Πέμπτη 07 Μαρτίου 2013
Πολλοί άνθρωποι βιώνουν στον ύπνο
τους μια ιδιαίτερα αγχώδη κατάσταση την οποία οι ειδικοί έχουν ονομάσει
υπνική παράλυση. Είναι η στιγμή που κάποιος ξυπνάει και δεν μπορεί να
κουνήσει κανένα μέλος του σώματός του, ούτε καν να μιλήσει. Ερευνητές
στον Καναδά υποστηρίζουν ότι ανακάλυψαν τους.. υπαίτιους. Πρόκειται για
δύο χημικά του εγκεφάλου, τη γλυκίνη και το γ-αμινοβουτυρικό οξύ ή GABA.
Το πρόβλημα
Η υπνική παράλυση συμβαίνει όταν ο εγκέφαλος και το σώμα δεν συγχρονίζονται στη διάρκεια του ύπνου. Οταν το επίπεδο του ύπνου φτάσει στη λεγόμενη κατάσταση REM (ο πολύ βαθύς ύπνος κατά τον οποίον βλέπουμε όνειρα) οι μύες του σώματος χαλαρώνουν σε σημείο παράλυσης. Οπως είναι ευνόητο, ο άνθρωπος που έχει υποστεί υπνική παράλυση τρομάζει, αισθάνεται ότι δεν μπορεί ούτε καν να αναπνεύσει και φοβάται ότι πεθαίνει. Κάποιες φορές η κατάσταση αυτή «γεννά» και παραισθήσεις.
Οι ειδικοί δεν γνωρίζουν γιατί συμβαίνει όλο αυτό αλλά πιθανολογούν ότι η διαδικασία λαμβάνει χώρα ώστε να μην γίνεται εκδραμάτιση των ονείρων (αυτό σημαίνει ότι το άτομο μπορεί να κάνει σε αυτή τη φάση κάποια αυτοκαταστροφική πράξη χωρίς να το πολυκαταλάβει).
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Waterloo στον Καναδά ανακάλυψαν ότι οι «ένοχοι» για την υπνική παράλυση είναι η γλυκίνη και το GABA. Εξαιτίας των διαφορετικών μεθόδων έρευνας δεν έχει καταστεί εφικτό να διαπιστωθεί το ποσοστό των ανθρώπων που βιώνουν την υπνική παράλυση. Αυτό που έχει διαπιστωθεί όμως είναι ότι η υπνική παράλυση είναι αβλαβής.
Η μελέτη
Οι ερευνητές μελέτησαν 293 άτομα, κυρίως γυναίκες, που στο σύνολό τους είχαν βιώσει υπνική παράλυση. Όπως διεφάνη, τα άτομα που βιώνουν υπνική παράλυση νιώθουν πιο άσχημα όταν έχουν παράλληλα δει «απειλητικές» παραισθήσεις. Από τη μελέτη προέκυψε επίσης ότι η υπνική παράλυση «βαραίνει» περισσότερο συναισθηματικά τα άτομα που πιστεύουν σε παραφυσικά φαινόμενα.
Οσοι διαθέτουν πιο αναλυτική σκέψη και δεν πιστεύουν σε παραφυσικά φαινόμενα, σε φαντάσματα κ.λ.π φαίνεται ότι επηρεάζονται ψυχικά σε μικρότερο βαθμό από την υπνική παράλυση.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η μελέτη πραγματοποιήθηκε μέσω Διαδικτύου και όχι με βάση τυχαίο δείγμα συμμετεχόντων, όπως πρέπει να συμβαίνει σε τέτοιες μελέτες - στη συγκεκριμένη έρευνα συμπεριελήφθησαν άτομα που θέλησαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις των ερευνητών. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Clinical Psychological Science».
real.gr
Το πρόβλημα
Η υπνική παράλυση συμβαίνει όταν ο εγκέφαλος και το σώμα δεν συγχρονίζονται στη διάρκεια του ύπνου. Οταν το επίπεδο του ύπνου φτάσει στη λεγόμενη κατάσταση REM (ο πολύ βαθύς ύπνος κατά τον οποίον βλέπουμε όνειρα) οι μύες του σώματος χαλαρώνουν σε σημείο παράλυσης. Οπως είναι ευνόητο, ο άνθρωπος που έχει υποστεί υπνική παράλυση τρομάζει, αισθάνεται ότι δεν μπορεί ούτε καν να αναπνεύσει και φοβάται ότι πεθαίνει. Κάποιες φορές η κατάσταση αυτή «γεννά» και παραισθήσεις.
Οι ειδικοί δεν γνωρίζουν γιατί συμβαίνει όλο αυτό αλλά πιθανολογούν ότι η διαδικασία λαμβάνει χώρα ώστε να μην γίνεται εκδραμάτιση των ονείρων (αυτό σημαίνει ότι το άτομο μπορεί να κάνει σε αυτή τη φάση κάποια αυτοκαταστροφική πράξη χωρίς να το πολυκαταλάβει).
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Waterloo στον Καναδά ανακάλυψαν ότι οι «ένοχοι» για την υπνική παράλυση είναι η γλυκίνη και το GABA. Εξαιτίας των διαφορετικών μεθόδων έρευνας δεν έχει καταστεί εφικτό να διαπιστωθεί το ποσοστό των ανθρώπων που βιώνουν την υπνική παράλυση. Αυτό που έχει διαπιστωθεί όμως είναι ότι η υπνική παράλυση είναι αβλαβής.
Η μελέτη
Οι ερευνητές μελέτησαν 293 άτομα, κυρίως γυναίκες, που στο σύνολό τους είχαν βιώσει υπνική παράλυση. Όπως διεφάνη, τα άτομα που βιώνουν υπνική παράλυση νιώθουν πιο άσχημα όταν έχουν παράλληλα δει «απειλητικές» παραισθήσεις. Από τη μελέτη προέκυψε επίσης ότι η υπνική παράλυση «βαραίνει» περισσότερο συναισθηματικά τα άτομα που πιστεύουν σε παραφυσικά φαινόμενα.
Οσοι διαθέτουν πιο αναλυτική σκέψη και δεν πιστεύουν σε παραφυσικά φαινόμενα, σε φαντάσματα κ.λ.π φαίνεται ότι επηρεάζονται ψυχικά σε μικρότερο βαθμό από την υπνική παράλυση.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η μελέτη πραγματοποιήθηκε μέσω Διαδικτύου και όχι με βάση τυχαίο δείγμα συμμετεχόντων, όπως πρέπει να συμβαίνει σε τέτοιες μελέτες - στη συγκεκριμένη έρευνα συμπεριελήφθησαν άτομα που θέλησαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις των ερευνητών. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Clinical Psychological Science».
real.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου