ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Οκτωβρίου 2009
«Ακαδημία Πλάτωνος»: Αντώνης Καφετζόπουλος, ο Έλληνας Βig Lebowsky
Πολύ καλά τα νέα τα ελληνικά. Με φρέσκια ματιά και με μια ιστορία αποκαθαρμένη από ξεκατινιάσματα, ουρλιαχτά και σεξιστικές πορδές που προσπαθούν να βάψουν αυγά. Ήρθε επιτέλους η ώρα να πάμε λίγο πιο μπροστά. Τουτέστιν, «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου. Με μειδιάματα σαρκαστικά και σχόλια ειρωνικά. Διότι, Αλβανός ο Ελληνάρας ο αραχτός!
O ελληνικός κινηματογράφος ποτέ δεν πεθαίνει. Από την τέφρα της μιζέριας και της μούχλας του ξαναγεννιέται και προς τη δόξα πετιέται. Εντάξει. Μη βαράτε ομαδικώς και κυνικώς. Μπορεί να αποδειχθεί πως είμαι υπερβολικός. Εξηγήσιμο. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Διότι από την απελπισία της καραφαρσοκωμωδίας και την αλλεπάλληλη κινηματογραφική μακακία, έτσι και πέσουμε σε κάτι φρέσκο και διαφορετικό, κάνουμε την ....
τρίχα τριχιά. Πάμε τώρα στο ψητό.
Πρώτο ατού αυτής της δραματικής κομεντί, η πρωτότυπη σύλληψη μιας ιστορίας νεοελληνικής. Που λαμβάνει χώρα σε μια γωνιά της Ακαδημίας Πλάτωνος. Κλασικός και αραχτός τύπος που κολυμπάει στη μιζέρια, τη μούχλα και την εσωτερική του δυστυχία, ακούει ένα πρωινό τη σχεδόν ημιθανή από αλλεπάλληλα εγκεφαλικά μητέρα του (Τιτίκα Σαριγκούλη) να του μιλάει αλβανικά! Και παραλλήλως να αναγνωρίζει σε έναν φτωχό οικοδόμο Αλβανό (Αναστά Κοζντινέ) τον πρωτότοκο γιο της που πριν από πολλά χρόνια τον εγκατέλειψε στην Αλβανία. «Γιε μου» αναφωνεί στ΄ αλβανικά. Ως εκ τούτου ο Ελληνάρας γιος (Αντώνης Καφετζόπουλος) υφίσταται μεγίστη ανατροπή και παρανοϊκή εμπλοκή. Δηλαδή και αυτός ο Ελληνάρας που ολημερίς κι ολονυχτίς χλευάζει και λοιδορεί τους Αλβανούς είναι κι αυτός ένας τέτοιος σιχαμερός; Να σούρνεσαι χάμω από το γελοίο και την κατεδάφιση τη ρατσιστική. Μπράβο στον εγκέφαλο που κατέβασε τέτοια ιδιοφυή ανατροπή. Δεν γνωρίζω ποιος εκ των δύο σεναριογράφων το σκέφτηκε αυτό. Απλώς αναφέρω τα ονόματά τους, Αλέξης Καρδαράς και Φίλιππος Τσίτος (ο σκηνοθέτης φυσικά).
Δεύτερο ατού, η σκηνοθετική γραφή. Όχι ολοκληρωμένη, ούτε εντελώς ομοιογενής. Αλλά από τις ελάχιστες φορές που Έλληνας σκηνοθέτης κρατάει αποστάσεις, διατηρεί χαμηλές τις θερμοκρασίες, παρατηρεί και υπογείως σαρκάζει, ελευθερώνοντας τα γεγονότα να εξελιχθούν και να μιλήσουν από μόνα τους. Έτσι πρόχειρα αναφέρω τον Βασίλη Βαφέα της πρώτης, δικής του, εποχής. Χιούμορ υπόγειο που παραπέμπει σε σκίτσα και γελοιογραφία. Με δάνεια και επιρροές προέλευσης Ζακ Τατί, Μπάστερ Κίτον και Οτάρ Ιοσελιάνι. Ρίσκο. Διότι πάει κόντρα στην καραφαρσάρα την ελληνική. Κόντρα στην επιθεώρηση, κόντρα στον Καραγκιόζη. Κόντρα δηλαδή στα πολλά ντεσιμπέλ, τον θόρυβο και τον πανζουρλισμό. Κόντρα σε κάθε συνήθεια ελληνική. Δηλαδή «λιγότερο φαΐ» χωρίς συκωταριές, παϊδάκια και άλλα κοψίδια. Ουκ εν τω πολλώ το ευ!
Αποτέλεσμα; Μέσα στα ελάχιστα τετραγωνικά μιας κεντρικής αθηναϊκής, γειτονιάς, με εικόνες συμμετρικές, περιγράφεται η νεοελληνική, ανθρώπινη, πε μπτουσία. Στη μέση οι Ελληνάρες οι αραχτοί. Φραπολάτρεις, λαθρεπιβάτες, αφασικοί. Αραχνιασμένοι, και από τη μούχλα στην παροιμιώδη εσωστρέφεια κολλημένοι. Ρατσιστές εκ του προχείρου με μυαλό από κουκούτσια σύκου. Εκ δεξιών μια πολυπληθής ομάδα Κινέζων εργατών. Να δουλεύουν με πειθαρχία σαν ακαταπόνητα μυρμήγκια. Εξ ευωνύμων οι Αλβανοί στην οικοδομή. Οι ξένοι, οι λαθρομετανάστες οι βάρβαροι και μισητοί. Αυτοί που μοχθούν να μας βγάλουν από τον βάλτο και την κατάρα την ελληνική. Ψέματα;
Τρίτο ατού, η ανθρωπογραφία. Το καστ μοιάζει με στέκα. Οι άνθρωποι με μπίλιες μπιλιάρδου. Ο Σταύρος (Αντώνης Καφετζόπουλος) οδηγεί και σπρώχνει τους ομοίους του, τους άλλους τρεις: άπαντες ψιλικατζήδες, μικρομαγαζάτορες, μικροτεμπέληδες, μικροέλληνες. Όταν όμως αποκαλύπτεται πως κι αυτός μπορεί να είναι μισητός Αλβανός, τότε οι τρεις (μπίλιες) σπρώχνουν τον Σταύρο προς την τρύπα της ντροπής. Το ίδιο και με τον αδελφό του τον Αλβανό. Το ίδιο και με την πρώην του (Μαρία Ζορμπά). Το ίδιο και με τη μάνα του. Το Αλτσχάιμερ (της μάνας) μπορεί να είναι ευεργετικό. Απίστευτα πράγματα. Ο σουρεαλισμός είναι μέθοδος που κατεδαφίζει τον ρηχό νατουραλισμό. Η πραγματικότητα πίσω από κάθε φωτογραφημένο περιστατικό. Τέταρτο και αναντικατάστατο ατού, η ερμηνεία του Αντώνη Καφετζόπουλου. Η καλύτερή του by far. Από τα μέσα του προκύπτουν οι ελεγχόμενες γκριμάτσες του. Η ζωντανή επιτομή εσωστρέφειας, μιζέριας, δυστυχίας, μούχλας. Το δράμα ενός γελοίου φραπολάτρη. Από το αδιέξοδό του ο ρατσισμός του. Αιχμάλωτος της κακοδαιμονίας του. Όμηρος της ανοησίας του. Σάντουιτς η ψυχούλα του. Από τη μια η τύφλα του, από την άλλη τα καθημερινά γκρεμίδια του. Με τον φραπέ, την μπάλα και τη ρατσιστική μακακία του πορεύεται προς την ανυπαρξία του. Όχι μόνος. Με τους ομοίους του. Ο ένας ρεπλίκα του άλλου. Αυτή η επιτυχία της ιστορίας. Δεν είμαστε δυο, δεν είμαστε τρεις, είμαστε εκατοντάδες χιλιάδες της τεμπελιάς, της λαμογιάς και της καφενόβιας λογικής. Η αντιστροφή του Μίκη Θεοδωράκη. Μου είναι αδιάφορο αν έγινε επιτούτου ή τους ξέφυγε τυχαία και συγκυριακά. Το αποτέλεσμα μετρά.
Και για να τελειώνω μ΄ αυτή την τρισχαριτωμένη και ενίοτε μελαγχολική προσφορά. Με βαθύτερα επεξεργασμένο σενάριο. Με ολοκληρωμένη σκηνοθεσία. Με περισσότερη λιτότητα και λιγότερη δραματικότητα. Και φυσικά με πιο άνετη παραγωγή, θα μιλάγαμε τώρα για μια σπουδαία, ίσως τη σπουδαιότερη ελληνική κομεντί!
«Ακαδημία Πλάτωνος»: Αντώνης Καφετζόπουλος, ο Έλληνας Βig Lebowsky
Πολύ καλά τα νέα τα ελληνικά. Με φρέσκια ματιά και με μια ιστορία αποκαθαρμένη από ξεκατινιάσματα, ουρλιαχτά και σεξιστικές πορδές που προσπαθούν να βάψουν αυγά. Ήρθε επιτέλους η ώρα να πάμε λίγο πιο μπροστά. Τουτέστιν, «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου. Με μειδιάματα σαρκαστικά και σχόλια ειρωνικά. Διότι, Αλβανός ο Ελληνάρας ο αραχτός!
O ελληνικός κινηματογράφος ποτέ δεν πεθαίνει. Από την τέφρα της μιζέριας και της μούχλας του ξαναγεννιέται και προς τη δόξα πετιέται. Εντάξει. Μη βαράτε ομαδικώς και κυνικώς. Μπορεί να αποδειχθεί πως είμαι υπερβολικός. Εξηγήσιμο. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Διότι από την απελπισία της καραφαρσοκωμωδίας και την αλλεπάλληλη κινηματογραφική μακακία, έτσι και πέσουμε σε κάτι φρέσκο και διαφορετικό, κάνουμε την ....
τρίχα τριχιά. Πάμε τώρα στο ψητό.
Πρώτο ατού αυτής της δραματικής κομεντί, η πρωτότυπη σύλληψη μιας ιστορίας νεοελληνικής. Που λαμβάνει χώρα σε μια γωνιά της Ακαδημίας Πλάτωνος. Κλασικός και αραχτός τύπος που κολυμπάει στη μιζέρια, τη μούχλα και την εσωτερική του δυστυχία, ακούει ένα πρωινό τη σχεδόν ημιθανή από αλλεπάλληλα εγκεφαλικά μητέρα του (Τιτίκα Σαριγκούλη) να του μιλάει αλβανικά! Και παραλλήλως να αναγνωρίζει σε έναν φτωχό οικοδόμο Αλβανό (Αναστά Κοζντινέ) τον πρωτότοκο γιο της που πριν από πολλά χρόνια τον εγκατέλειψε στην Αλβανία. «Γιε μου» αναφωνεί στ΄ αλβανικά. Ως εκ τούτου ο Ελληνάρας γιος (Αντώνης Καφετζόπουλος) υφίσταται μεγίστη ανατροπή και παρανοϊκή εμπλοκή. Δηλαδή και αυτός ο Ελληνάρας που ολημερίς κι ολονυχτίς χλευάζει και λοιδορεί τους Αλβανούς είναι κι αυτός ένας τέτοιος σιχαμερός; Να σούρνεσαι χάμω από το γελοίο και την κατεδάφιση τη ρατσιστική. Μπράβο στον εγκέφαλο που κατέβασε τέτοια ιδιοφυή ανατροπή. Δεν γνωρίζω ποιος εκ των δύο σεναριογράφων το σκέφτηκε αυτό. Απλώς αναφέρω τα ονόματά τους, Αλέξης Καρδαράς και Φίλιππος Τσίτος (ο σκηνοθέτης φυσικά).
Δεύτερο ατού, η σκηνοθετική γραφή. Όχι ολοκληρωμένη, ούτε εντελώς ομοιογενής. Αλλά από τις ελάχιστες φορές που Έλληνας σκηνοθέτης κρατάει αποστάσεις, διατηρεί χαμηλές τις θερμοκρασίες, παρατηρεί και υπογείως σαρκάζει, ελευθερώνοντας τα γεγονότα να εξελιχθούν και να μιλήσουν από μόνα τους. Έτσι πρόχειρα αναφέρω τον Βασίλη Βαφέα της πρώτης, δικής του, εποχής. Χιούμορ υπόγειο που παραπέμπει σε σκίτσα και γελοιογραφία. Με δάνεια και επιρροές προέλευσης Ζακ Τατί, Μπάστερ Κίτον και Οτάρ Ιοσελιάνι. Ρίσκο. Διότι πάει κόντρα στην καραφαρσάρα την ελληνική. Κόντρα στην επιθεώρηση, κόντρα στον Καραγκιόζη. Κόντρα δηλαδή στα πολλά ντεσιμπέλ, τον θόρυβο και τον πανζουρλισμό. Κόντρα σε κάθε συνήθεια ελληνική. Δηλαδή «λιγότερο φαΐ» χωρίς συκωταριές, παϊδάκια και άλλα κοψίδια. Ουκ εν τω πολλώ το ευ!
Αποτέλεσμα; Μέσα στα ελάχιστα τετραγωνικά μιας κεντρικής αθηναϊκής, γειτονιάς, με εικόνες συμμετρικές, περιγράφεται η νεοελληνική, ανθρώπινη, πε μπτουσία. Στη μέση οι Ελληνάρες οι αραχτοί. Φραπολάτρεις, λαθρεπιβάτες, αφασικοί. Αραχνιασμένοι, και από τη μούχλα στην παροιμιώδη εσωστρέφεια κολλημένοι. Ρατσιστές εκ του προχείρου με μυαλό από κουκούτσια σύκου. Εκ δεξιών μια πολυπληθής ομάδα Κινέζων εργατών. Να δουλεύουν με πειθαρχία σαν ακαταπόνητα μυρμήγκια. Εξ ευωνύμων οι Αλβανοί στην οικοδομή. Οι ξένοι, οι λαθρομετανάστες οι βάρβαροι και μισητοί. Αυτοί που μοχθούν να μας βγάλουν από τον βάλτο και την κατάρα την ελληνική. Ψέματα;
Τρίτο ατού, η ανθρωπογραφία. Το καστ μοιάζει με στέκα. Οι άνθρωποι με μπίλιες μπιλιάρδου. Ο Σταύρος (Αντώνης Καφετζόπουλος) οδηγεί και σπρώχνει τους ομοίους του, τους άλλους τρεις: άπαντες ψιλικατζήδες, μικρομαγαζάτορες, μικροτεμπέληδες, μικροέλληνες. Όταν όμως αποκαλύπτεται πως κι αυτός μπορεί να είναι μισητός Αλβανός, τότε οι τρεις (μπίλιες) σπρώχνουν τον Σταύρο προς την τρύπα της ντροπής. Το ίδιο και με τον αδελφό του τον Αλβανό. Το ίδιο και με την πρώην του (Μαρία Ζορμπά). Το ίδιο και με τη μάνα του. Το Αλτσχάιμερ (της μάνας) μπορεί να είναι ευεργετικό. Απίστευτα πράγματα. Ο σουρεαλισμός είναι μέθοδος που κατεδαφίζει τον ρηχό νατουραλισμό. Η πραγματικότητα πίσω από κάθε φωτογραφημένο περιστατικό. Τέταρτο και αναντικατάστατο ατού, η ερμηνεία του Αντώνη Καφετζόπουλου. Η καλύτερή του by far. Από τα μέσα του προκύπτουν οι ελεγχόμενες γκριμάτσες του. Η ζωντανή επιτομή εσωστρέφειας, μιζέριας, δυστυχίας, μούχλας. Το δράμα ενός γελοίου φραπολάτρη. Από το αδιέξοδό του ο ρατσισμός του. Αιχμάλωτος της κακοδαιμονίας του. Όμηρος της ανοησίας του. Σάντουιτς η ψυχούλα του. Από τη μια η τύφλα του, από την άλλη τα καθημερινά γκρεμίδια του. Με τον φραπέ, την μπάλα και τη ρατσιστική μακακία του πορεύεται προς την ανυπαρξία του. Όχι μόνος. Με τους ομοίους του. Ο ένας ρεπλίκα του άλλου. Αυτή η επιτυχία της ιστορίας. Δεν είμαστε δυο, δεν είμαστε τρεις, είμαστε εκατοντάδες χιλιάδες της τεμπελιάς, της λαμογιάς και της καφενόβιας λογικής. Η αντιστροφή του Μίκη Θεοδωράκη. Μου είναι αδιάφορο αν έγινε επιτούτου ή τους ξέφυγε τυχαία και συγκυριακά. Το αποτέλεσμα μετρά.
Και για να τελειώνω μ΄ αυτή την τρισχαριτωμένη και ενίοτε μελαγχολική προσφορά. Με βαθύτερα επεξεργασμένο σενάριο. Με ολοκληρωμένη σκηνοθεσία. Με περισσότερη λιτότητα και λιγότερη δραματικότητα. Και φυσικά με πιο άνετη παραγωγή, θα μιλάγαμε τώρα για μια σπουδαία, ίσως τη σπουδαιότερη ελληνική κομεντί!
Με δυο λόγια: Τέσσερις αραχτοί μικροέλληνες σκοτώνουν την ώρα τους και κοροϊδεύουν την κατάντια τους χλευάζοντας τους Αλβανούς και τους λαθρομετανάστες τους κακούς. Ώσπου η μάνα ενός εξ αυτών που έχει πάθει εγκεφαλικό αρχίζει να μιλάει φαρσί τα αλβανικά και αναφωνεί προς κάποιον οικοδόμο Αλβανό «γιε μου!». Απ΄ αυτή την κρίση Αλτσχάιμερ αρχίζει το μαρτύριο το ελληνικό. Μπας κι εμείς είμαστε Αλβανοί; Μπας και τους μισούμε επειδή είναι δίδυμοι αδελφοί; Μπας και προβάλλουμε σ΄ αυτούς τον φόβο και τον τρόμο από τη στέρηση, τη φτώχεια και την κακομοιριά της δικής μας φυλής; ΠΗΓΗ
ΚΡΑΧΤΗΣ (kraxtis-gr.blogspot.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου