εκμεταλλεύθηκε το φτηνό χρήμα που διασφάλιζε η ένταξη στην ευρωζώνη όχι απλά για να μην κάνει μεταρρυθμίσεις, αλλά για να προχωρήσει στην περαιτέρω γιγάντωση του πελατειακού κράτους με τις δεκάδες χιλιάδες διορισμών, αυξήσεις κρατικών δαπανών κ.λπ." Δέ νομίζω ότι το πρόβαλλε κανείς αυτό.Η εύκολη και επιθυμητή λύση, το ανάθεμα στον Γιώργο.
- Να  θυμήσουμε οτι, όταν ανέλαβε ο Παπανδρέου, πήρε στην πλάτη του ένα βάρος που δέν το δικαιούνταν.Προσπάθησε να σώσει ένα πλοίο που έπιασε π άτο. Η προσπάθεια αρχικώς είχε αποτέλεσμα αλλά δέν άρεσε σε πολλούς, έπρεπε να γίνει με όρους δικούς τους. Προσπάθησαν μετά να τα φορτώσουν στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου αλλά αυτό το μύθευμα δεν μπορούσε να διαρκέσει για πάντα. Ήλθε ο καιρός να καταρρεύσει μαζί με το φιάσκο για το "σκίσιμο στα μνημόνια" και το saxes story και τα πενιχρά αποτελέσματα στις μεταρρυθμίσεις.
- Τα μίντια και τότε αλλά και τώρα ήταν κατά του Γιώργου, γιατι δέν τους "έστρωσε το χαλί που ήθελαν". Παρά ταύτα εκλέχθηκε με 44%. Δέν πρέπει να ξεχνάμε ότι με τη ανάληψη της δικυβέρνησης "όλο το σύστημα" τον είχε ξεγράψει και «θάψει» πολιτικά με κάθε τρόπο με στόχο να τον απομονώσει από τη κοινωνία, φορτώνοντας του όλες τις προπατορικές αμαρτίες της διόγκωσης του δημόσιου χρέους,  από το γεγονός ότι αναγκάστηκε η Κυβέρνησή του να προσφύγει στους δανειστές και στην υπογραφή των Μνημονίων.
- "Το λεφτά υπάρχουν" έγινε "καραμέλα" στα ειρωνικά χείλη ακομη και ανθρώπων του ΠΑΣΟΚ που άν δέν υπήρχε το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας ΠΑπανδρέου δέν θα ήτνα ούτε θυρωροί της πολυκατοικίας τους (ζητώ συγνώμη απο τους θυρωρούς).Σκοπίμως οι παρατρεχάμενοι του Βενιζέλου παρέλειπαν να πούν την αλήθεια και να προβάλλουν το πραγματικό Νόημα του "λεφτά υπάρχουν".Οπως γράφτηκαν και στο  ΕΠΙΚΑΙΡΟ  αποσπάσματα των ομιλιών που ήταν σχετικες με το "λεφτα υπάρχουν" είπε ο Γιώργος Παπανδρέου [Οκτ 2009]: «Λεφτά υπάρχουν, αν τα διεκδικήσεις, αν προσελκύσεις επενδύσεις, αν νοικοκυρέψεις το κράτος, αν αξιοποιήσεις τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, ώστε να αβγατίσουν και να δημιουργήσουν νέο πλούτο. Αλλά αυτά θέλουν σχέδιο και θέλουν σχέδιο που να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όχι το συμφέρον των κομματικών παραγόντων, των «ημέτερων» και των ισχυρών στη χώρα μας.»
Γιώργος Παπανδρέου [Οκτ 2009]: «Λεφτά υπάρχουν εάν χτυπήσουμε φαινόμενα φοροδιαφυγής, αδιαφάνειας, αναξιοκρατίας, κλειστών επαγγελμάτων, σπατάλης και γραφειοκρατίας που εμποδίζουν την υγιή επένδυση και πρωτοβουλία. Εάν αυτά δεν απαντηθούν, οι προσπάθειες του ελληνικού λαού θα είναι ημιτελείς ή ακόμα και χωρίς αντίκρυσμα. Οι κρίσεις θα επανέρχονται ως συστημικά και όχι συγκυριακά φαινόμενα»
- Αναφερθηκαμε πιό πάνω  εμείς το μεγάλο έργο της σύντομης θητείας του, γιατί δέν πρόκειται κανείς να το κάνει απο τα "μίντια" .Περιμένουν να ανακοινώσει επίσημα το κόμμα για να αρχίσουν τον πόλεμο οι διάφοροι Πρετεντέρηδες..

-Με όλα αυτά και με την κοινωνία στα κάγκελα και κάτω απο τα όρια της φτώχεις εκατομυρίων Ελλήνων, προβάλλει δειλά δειλά η ελπίδα και το χαμόγελο στα χείλη των δημοκρατικών πολιτών , γιατί ελπίζουν στην ανασυγκρότηση της Δημοκρατικής παράταξης που δημιουργησε ο Ανδρέας Παπανδρέου και συρρίκνωσε ο Βαγγέλης Βενιζέλος.
Γι αυτό θα στηρίξουν το νέο ΚΙΝΗΜΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΩΝ
Καλαιτζής Δημήτρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: