Σάββατο 4 Ιουνίου 2011
«Φιλειρηνικά να ελπίζουµε. Εν ειρήνη να απελπιζόµαστε». Λόγια µιας ποιήτριας στο κατώφλι της ένατης δεκαετίας µιας ζωής που γίνεται απόσταγµα στίχων. Σε µια εποχή ταραγµένη, αποπροσανατόλιστη, ανίκανη ακόµη να διαρθρώσει σε...
πρόταση την οργή της, να αφήσει τους συλλήβδην λιθοβολισµούς και να πιάσει τις – εσωτερικές πρώτα – µεταρρυθµίσεις.
Η Κική ∆ηµουλά γίνεται ογδόντα και συνεχίζει να κατακτά την ωριµότητα, την πυκνότητα και το βάθος των στίχων. Και, όπως λέει (σελ. 6), «όλο και ονειρεύοµαι ότι θα µου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίηµα». Για τους υπόλοιπους, που παραδέρνουµε σε πλατείες απόγνωσης για ό,τι χάσαµε και όσα θα χάσουµε ακόµη, δεν έχει παρά λόγο – το όπλο της: «Βρισκόµαστε σε µιαν έπαρση βαθύτατης άγνοιας µε συµπτώµατα απόγνωσης». Ξέρει όµως πως ο Ελληνας «θέλει να έχει εκείνος την πρωτιά, στην όποια κακοµεταχείριση του επιφυλάσσεται»...
«Ο φόβος,/ όνοµα ουσιαστικόν,/ στην αρχή ενικός αριθµός/ και µετά πληθυντικός:/ οι φόβοι./ Οι φόβοι/ γιαόλα από ‘δώ και πέρα...» έγραφε η ποιήτρια στον «Πληθυντικό αριθµό» της. Πρωταίτιο και πρωτ-αιτιατό για πολλά – τα κυριότερα. Φοβού τα στερεότυπα και ευκολίαν φέροντα. Σαν εκείνο που εκστόµισε η καγκελάριος Μέρκελ πως οι Ελληνες κάνουν «πολλές διακοπές» ενώ έχουν οικονοµικά προβλήµατα. Είτε η ελληνικότατη δαιµονοποίηση των «ξένων», που διαρκώς επιβουλεύονται έναν λαό περιούσιο. Αποκυήµατα κι αυτά της κρίσης – µιας κρίσης κυρίως αξιακής – στον κυκεώνα της οποίας αναζητούµε απεγνωσµένα στέρεη ενηµέρωση. Την οποία ίσως µπορούν να προσφέρουν κάποια βιβλία (σελ. 37) εστιάζοντας στο «τι µπορεί να µας επιφυλάσσει το µέλλον», µέσα σε έναν κυκεώνα που τρέχουµε να πιάσουµε νούµερα - στόχους, δίχως επαρκή ιεράρχηση και ανάλυση από επίσηµα (σοβαρά) χείλη. Θα φτάσει άραγε κάποτε η κρίση, η δυσοίωνη δισύλλαβη ελληνική λέξη στο οµόηχο κινεζικό της: την ευκαιρία;
«Η µνήµη,/ κύριο όνοµα των θλίψεων,/ ενικού αριθµού,/ µόνο ενικού αριθµού/ και άκλιτη./ Η µνήµη, η µνήµη, η µνήµη...» (Κική ∆ηµουλά). Ισως αυτό είναι η αρχή ακόµη και στο τέλος. Η αρχή και της λύτρωσης. Να θυµάσαι ποιος είσαι και πού είσαι. Πέρα από τις ωραιοποιήσεις, τη λατρεία της εικόνας, την αποθέωση της µαταιοδοξίας, την αναζήτηση της ουσίας της ύπαρξης σε ιατρεία αισθητικής χειρουργικής (στοιχεία που έφτασαν να συγκροτούν έκθεση στο Λος Αντζελες – σελ.
18). Πίσω στο πρωταρχικό, στο φυσικό, στη Φύση που την πληγώνει κι αυτή η ίδια µαταιόδοξη µανία.
Που την επίδρασή της επάνω µας τη λάλησαν τα δηµοτικά – και όχι µόνον – τραγούδια (σελ. 16) που έβαλαν τη Φύση συνένοχο ακόµη και σε σεξουαλικές νευρώσεις ή φαντασιώσεις. Την ώρα που µιλάνε για τις πυρκαγιές στον Υµηττό, για το περιβάλλον του Ολύµπου, όπου «µόνη ξυπνά µόνη κοιµάται τώρα η µέρα/ µε µηχανάκι µε κοµπιούτερ και φλογέρα», για το «Ντι-ντι-τί», για τους εθνικούς δρόµους µε «λάστιχα σκασµένα και ζώα σκοτωµένα»... «Η νύχτα,/ όνοµα ουσιαστικόν,/ γένους θηλυκού,/ ενικός αριθµός.
/ Πληθυντικός αριθµός/ οι νύχτες./ Οι νύχτες από ‘δώ και πέρα». Απεγνωσµένες – άκαρπες ακόµη – νύχτες στις πλατείες». Νύχτες... εξωγήινες στην Ελλάδα του 2011 και της κρίσης. Οπου «το σύστηµα εισπράττει την αγανάκτηση του κόσµου ως απειλή, και αντιµετωπίζει τους πολίτες ως Αρειανούς», όπως παρατηρεί γι’ αυτές τις ελληνικές νύχτες η αγγλίδα συγγραφέας Σάρα Ουότερς (στη «Λοξή µατιά» της Μικέλας Χαρτουλάρη – σελ. 36). Η οποία επεκτείνει τον «φόβο/ όνοµα ουσιαστικόν» και στην κουλτούρα της οµοφοβίας που διέπει τις κοινωνίες µας. Κάτι που βάζει στην άκρη τους γκέι, αλλά έτσι... «βρίσκεσαι σε µια εγρήγορση και γίνεσαι ένας πιο οξυδερκής παρατηρητής των πραγµάτων».
Αντίστοιχα, µια αβέβαιη ταυτότητα σε αβέβαιους καιρούς µπορεί ν’ αναζητήσει βεβαιότητες µέσα από την πολιτική δράση, τη φιλοσοφία ή την τέχνη, όπως παρατηρεί ο ∆ηµοσθένης Κούρτοβικ (σελ. 36) για τον Γιουγκοσλάβο – µε ρίζες εβραϊκές, ουγγρικές και µοντενεγρίνικες – συγγραφέα τής ευρωπαϊκής περιφέρειας Ντανίλο Κις, η τέχνη του οποίου «τρέφεται από τις ίδιες τις αντινοµίες που τη συγκροτούν και τη συνταράζουν» και υποβάλλει µε ακαταµάχητη πειστικότητα την αλήθεια της ως οικουµενικό αίτηµα – ή ως οικουµενικό ερώτηµα. «Ισως είναι αυτό – µαζί µε τη µη Λήθη, τη Α-λήθεια – που µπορεί να αλλάξει τελικά τον κόσµο». Η Γαλλίδα Αριάν Μνουσκίν, ιδρύτρια του Θεάτρου του Ηλιου, που ξανάρχεται στην Ελλάδα, αυτή τη φορά µε τους «Ναυαγούς της τρελής ελπίδας» (σελ.
8), το έχει ξεκάθαρο: «Η πιθανότητα ν’ αλλάξω τον κόσµο µού φάνηκε δυνατή µέσα από το θέατρο».
Π άντως, «µέσα στον καθένα µας εκκρεµεί µια επανάσταση. Πολλές ξεσπούν αλλά βρίσκονται στο “αθόρυβο” και δεν τις παίρνει είδηση η Ιστορία», όπως καταλήγει µε έναν τρόπο η ποιήτρια Κική ∆ηµουλά.
Απλώς, αν µας επιτρέπεται να παραποιήσουµε κατά µία λέξη – τη λέξη επιστήµη – την πυκνή φράση του αµερικανού συγγραφέα Τόµας Πίντσον (σελ. 19), «το κοινό είναι µοιρασµένο σε δύο στρατόπεδα: σε εκείνους που πιστεύουν ότι η επανάσταση δεν µπορεί να κάνει τίποτε και σε εκείνους που φοβούνται πως µπορεί». Το θέµα είναι τι ζητάς και τι ρωτάς. ∆ιότι κατά τον Πίντσον και πάλι – προς γνώσιν και συµµόρφωσιν – «αν σε κάνουν να θέτεις τις λάθος ερωτήσεις, δεν ανησυχούν για τις απαντήσεις σου».
πρόταση την οργή της, να αφήσει τους συλλήβδην λιθοβολισµούς και να πιάσει τις – εσωτερικές πρώτα – µεταρρυθµίσεις.
Η Κική ∆ηµουλά γίνεται ογδόντα και συνεχίζει να κατακτά την ωριµότητα, την πυκνότητα και το βάθος των στίχων. Και, όπως λέει (σελ. 6), «όλο και ονειρεύοµαι ότι θα µου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίηµα». Για τους υπόλοιπους, που παραδέρνουµε σε πλατείες απόγνωσης για ό,τι χάσαµε και όσα θα χάσουµε ακόµη, δεν έχει παρά λόγο – το όπλο της: «Βρισκόµαστε σε µιαν έπαρση βαθύτατης άγνοιας µε συµπτώµατα απόγνωσης». Ξέρει όµως πως ο Ελληνας «θέλει να έχει εκείνος την πρωτιά, στην όποια κακοµεταχείριση του επιφυλάσσεται»...
«Ο φόβος,/ όνοµα ουσιαστικόν,/ στην αρχή ενικός αριθµός/ και µετά πληθυντικός:/ οι φόβοι./ Οι φόβοι/ γιαόλα από ‘δώ και πέρα...» έγραφε η ποιήτρια στον «Πληθυντικό αριθµό» της. Πρωταίτιο και πρωτ-αιτιατό για πολλά – τα κυριότερα. Φοβού τα στερεότυπα και ευκολίαν φέροντα. Σαν εκείνο που εκστόµισε η καγκελάριος Μέρκελ πως οι Ελληνες κάνουν «πολλές διακοπές» ενώ έχουν οικονοµικά προβλήµατα. Είτε η ελληνικότατη δαιµονοποίηση των «ξένων», που διαρκώς επιβουλεύονται έναν λαό περιούσιο. Αποκυήµατα κι αυτά της κρίσης – µιας κρίσης κυρίως αξιακής – στον κυκεώνα της οποίας αναζητούµε απεγνωσµένα στέρεη ενηµέρωση. Την οποία ίσως µπορούν να προσφέρουν κάποια βιβλία (σελ. 37) εστιάζοντας στο «τι µπορεί να µας επιφυλάσσει το µέλλον», µέσα σε έναν κυκεώνα που τρέχουµε να πιάσουµε νούµερα - στόχους, δίχως επαρκή ιεράρχηση και ανάλυση από επίσηµα (σοβαρά) χείλη. Θα φτάσει άραγε κάποτε η κρίση, η δυσοίωνη δισύλλαβη ελληνική λέξη στο οµόηχο κινεζικό της: την ευκαιρία;
«Η µνήµη,/ κύριο όνοµα των θλίψεων,/ ενικού αριθµού,/ µόνο ενικού αριθµού/ και άκλιτη./ Η µνήµη, η µνήµη, η µνήµη...» (Κική ∆ηµουλά). Ισως αυτό είναι η αρχή ακόµη και στο τέλος. Η αρχή και της λύτρωσης. Να θυµάσαι ποιος είσαι και πού είσαι. Πέρα από τις ωραιοποιήσεις, τη λατρεία της εικόνας, την αποθέωση της µαταιοδοξίας, την αναζήτηση της ουσίας της ύπαρξης σε ιατρεία αισθητικής χειρουργικής (στοιχεία που έφτασαν να συγκροτούν έκθεση στο Λος Αντζελες – σελ.
18). Πίσω στο πρωταρχικό, στο φυσικό, στη Φύση που την πληγώνει κι αυτή η ίδια µαταιόδοξη µανία.
Που την επίδρασή της επάνω µας τη λάλησαν τα δηµοτικά – και όχι µόνον – τραγούδια (σελ. 16) που έβαλαν τη Φύση συνένοχο ακόµη και σε σεξουαλικές νευρώσεις ή φαντασιώσεις. Την ώρα που µιλάνε για τις πυρκαγιές στον Υµηττό, για το περιβάλλον του Ολύµπου, όπου «µόνη ξυπνά µόνη κοιµάται τώρα η µέρα/ µε µηχανάκι µε κοµπιούτερ και φλογέρα», για το «Ντι-ντι-τί», για τους εθνικούς δρόµους µε «λάστιχα σκασµένα και ζώα σκοτωµένα»... «Η νύχτα,/ όνοµα ουσιαστικόν,/ γένους θηλυκού,/ ενικός αριθµός.
/ Πληθυντικός αριθµός/ οι νύχτες./ Οι νύχτες από ‘δώ και πέρα». Απεγνωσµένες – άκαρπες ακόµη – νύχτες στις πλατείες». Νύχτες... εξωγήινες στην Ελλάδα του 2011 και της κρίσης. Οπου «το σύστηµα εισπράττει την αγανάκτηση του κόσµου ως απειλή, και αντιµετωπίζει τους πολίτες ως Αρειανούς», όπως παρατηρεί γι’ αυτές τις ελληνικές νύχτες η αγγλίδα συγγραφέας Σάρα Ουότερς (στη «Λοξή µατιά» της Μικέλας Χαρτουλάρη – σελ. 36). Η οποία επεκτείνει τον «φόβο/ όνοµα ουσιαστικόν» και στην κουλτούρα της οµοφοβίας που διέπει τις κοινωνίες µας. Κάτι που βάζει στην άκρη τους γκέι, αλλά έτσι... «βρίσκεσαι σε µια εγρήγορση και γίνεσαι ένας πιο οξυδερκής παρατηρητής των πραγµάτων».
Αντίστοιχα, µια αβέβαιη ταυτότητα σε αβέβαιους καιρούς µπορεί ν’ αναζητήσει βεβαιότητες µέσα από την πολιτική δράση, τη φιλοσοφία ή την τέχνη, όπως παρατηρεί ο ∆ηµοσθένης Κούρτοβικ (σελ. 36) για τον Γιουγκοσλάβο – µε ρίζες εβραϊκές, ουγγρικές και µοντενεγρίνικες – συγγραφέα τής ευρωπαϊκής περιφέρειας Ντανίλο Κις, η τέχνη του οποίου «τρέφεται από τις ίδιες τις αντινοµίες που τη συγκροτούν και τη συνταράζουν» και υποβάλλει µε ακαταµάχητη πειστικότητα την αλήθεια της ως οικουµενικό αίτηµα – ή ως οικουµενικό ερώτηµα. «Ισως είναι αυτό – µαζί µε τη µη Λήθη, τη Α-λήθεια – που µπορεί να αλλάξει τελικά τον κόσµο». Η Γαλλίδα Αριάν Μνουσκίν, ιδρύτρια του Θεάτρου του Ηλιου, που ξανάρχεται στην Ελλάδα, αυτή τη φορά µε τους «Ναυαγούς της τρελής ελπίδας» (σελ.
8), το έχει ξεκάθαρο: «Η πιθανότητα ν’ αλλάξω τον κόσµο µού φάνηκε δυνατή µέσα από το θέατρο».
Π άντως, «µέσα στον καθένα µας εκκρεµεί µια επανάσταση. Πολλές ξεσπούν αλλά βρίσκονται στο “αθόρυβο” και δεν τις παίρνει είδηση η Ιστορία», όπως καταλήγει µε έναν τρόπο η ποιήτρια Κική ∆ηµουλά.
Απλώς, αν µας επιτρέπεται να παραποιήσουµε κατά µία λέξη – τη λέξη επιστήµη – την πυκνή φράση του αµερικανού συγγραφέα Τόµας Πίντσον (σελ. 19), «το κοινό είναι µοιρασµένο σε δύο στρατόπεδα: σε εκείνους που πιστεύουν ότι η επανάσταση δεν µπορεί να κάνει τίποτε και σε εκείνους που φοβούνται πως µπορεί». Το θέµα είναι τι ζητάς και τι ρωτάς. ∆ιότι κατά τον Πίντσον και πάλι – προς γνώσιν και συµµόρφωσιν – «αν σε κάνουν να θέτεις τις λάθος ερωτήσεις, δεν ανησυχούν για τις απαντήσεις σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου