Η
ερημιά και η σιωπή στη βασανισμένη Κρύα Βρύση του Αγίου Βασιλείου
Ρεθύμνου «έσπασαν» ξαφνικά χθες το πρωί και ως τις κορυφές του ιστορικού
βουνού «Κέντρος» που την σκεπάζει, αντιλαλούσαν, εβδομήντα χρόνια μετά,
οι κραυγές των 35 εθνομαρτύρων της γερμανικής βαρβαρότητας στις 22
Αυγούστου του 1944. Εκείνες τις ώρες, οι δημοσιογράφοι ερευνητές Γιάννης
Κανελλάκης και Μανόλης Παντινάκης, με τον οπερατέρ Νίκο Σαράντο για τις
ανάγκες του δεύτερου ντοκιμαντέρ τους, γυρνούσαν το χρόνο πίσω και
κατέγραφαν από τους επιζώντες κατοίκους τις τραγικές ώρες της αποφράδας
μέρας του ολοκαυτώματος και της ομαδικής εκτέλεσης των δεκάδων αθώων
κατοίκων…
Με πόνο και οργή οι ίδιοι, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τα δάκρυά τους και κάποιοι ξεσπούσαν σε λυγμούς όταν εξιστορούσαν μέσα στα χαλάσματα του ολοκαυτώματος. Περισσότερο, όμως, η κάμερα κατέγραψε συγκλονιστικές εικόνες στο χώρο της μεγάλης θυσίας, όταν κλήθηκαν να σταθούν απέναντι από τις φωτογραφίες των αγαπημένων τους γονιών, των αδερφών τους, και των άλλων συγγενών και χωριανών τους. Ήταν μοναδικές ώρες και έμοιαζε να έφευγε στο πολυβασανισμένο βουνό η συζήτηση των ψυχών και το μοιρολόι των απογόνων…
«ΟΣΟ ΑΝΑΠΝΕΩ ΘΑ ΘΥΜΟΥΜΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΠΟΝΩ…»
Με πόνο και οργή οι ίδιοι, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τα δάκρυά τους και κάποιοι ξεσπούσαν σε λυγμούς όταν εξιστορούσαν μέσα στα χαλάσματα του ολοκαυτώματος. Περισσότερο, όμως, η κάμερα κατέγραψε συγκλονιστικές εικόνες στο χώρο της μεγάλης θυσίας, όταν κλήθηκαν να σταθούν απέναντι από τις φωτογραφίες των αγαπημένων τους γονιών, των αδερφών τους, και των άλλων συγγενών και χωριανών τους. Ήταν μοναδικές ώρες και έμοιαζε να έφευγε στο πολυβασανισμένο βουνό η συζήτηση των ψυχών και το μοιρολόι των απογόνων…
«ΟΣΟ ΑΝΑΠΝΕΩ ΘΑ ΘΥΜΟΥΜΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΠΟΝΩ…»
Ο Μανώλης Μαυροτσουπάκης, το παλικάρι τότε, με τις αριστερές
πολιτικές καταβολές που από το ραδιόφωνο του έστελνε τα νέα στις
ανταρτοομάδες , δεν άντεξε τη μεγάλη πίεση της ψυχής του και με έντονη
φόρτιση βγήκε στην πλατεία και στο σκαλί ενός σπιτιού έμεινε για αρκετή
ώρα σιωπηλός. Κρατούσε χαμηλώνοντας το πρόσωπο με τα δυο του χέρια και
έκλαιγε η καρδιά του! Έμοιαζε αυτός ο χρόνος για τον ίδιο, να ήταν η
στεντόρεια φωνή των μαρτύρων της Κρύας Βρύσης που τσάκιζε και τις πιο
σκληρές καρδιές…
«Φορτίστηκα βρε παιδιά σήμερα και λύγισα», αποκάλυψε στους δημοσιογράφους που τον πλησίασαν. «Θυμήθηκα το τραγικό και βάρβαρο ξέσπασμα των Γερμανών στους ανθρώπους μας και στο χωριό μας. Τι κι αν έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια! Αυτές οι φοβερές και απάνθρωπες εικόνες και οι θηριωδίες των ναζί δεν θα φύγουν από την ψυχή μου και μέχρι να αναπνέω θα πονώ. Κυριολεχτώ με σημάδεψαν, όλα αυτά τα χρόνια οι πληγές δεν έκλεισαν και κανείς από το Κράτος δεν έδειξε έστω την ελάχιστη μέριμνα. Εβδομήντα χρόνια περιμένουμε, θα φύγουμε εμείς οι μεγάλοι και θα περιμένουμε και στην άλλη ζωή!»
Η Δέσποινα Βαβουράκη έχει επωμιστεί το ιερό καθήκον, καθημερινά να κρατά άσβηστο το καντήλι μνήμης των ηρώων στο λιτό μαυσωλείο του χωριού. Και όταν χθες βρέθηκε εκεί για να εκτελέσει το ύψιστο χρέος της, κλήθηκε να δείξει τους
«Φορτίστηκα βρε παιδιά σήμερα και λύγισα», αποκάλυψε στους δημοσιογράφους που τον πλησίασαν. «Θυμήθηκα το τραγικό και βάρβαρο ξέσπασμα των Γερμανών στους ανθρώπους μας και στο χωριό μας. Τι κι αν έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια! Αυτές οι φοβερές και απάνθρωπες εικόνες και οι θηριωδίες των ναζί δεν θα φύγουν από την ψυχή μου και μέχρι να αναπνέω θα πονώ. Κυριολεχτώ με σημάδεψαν, όλα αυτά τα χρόνια οι πληγές δεν έκλεισαν και κανείς από το Κράτος δεν έδειξε έστω την ελάχιστη μέριμνα. Εβδομήντα χρόνια περιμένουμε, θα φύγουμε εμείς οι μεγάλοι και θα περιμένουμε και στην άλλη ζωή!»
Η Δέσποινα Βαβουράκη έχει επωμιστεί το ιερό καθήκον, καθημερινά να κρατά άσβηστο το καντήλι μνήμης των ηρώων στο λιτό μαυσωλείο του χωριού. Και όταν χθες βρέθηκε εκεί για να εκτελέσει το ύψιστο χρέος της, κλήθηκε να δείξει τους
συγγενείς της στις φωτογραφίες των θυμάτων. Ο πόνος βγήκε
αυτόματα με ορμή από τα εσώψυχά της: «Να, αυτός είναι ο πατέρας μου, ο πεθερός μου, τα ξαδέρφια μου, οι χωριανοί μου. Ήλθαν και μας αφάνισαν, μας σκότωσαν»,
έλεγε, και τους έδειχνε στις φωτογραφίες των ανθρώπων της. Στον ίδιο
χώρο συγκινημένος αντίκρισε και έδιωξε στην κάμερα και τους ανθρώπους
της οικογένειάς του και ο Γιάννης Μανουσάκης…
ΕΦΙΑΛΤΕΣ…
Η παραγωγή του δεύτερου αιματοβαμμένου, από τον χιτλερικό στρατό κατοχής, ντοκιμαντέρ των δημοσιογράφων για τα ολοκαυτώματα των χωριών του «Κέντρους», μπήκε χθες στην ουσιαστική του φάση αφού άρχισαν οι καταγραφές μαρτυριών κατοίκων που βίωσαν με τον πιο σκληρό τρόπο τα αποτρόπαια γεγονότα.
Τα γυρίσματα αφιερώθηκαν μόνο στην Κρύα Βρύση, και άρχισαν το πρωί για να ολοκληρωθούν το απόγευμα με καταγραφές πέντε ωρών σε αφηγήσεις και σε λήψη πλάνων από τον τόπο των εκτελέσεων, από σπίτια που εξακολουθούν να είναι ερείπια από τις ανατινάξεις, και άλλο χρήσιμο υλικό του χωριού.
«Όλο το χωριό όταν γυρίσαμε από την προσφυγιά ήταν στο μαύρο. Τα πάντα είχαν γίνει ερείπια ακόμη και η εκκλησία!», εξιστόρησε στο φακό του ντοκιμαντέρ ο Γιάννης Φωτάκης και πρόσθεσε: «Μας κύκλωσαν το πρωί και εμείς νομίζαμε πως ήρθαν για να πάρουν χωριανούς για την αγγαρεία. Μας συγκεντρώσανε στην εκκλησία και μετά διαλέξανε τους καλύτερους, τους πήγαν στην αίθουσα που ήταν η κοινότητα και τους έκαψαν. Εμάς μας πήγαν στην Κάτω Κρύα Βρύση και από εκεί με φορτηγά μας οδήγησαν στο Σπήλι. Περάσαμε μετά από καιρό που ήρθαμε, ζωή μέσα στην πείνα και στη δυστυχία. Φρικτά χρόνια και καιροί μέσα στην ανέχεια. Μόνο ο Θεός ξέρει πως ζήσαμε!»
Η παραγωγή του δεύτερου αιματοβαμμένου, από τον χιτλερικό στρατό κατοχής, ντοκιμαντέρ των δημοσιογράφων για τα ολοκαυτώματα των χωριών του «Κέντρους», μπήκε χθες στην ουσιαστική του φάση αφού άρχισαν οι καταγραφές μαρτυριών κατοίκων που βίωσαν με τον πιο σκληρό τρόπο τα αποτρόπαια γεγονότα.
Τα γυρίσματα αφιερώθηκαν μόνο στην Κρύα Βρύση, και άρχισαν το πρωί για να ολοκληρωθούν το απόγευμα με καταγραφές πέντε ωρών σε αφηγήσεις και σε λήψη πλάνων από τον τόπο των εκτελέσεων, από σπίτια που εξακολουθούν να είναι ερείπια από τις ανατινάξεις, και άλλο χρήσιμο υλικό του χωριού.
«Όλο το χωριό όταν γυρίσαμε από την προσφυγιά ήταν στο μαύρο. Τα πάντα είχαν γίνει ερείπια ακόμη και η εκκλησία!», εξιστόρησε στο φακό του ντοκιμαντέρ ο Γιάννης Φωτάκης και πρόσθεσε: «Μας κύκλωσαν το πρωί και εμείς νομίζαμε πως ήρθαν για να πάρουν χωριανούς για την αγγαρεία. Μας συγκεντρώσανε στην εκκλησία και μετά διαλέξανε τους καλύτερους, τους πήγαν στην αίθουσα που ήταν η κοινότητα και τους έκαψαν. Εμάς μας πήγαν στην Κάτω Κρύα Βρύση και από εκεί με φορτηγά μας οδήγησαν στο Σπήλι. Περάσαμε μετά από καιρό που ήρθαμε, ζωή μέσα στην πείνα και στη δυστυχία. Φρικτά χρόνια και καιροί μέσα στην ανέχεια. Μόνο ο Θεός ξέρει πως ζήσαμε!»
Η Καδιανή Βαβουράκη, μια γυναίκα της Κρήτης με τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά, εξομολογήθηκε ότι ακόμα και σήμερα όταν φέρνει
στη μνήμη της τις μέρες της κόλασης του Αυγούστου του ‘44 στην Κρύα Βρύση, υποφέρει:
στη μνήμη της τις μέρες της κόλασης του Αυγούστου του ‘44 στην Κρύα Βρύση, υποφέρει:
«Δε
θέλω να θυμούμαι αυτές τις βαρβαρότητες των Γερμανών στο χωριό μας
γιατί κλαίει η καρδιά μου. Δεν κοιμούμαι τη νύχτα και
πετάγομαι από το
κρεβάτι από τους εφιάλτες. Μέσα σε αυτό το σπίτι που κάθομαι σκότωσαν
χωριανούς και δε θέλω να τα φέρνω στο νου μου. Μας κατάστρεψαν, πονώ και
ταράζομαι και κανείς δε μας ρώτησε αν ζούμε…»
«Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΜΦΟΡΑ…»
«Ήταν η μεγαλύτερη συμφορά του χωριού μας», υπογράμμισε στην αφήγησή του ο Μανώλης Λαγουδάκης και συμπλήρωσε: «Μέσα σε λίγες ώρες χάθηκαν τα πάντα. Λεηλατούσαν οκτώ μέρες και οι Γερμανοί μας άφησαν ξυπόλητους, γυμνούς και πεινασμένους. Μπήκαν στην Κρύα Βρύση με τα αυτοκίνητα, έζωσαν το χωριό και συγκέντρωναν τους ανθρώπους μας στην εκκλησία. Τους διαλέξανε κι όταν γυρίσαμε από την εξορία μας δεν τους ξανάδαμε. Χάσαμε τα πάντα και μας άφησαν να σταθούμε και πάλι μόνοι στα πόδια μας. Δεν ενδιαφέρθηκε κανείς τώρα εβδομήντα χρόνια…»
Όσες φορές μιλούσε ο Μανώλης Πελαντάκης πότε βούρκωνε και πότε δεν μπορούσε να κρατήσει τους λυγμούς του. Η συγκίνηση ήταν αφόρητη και ξαναζούσε τη φρίκη:
«Ήταν η μεγαλύτερη συμφορά του χωριού μας», υπογράμμισε στην αφήγησή του ο Μανώλης Λαγουδάκης και συμπλήρωσε: «Μέσα σε λίγες ώρες χάθηκαν τα πάντα. Λεηλατούσαν οκτώ μέρες και οι Γερμανοί μας άφησαν ξυπόλητους, γυμνούς και πεινασμένους. Μπήκαν στην Κρύα Βρύση με τα αυτοκίνητα, έζωσαν το χωριό και συγκέντρωναν τους ανθρώπους μας στην εκκλησία. Τους διαλέξανε κι όταν γυρίσαμε από την εξορία μας δεν τους ξανάδαμε. Χάσαμε τα πάντα και μας άφησαν να σταθούμε και πάλι μόνοι στα πόδια μας. Δεν ενδιαφέρθηκε κανείς τώρα εβδομήντα χρόνια…»
Όσες φορές μιλούσε ο Μανώλης Πελαντάκης πότε βούρκωνε και πότε δεν μπορούσε να κρατήσει τους λυγμούς του. Η συγκίνηση ήταν αφόρητη και ξαναζούσε τη φρίκη:
«Δεν αντέχω να θυμούμαι τις ώρες και τις εικόνες. Ο
Θεός να μην αφήσει άνθρωπο να περάσει αυτά που περάσαμε. Εδώ ήταν το
σπίτι μας και έγινε στάχτη και μέσα στην ορφάνια και στη φτώχεια που δεν
είχαμε ψωμί να φάμε, οι πιο πολλοί δεν μπορούσαν να ξαναστήσουν μια
κάμερα να μπούνε μέσα. Πού είναι το Κράτος εβδομήντα χρόνια τώρα; Μας
θυμούνται μόνο όταν μας κάνουν περικοπές, μας βάζουν φόρους και
χαράτσια;»
Τις δικές του οδυνηρές περιπέτειες και στις απάνθρωπες εικόνες που
αποθήκευσε στο ολοκαύτωμα, έφερε στη θύμησή του ο Διογένης Βαβουράκης
και σημείωσε: «Έκαψαν τα σπίτια μας, έκαψαν τους ανθρώπους
μας και μας άφησαν στην ορφάνια και στην πείνα, απροστάτευτους. Πώς
ζήσαμε; Πήγαμε σε άλλα χωριά που είχε κάθε οικογένεια συγγενή ή γνωστό,
μας δώσανε οι άνθρωποι τα σπίτια τους και μας έζησαν. Όταν γυρίσαμε στο
χωριό δεν υπήρχε σπίτι όρθιο. Ο Θεός να μην αφήσει να έρθουν πάλι τέτοια
χρόνια! Μόνο όσοι τα ζήσαμε τα ξέρουμε…»
ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ…
«Τι βλέπετε αυτή την ταράτσα; Εδώ είχαν βάλει το πολυβόλο και σκόπευαν όταν κύκλωσαν το χωριό», είπε ο Αντώνης Πελαντάκης, δείχνοντας στην πλατεία την ταράτσα. «Θυμούμαι τους κατοίκους
που τους μάζευαν στην εκκλησία. Να φανταστείτε πως όταν γύριζαν στο χωριό και έψαχναν τους κατοίκους στα σπίτια, αν δεν έβρισκαν τους πατεράδες έπαιρναν τα παιδιά και πήραν δυο δεκαεξάρια Μανουσάκη και Λαμπάκη και τα σκότωσαν. Τέτοια βαρβαρότητα απέναντι και σε παιδιά!»
Το οδυνηρό… ταξίδι των βιντεοσκοπήσεων του ντοκιμαντέρ σύντομα θα συνεχιστεί στα άλλα χωριά του «Κέντρους», όπου οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής άφησαν το θανατηφόρο αποτύπωμά τους, στέλνοντας στο χάρο συνολικά 164 αθώους και άμαχους πολίτες.
ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ…
«Τι βλέπετε αυτή την ταράτσα; Εδώ είχαν βάλει το πολυβόλο και σκόπευαν όταν κύκλωσαν το χωριό», είπε ο Αντώνης Πελαντάκης, δείχνοντας στην πλατεία την ταράτσα. «Θυμούμαι τους κατοίκους
που τους μάζευαν στην εκκλησία. Να φανταστείτε πως όταν γύριζαν στο χωριό και έψαχναν τους κατοίκους στα σπίτια, αν δεν έβρισκαν τους πατεράδες έπαιρναν τα παιδιά και πήραν δυο δεκαεξάρια Μανουσάκη και Λαμπάκη και τα σκότωσαν. Τέτοια βαρβαρότητα απέναντι και σε παιδιά!»
Το οδυνηρό… ταξίδι των βιντεοσκοπήσεων του ντοκιμαντέρ σύντομα θα συνεχιστεί στα άλλα χωριά του «Κέντρους», όπου οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής άφησαν το θανατηφόρο αποτύπωμά τους, στέλνοντας στο χάρο συνολικά 164 αθώους και άμαχους πολίτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου