του Γιάννη Κορομήλη
«Ανόμοια πράγματα δεν συγκρίνονται.» Aυτό διδάσκει η επιστήμη. Για παράδειγμα μια ποσότητα ντομάτες και μια.. πατάτες μπορεί να έχουν το ίδιο βάρος αλλά άλλο το ένα κι άλλο το άλλο. Για παράδειγμα η πατάτα δεν τρώγεται ωμή. Η ντομάτα τρώγεται ωμή και είναι νοστιμότατη, όταν κοκκινίσει φυσιολογικά. Αν τώρα αυτό το «φυσιολογικά» έχει διαφορετική σημασία για κάποιους καλλιεργητές και εμπόρους που θέλουν να οικονομήσουν, προσθέτοντας βάρη στις τσέπες των καταναλωτών και αφαιρώντας ποσοστά από την ποιότητα και τη γεύση κάποιων προϊόντων είναι άλλο ζήτημα. Πάντως το κόκκινο χρώμα αποτελεί ένδειξη ωριμότητας για τις ντομάτες.
Η ωριμότητα απουσιάζει πολλές φορές από τον τόπο αυτό όπως αποδεικνύεται από την έλλειψη «κοκκινίσματος» που φυσιολογικά πρέπει να συνοδεύει τη ντροπή για τυχόν αποτυχίες. Κάποιες από αυτές πιθανώς να οφείλονται και σε λανθασμένες συγκρίσεις, οπότε μάλλον προκύπτει ένα δεύτερο ερώτημα. Σε ποιους απευθύνει η επιστήμη το αξίωμα περί μη σύγκρισης ανόμοιων;
Σε ποιους το λέει δηλαδή; Μα φυσικά στους ανθρώπους που είναι τα μόνα έλλογα όντα και θέλουν να προάγουν την κοινωνική και τη δημόσια ζωή σε κάθε εποχή. Άλλοι εφαρμόζουν βέβαια το αξίωμα αυτό και προοδεύουν, όπως συμβαίνει στις προηγμένες χώρες του κόσμου, ενώ υπάρχουν κι αυτοί που το αγνοούν ή το «ξεχνούν» και τελματώνουν. Η διαπίστωση αυτή μάλλον απαντά στο τρίτο ερώτημα του ορθολογικού διαλόγου του Αριστοτέλη: Γιατί τα λέει αυτά η επιστήμη; Μα για να μην κάνουμε λάθη για τα οποία θα έλθει κάποια στιγμή που θα ντρεπόμαστε. Κι αν η ντροπή καταφέρει να κοκκινίσει τα πρόσωπά μας έχουμε ενδείξεις ωριμότητας, όπως συμβαίνει π.χ. με τις γινωμένες ντομάτες. Κατά παράβαση βέβαια του προαναφερθέντος αξιώματος που επιτρέπει μόνο τις συγκρίσεις των όμοιων πραγμάτων. Αλλά σε ποιους κανόνες δεν υπάρχουν εξαιρέσεις; Αρκεί αυτές να μην υποκαθιστούν τους κανόνες, όπως έχει συμβεί αρκετές φορές στον τόπο μας και ιδιαίτερα κατά τη μεταπολίτευση που η διαχρονική επιρρέπεια στην αναποτελεσματικότητα και λόγω εσφαλμένων εκτιμήσεων και συγκρίσεων φαίνεται ότι κινήθηκε προς τον υπερθετικό βαθμό.
Οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου είναι αφιερωμένες στα αποτελέσματα για την εισαγωγή των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κάθε χρόνο ακούγονται πολλά και διάφορα που επαναλαμβάνονται ύστερα από 12 μήνες με διαφορετικά λόγια και ίσως διαφορετική κυβέρνηση ή υπουργό παιδείας αλλά πάντοτε στο ίδιο μοτίβο του «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν…». Ερυθρά πρόσωπα για τα κακώς κείμενα στο χώρο της (εκ-)παίδευσης σπάνια, αν όχι ποτέ, έχουν εμφανιστεί. Αντ’ αυτών επαναλαμβάνονται παρόμοιες εκτενείς αναλύσεις με σκοπό να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα και να καταστήσουν την απουσία κοκκινίσματος ασήμαντη λεπτομέρεια. Η λεπτομέρεια όμως κάνει τη διαφορά και αυτή εμφανίστηκε φέτος, ελκύοντας, αν όχι μονοπωλώντας, το ενδιαφέρον. Ήταν η εισαγωγή ενός υποψηφίου με βαθμό 0,9 σε κάποιο ΤΕΙ.
Το 0,9 μπορεί βέβαια να εξηγήσει καλύτερα από όλους o ίδιος ο υποψήφιος. Τεμπέλιασε; Το έκανε επίτηδες; Τόσα ήξερε, τόσα έγραψε; Είχε άλλους σκοπούς όπως οι σπουδές στο εξωτερικό, σκεπτόμενος τι Πράγα, τι Πάργα; Όπως και να έχει δικαιούται των συγχαρητηρίων και της στήριξης, όλων ημών των υπολοίπων, όπως και όλοι οι εισαχθέντες στα ΑΕΙ και ΤΕΙ για να τελειώσουν τις σπουδές τους. Ωστόσο τίθενται επί τάπητος κάποια ερωτήματα: Έχουν τις γνώσεις και τις ικανότητες να τα καταφέρουν; Αν θα μπορέσουν και σε πόσα χρόνια θα αποφοιτήσουν; Το πτυχίο θα τους βοηθήσει να βρουν δουλειά, να ζήσουν ευτυχισμένοι; Κατά τα άλλα το 0.9 έπρεπε να αναμένεται και όχι να δημιουργήσει εκπλήξεις και πληθωρικές αναλύσεις σε μια περίοδο μάλιστα οικονομικού στασιμοπληθωρισμού. Εκτός, αν αυτός συνοδεύεται και από «στασιμοπληθωρισμό εκτιμήσεων» για να αποφευχθεί το κοκκίνισμα για την κατάσταση στον χώρο της εκπαίδευσης.
Πώς ιδρύθηκαν οι περισσότερες περιφερειακές σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Μάλλον με σύγκριση με αντίστοιχες σχολές του εξωτερικού, κατά προτίμηση των χωρών με τα κορυφαία εκπαιδευτικά συστήματα στον κόσμο, όπως πχ η Φινλανδία. Κανένα σύστημα μιας ξένης χώρας δεν είναι βέβαια δυνατό να εφαρμοστεί σε μια άλλη χώρα, χωρίς να προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητες και στις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών. Όλες οι μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές που επιχειρήθηκαν κατά το παρελθόν στα λόγια έβαζαν πρώτο το κοινωνικό συμφέρον και το ενδιαφέρον για το μέλλον των παιδιών αλλά στα έργα έμειναν μάλλον μετεξεταστέες και πήραν βαθμό κάτω από τη βάση.
Πριν φτάσουμε στην εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με βαθμό κάτω από τη μονάδα, είχαμε διάφορες παραλλαγές εξεταστικών συστημάτων για την κατάταξη των νέων στις διάφορες σχολές, με και χωρίς βάση εισαγωγής. Συζητήσεις για την ανάγκη ύπαρξης βάσης (του «10» ή κάποιας άλλης) έγιναν πολλές και εξακολουθούν να γίνονται. Σπάνια όμως μας απασχόλησαν ερωτήματα όπως πόσες ή ποιες σχολές και σε ποιο μέρος τις χρειαζόμαστε, ποια εφόδια δίνουν στους νέους τα πτυχία και τι αντιπροσωπεύουν, αν είναι αποδεικτικά μόρφωσης, κοινωνικής καταξίωσης ή εξειδικευμένης γνώσης με αντίκρισμα στην αγορά εργασίας; Ή καλύτερα όσες φορές τέθηκαν τα ερωτήματα αυτά δεν απαντήθηκαν με επάρκεια ενώ όσοι τα έθεσαν, εισέπραξαν συνήθως τα συχαρίκια της κοινωνίας για την τόλμη «να ρίξουν μια πέτρα στα βαλτωμένα νερά» και τις υποσχέσεις της πολιτικής ότι «όπου να ‘ναι βγαίνει ο ήλιος» αλλά ακόμα περιμένουμε να δούμε την ανατολή…
Η ωριμότητα απουσιάζει πολλές φορές από τον τόπο αυτό όπως αποδεικνύεται από την έλλειψη «κοκκινίσματος» που φυσιολογικά πρέπει να συνοδεύει τη ντροπή για τυχόν αποτυχίες. Κάποιες από αυτές πιθανώς να οφείλονται και σε λανθασμένες συγκρίσεις, οπότε μάλλον προκύπτει ένα δεύτερο ερώτημα. Σε ποιους απευθύνει η επιστήμη το αξίωμα περί μη σύγκρισης ανόμοιων;
Σε ποιους το λέει δηλαδή; Μα φυσικά στους ανθρώπους που είναι τα μόνα έλλογα όντα και θέλουν να προάγουν την κοινωνική και τη δημόσια ζωή σε κάθε εποχή. Άλλοι εφαρμόζουν βέβαια το αξίωμα αυτό και προοδεύουν, όπως συμβαίνει στις προηγμένες χώρες του κόσμου, ενώ υπάρχουν κι αυτοί που το αγνοούν ή το «ξεχνούν» και τελματώνουν. Η διαπίστωση αυτή μάλλον απαντά στο τρίτο ερώτημα του ορθολογικού διαλόγου του Αριστοτέλη: Γιατί τα λέει αυτά η επιστήμη; Μα για να μην κάνουμε λάθη για τα οποία θα έλθει κάποια στιγμή που θα ντρεπόμαστε. Κι αν η ντροπή καταφέρει να κοκκινίσει τα πρόσωπά μας έχουμε ενδείξεις ωριμότητας, όπως συμβαίνει π.χ. με τις γινωμένες ντομάτες. Κατά παράβαση βέβαια του προαναφερθέντος αξιώματος που επιτρέπει μόνο τις συγκρίσεις των όμοιων πραγμάτων. Αλλά σε ποιους κανόνες δεν υπάρχουν εξαιρέσεις; Αρκεί αυτές να μην υποκαθιστούν τους κανόνες, όπως έχει συμβεί αρκετές φορές στον τόπο μας και ιδιαίτερα κατά τη μεταπολίτευση που η διαχρονική επιρρέπεια στην αναποτελεσματικότητα και λόγω εσφαλμένων εκτιμήσεων και συγκρίσεων φαίνεται ότι κινήθηκε προς τον υπερθετικό βαθμό.
Οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου είναι αφιερωμένες στα αποτελέσματα για την εισαγωγή των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κάθε χρόνο ακούγονται πολλά και διάφορα που επαναλαμβάνονται ύστερα από 12 μήνες με διαφορετικά λόγια και ίσως διαφορετική κυβέρνηση ή υπουργό παιδείας αλλά πάντοτε στο ίδιο μοτίβο του «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν…». Ερυθρά πρόσωπα για τα κακώς κείμενα στο χώρο της (εκ-)παίδευσης σπάνια, αν όχι ποτέ, έχουν εμφανιστεί. Αντ’ αυτών επαναλαμβάνονται παρόμοιες εκτενείς αναλύσεις με σκοπό να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα και να καταστήσουν την απουσία κοκκινίσματος ασήμαντη λεπτομέρεια. Η λεπτομέρεια όμως κάνει τη διαφορά και αυτή εμφανίστηκε φέτος, ελκύοντας, αν όχι μονοπωλώντας, το ενδιαφέρον. Ήταν η εισαγωγή ενός υποψηφίου με βαθμό 0,9 σε κάποιο ΤΕΙ.
Το 0,9 μπορεί βέβαια να εξηγήσει καλύτερα από όλους o ίδιος ο υποψήφιος. Τεμπέλιασε; Το έκανε επίτηδες; Τόσα ήξερε, τόσα έγραψε; Είχε άλλους σκοπούς όπως οι σπουδές στο εξωτερικό, σκεπτόμενος τι Πράγα, τι Πάργα; Όπως και να έχει δικαιούται των συγχαρητηρίων και της στήριξης, όλων ημών των υπολοίπων, όπως και όλοι οι εισαχθέντες στα ΑΕΙ και ΤΕΙ για να τελειώσουν τις σπουδές τους. Ωστόσο τίθενται επί τάπητος κάποια ερωτήματα: Έχουν τις γνώσεις και τις ικανότητες να τα καταφέρουν; Αν θα μπορέσουν και σε πόσα χρόνια θα αποφοιτήσουν; Το πτυχίο θα τους βοηθήσει να βρουν δουλειά, να ζήσουν ευτυχισμένοι; Κατά τα άλλα το 0.9 έπρεπε να αναμένεται και όχι να δημιουργήσει εκπλήξεις και πληθωρικές αναλύσεις σε μια περίοδο μάλιστα οικονομικού στασιμοπληθωρισμού. Εκτός, αν αυτός συνοδεύεται και από «στασιμοπληθωρισμό εκτιμήσεων» για να αποφευχθεί το κοκκίνισμα για την κατάσταση στον χώρο της εκπαίδευσης.
Πώς ιδρύθηκαν οι περισσότερες περιφερειακές σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Μάλλον με σύγκριση με αντίστοιχες σχολές του εξωτερικού, κατά προτίμηση των χωρών με τα κορυφαία εκπαιδευτικά συστήματα στον κόσμο, όπως πχ η Φινλανδία. Κανένα σύστημα μιας ξένης χώρας δεν είναι βέβαια δυνατό να εφαρμοστεί σε μια άλλη χώρα, χωρίς να προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητες και στις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών. Όλες οι μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές που επιχειρήθηκαν κατά το παρελθόν στα λόγια έβαζαν πρώτο το κοινωνικό συμφέρον και το ενδιαφέρον για το μέλλον των παιδιών αλλά στα έργα έμειναν μάλλον μετεξεταστέες και πήραν βαθμό κάτω από τη βάση.
Πριν φτάσουμε στην εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με βαθμό κάτω από τη μονάδα, είχαμε διάφορες παραλλαγές εξεταστικών συστημάτων για την κατάταξη των νέων στις διάφορες σχολές, με και χωρίς βάση εισαγωγής. Συζητήσεις για την ανάγκη ύπαρξης βάσης (του «10» ή κάποιας άλλης) έγιναν πολλές και εξακολουθούν να γίνονται. Σπάνια όμως μας απασχόλησαν ερωτήματα όπως πόσες ή ποιες σχολές και σε ποιο μέρος τις χρειαζόμαστε, ποια εφόδια δίνουν στους νέους τα πτυχία και τι αντιπροσωπεύουν, αν είναι αποδεικτικά μόρφωσης, κοινωνικής καταξίωσης ή εξειδικευμένης γνώσης με αντίκρισμα στην αγορά εργασίας; Ή καλύτερα όσες φορές τέθηκαν τα ερωτήματα αυτά δεν απαντήθηκαν με επάρκεια ενώ όσοι τα έθεσαν, εισέπραξαν συνήθως τα συχαρίκια της κοινωνίας για την τόλμη «να ρίξουν μια πέτρα στα βαλτωμένα νερά» και τις υποσχέσεις της πολιτικής ότι «όπου να ‘ναι βγαίνει ο ήλιος» αλλά ακόμα περιμένουμε να δούμε την ανατολή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου