Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011
Η κυβερνητική πρόθεση για επαναφορά του καταργημένου από το 1946 θεσμού της «επιφάνειας» (εμπράγματο δικαίωμα στα υπερκείμενα κτίσματα, χωριστό από την κυριότητα της υποκείμενης γης) συνιστά προσπάθεια να συμβιβασθούν τα ασυμβίβαστα. Από τη μία η κυβέρνηση θέλει να περισώσει την όποια αξιοπιστία διαθέτει ο πρόεδρός της, που μετά το προεκλογικό «λεφτά υπάρχουν» διαβεβαίωνε πρόσφατα ότι «δημόσια γη δεν πωλείται», και από την άλλη έχει δεσμευθεί απέναντι στην ...«τρόϊκα», να εκποιήσει δημόσια περιουσία για να περιορίσει το χρέος. Θα ακυρωθεί έτσι η βασική αρχή του εμπράγματου δικαίου (άρθρα 953-954 του Αστικού Κώδικα) ότι τα συστατικά του ακινήτου δεν μπορούν να καταστούν χωριστά αντικείμενο κυριότητας, με άγνωστο οικονομικό αντίκρυσμα (αφού κανείς δεν μπορεί να ξέρει εκ των προτέρων πόσο αγοραστικό ενδιαφέρον θα παρουσιασθεί για φθαρτά κτίσματα).
Όλα αυτά υποδηλώνουν έλλειμμα σοβαρότητας. Το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από τα δημόσια έσοδα, χωρίς νέα δανεικά, ενώ η δυνατότητα των δανειστών μας να προχωρήσουν σε εκτέλεση κατά της δημόσιας περιουσίας είναι πλήρως κατοχυρωμένη. Ειδικότερα το άρθρο 94 παρ. 4 του Συντάγματος κατοχυρώνει τη δυνατότητα αυτή για τους ιδιώτες δανειστές σε βάρος της ιδιωτικής περιουσίας του ελληνικού δημοσίου, ενώ τα άρθρα 3 και 4 της δανειακής σύμβασης μεταξύ του τελευταίου και των άλλων κρατών-μελών της ευρωζώνης την επεκτείνουν και στη δημόσια (!) περιουσία του, προκειμένου για τα δάνεια του μηχανισμού «στήριξης». Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η πώληση μέρους της περιουσίας προκειμένου να αποφευχθεί η απώλειά της, αντί πινακίου φακής, σε αναγκαστικούς πλειστηριασμούς θα ήταν μέτρο στοιχειώδους σωφροσύνης.
Συνεπώς, αντί η κυβέρνηση να επιδίδεται σε λεονταρισμούς «δεν πωλείται» και ευρεσιτεχνίες «επιφάνειας», θα έπρεπε να διαπραγματευθεί τους όρους των πωλήσεων, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι ανεκτό. Θα μπορούσε π.χ. το μελλοντικό τίμημα των πωλήσεων να εκχωρηθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αντάλλαγμα την ακύρωση ισόποσων ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, υπολογισμένων όχι στην ονομαστική τους αξία, αλλά στην (πολύ χαμηλότερη) τιμή στην οποία τα αγόρασε εκείνη στη δευτερογενή αγορά, με παράλληλη άμεση μείωση του επιτοκίου τους στο ύψος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ. Ένα τέτοιο αίτημα θα ήταν εύλογο, αφενός επειδή η ΕΚΤ δεν είναι κερδοσκοπικό ίδρυμα και αφετέρου επειδή υπό συνθήκες κρίσης το αναμενόμενο τίμημα θα είναι ούτως ή άλλως σχετικά χαμηλό.
Στην πραγματικότητα όμως το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει παραλύσει κάτω από το βάρος της ευθύνης του για την εθνική πτώχευση. Ούτε να διαπραγματευθεί σοβαρά με τους ξένους μπορεί, ούτε να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Τα χειρότερα είναι μπροστά μας. (ΒΗΜΑ)
Ο κ. Κώστας Χ. Χρυσόγονος είναι καθηγητής Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Όλα αυτά υποδηλώνουν έλλειμμα σοβαρότητας. Το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από τα δημόσια έσοδα, χωρίς νέα δανεικά, ενώ η δυνατότητα των δανειστών μας να προχωρήσουν σε εκτέλεση κατά της δημόσιας περιουσίας είναι πλήρως κατοχυρωμένη. Ειδικότερα το άρθρο 94 παρ. 4 του Συντάγματος κατοχυρώνει τη δυνατότητα αυτή για τους ιδιώτες δανειστές σε βάρος της ιδιωτικής περιουσίας του ελληνικού δημοσίου, ενώ τα άρθρα 3 και 4 της δανειακής σύμβασης μεταξύ του τελευταίου και των άλλων κρατών-μελών της ευρωζώνης την επεκτείνουν και στη δημόσια (!) περιουσία του, προκειμένου για τα δάνεια του μηχανισμού «στήριξης». Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η πώληση μέρους της περιουσίας προκειμένου να αποφευχθεί η απώλειά της, αντί πινακίου φακής, σε αναγκαστικούς πλειστηριασμούς θα ήταν μέτρο στοιχειώδους σωφροσύνης.
Συνεπώς, αντί η κυβέρνηση να επιδίδεται σε λεονταρισμούς «δεν πωλείται» και ευρεσιτεχνίες «επιφάνειας», θα έπρεπε να διαπραγματευθεί τους όρους των πωλήσεων, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι ανεκτό. Θα μπορούσε π.χ. το μελλοντικό τίμημα των πωλήσεων να εκχωρηθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αντάλλαγμα την ακύρωση ισόποσων ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, υπολογισμένων όχι στην ονομαστική τους αξία, αλλά στην (πολύ χαμηλότερη) τιμή στην οποία τα αγόρασε εκείνη στη δευτερογενή αγορά, με παράλληλη άμεση μείωση του επιτοκίου τους στο ύψος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ. Ένα τέτοιο αίτημα θα ήταν εύλογο, αφενός επειδή η ΕΚΤ δεν είναι κερδοσκοπικό ίδρυμα και αφετέρου επειδή υπό συνθήκες κρίσης το αναμενόμενο τίμημα θα είναι ούτως ή άλλως σχετικά χαμηλό.
Στην πραγματικότητα όμως το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει παραλύσει κάτω από το βάρος της ευθύνης του για την εθνική πτώχευση. Ούτε να διαπραγματευθεί σοβαρά με τους ξένους μπορεί, ούτε να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Τα χειρότερα είναι μπροστά μας. (ΒΗΜΑ)
Ο κ. Κώστας Χ. Χρυσόγονος είναι καθηγητής Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου