ΔΕΥΤΕΡΑ 17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2009
«Βγαίνει πια ο καθένας με μια κιθάρα και λέει πέντε τραγούδια, και βολευτήκαμε μ΄ αυτό.
Αυτό δεν είναι βόλεμα, είναι σακάτεμα» λέει ο Δημήτρης Μητροπάνος, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τη μεγάλη αγάπη του: το λαϊκό τραγούδι
Τι είναι λαϊκό τραγούδι σήμερα; Πολλά. Ίσως και ένα μόνο, αν κρίνει κανείς από τις απαντήσεις που θα πάρει. Ίσως μόνο η δωρικότητα, η λαϊκή φλέβα του Δημήτρη Μητροπάνου. Ο οποίος ανήκει σε εκείνη τη μικρή και τυχερή κάστα ανθρώπων, για τους οποίους αυτό ακριβώς που τους ορίζει είναι και αυτό που οριοθετεί τον μεγάλο τους έρωτα, τη μεγάλη τους αγάπη. Χειμώνα- καλοκαίρι.
Και γι΄ αυτήν την αγάπη μιλάει. Χειμώνα- καλοκαίρι. Ακόμη κι όταν η πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του τον είχε καταβάλει σωματικά, η καρδιά του κι η σκέψη του έτρεχαν στο τραγούδι. «Πότε θα ξαναπιάσω μικρόφωνο;» ήταν η μόνιμη επωδός. «Άμα τραγουδήσω, όλα θα περάσουν». Και όποτε του δινόταν η ευκαιρία, όταν πια άρχισε να συνέρχεται, τραγουδούσε σε παρέες φίλων.
Λαϊκό για κείνον είναι και σήμερα και πάντα ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και τόσοι άλλοι. «Από μικρός λαϊκά άκουγα στα Τρίκαλα. Τα πρώτα ακούσματα που αγάπησα είχαν τη φωνή του Καζαντζίδη (στη γειτονιά που ζούσαμε πολλοί είχαν φύγει στις Γερμανίες και ο Καζαντζίδης τραγουδούσε τη δική τους ζωή), του Μανώλη Αγγελόπουλου, του Πάνου Γαβαλά, της Πόλυς Πάνου. Τον Μπιθικώτση τον ανακάλυψα πολύ αργότερα όταν ήρθα στην Αθήνα» λέει.
Σήμερα έχουμε αντίστοιχα λαϊκά;
Άλλαξαν και αυτά μαζί με τη ζωή μας. Έχουμε λαϊκά αλλά είναι διαφορετικά και σε επίπεδο παιξίματος. Τότε, παλιά, για να γράψουμε τραγούδια προγραμματίζαμε, γιατί ήταν δέκα όλοι κι όλοι οι μουσικοί που μπαίναν στο στούντιο. Σήμερα πια δεν το έχουμε αυτό. Όλοι σχεδόν οι μουσικοί γράφουν. Αυτό, ξέρεις, αλλάζει τα πράγματα. Σήμερα έχουμε πιο πολλούς σπουδαγμένους μουσικούς, όμως παλιά είχαμε δημιουργούς που έγραφαν από την καρδιά. Σήμερα μπερδεύεται η καρδιά με τη γνώση. Επίσης, τότε είχαμε πολύ καλούς στιχουργούς. Σήμερα οι στιχουργοί είναι, ε, λίγο πιο λάιτ. Σαν την εποχή μας.
Τι έχει μείνει από το παλιό εκείνο λαϊκό εκτός από την ανάμνησή του;
Προσωπικά προτιμούσα εκείνο το λαϊκό από καρδιάς. Σήμερα από καρδιάς γράφουν πολύ λίγοι έως ελάχιστοι- πιο σημαντικό θεωρώ τον Χρήστο Νικολόπουλο. Αυτή η παγκοσμιοποίηση και στη μουσική είναι κάτι που δεν μου αρέσει. Δεν μου λέει τίποτα αυτό το ντου-που, ντου-που που ακούμε από παντού. Και θέλω να πιστεύω ότι θα το ξεπεράσουμε.
Θα ξαναγυρίσουμε στα λαϊκά τραγούδια;
Θέλω να ελπίζω πως και από ανάγκη θα γυρίσουμε σ΄ αυτά. Αν δεν γυρίσουμε, δεν θα έχουμε τραγούδι. Δεν είπα να επαναλάβουμε το ΄60. Κάποιοι πρέπει να καταλάβουν ότι η μουσική στην Ελλάδα δεν είναι για τα πέντε κλαμπ το καλοκαίρι. Υπάρχουν γειτονιές. Υπάρχει Ελληνισμός σ΄ όλη τη γη. Και η μουσική είναι κύριος εκφραστής του Ελληνισμού- ή έστω ήταν μέχρι τώρα.
Θα εξαφανιστεί κάποτε το μπουζούκι,
που είναι κάτι σαν σύμβολο του λαϊκού τραγουδιού;
Ναι, το μπουζούκι είναι σύμβολο. Πιο παλιά ήταν το ακορντεόν, το βιολί. Το πρόβλημα είναι ότι γίνεται πόλεμος στο λαϊκό τραγούδι. Βγήκαν κάποια ραδιόφωνα και λένε «δεν παίζουμε τραγούδια με μπουζούκι». Δεν θεωρώ ότι μπορούν αυτοί να επιλέξουν τα τραγούδια μου με βάση τα δικά τους γούστα.
Ή θα τα παίζουν όλα, και με μπουζούκι και χωρίς, ή τίποτα. Δικό τους είναι το ραδιόφωνο, αυτοί βάλαν τα λεφτά, αλλά ας μην παίξουν καθόλου τα τραγούδια μου».
«Χάσαμε την ευκαιρία»
«Κάπου θεωρώ πως πρέπει να μπουν τα πράγματα σε κάποια όρια», λέει ο Δημήτρης Μητροπάνος. «Υπάρχουν έξω ποσοστώσεις στο ντόπιο και στο ξένο τραγούδι. Εδώ ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. Δεν είμαστε μια χώρα που παράγει και πολλά πράγματα.
Είχαμε την ευκαιρία με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη να απλώσουμε τη μουσική μας παγκοσμίως, αλλά τη χάσαμε. Τώρα δηλαδή τι κάνουμε; Το τραγούδι μας περνάει από Συμπληγάδες κι εμείς δεν το παίζουμε γιατί έχει μπουζούκι, γιατί έχει το ένα, το άλλο... Αν δεν παίζονται, γιατί να καθήσουν ο Μικρούτσικος ή ο Κραουνάκης να γράψουν; Έτσι θα μείνει το λαϊκό τραγούδι ορφανό.
Όταν κι αυτοί σταματήσουν, οι νέοι που θα ΄ρθουν πού θα πατήσουν; Από ποιον θα πάρουν; Εκείνοι πήραν από τους προηγούμενους. Μας χρειάζεται και η γνώμη τους, ίσως και πιο πολύ από τη μουσική τους. Είναι σαν να θέλουμε να τους αποκλείσουμε με αυτή τη γραμμή που υπάρχει στην ελληνική μουσική. Δεν είμαι αυτός που θα προτείνει λύσεις, αλλά κάποτε κάποιος πρέπει όλους αυτούς που ενδιαφέρονται για το ελληνικό τραγούδι να τους ρωτήσει “τι να κάνουμε;”, “πού να πάμε;”».
Λαϊκές καλοκαιρινές ιστορίες
Αρχές δεκαετίας του ΄80 ήμασταν σε περιοδεία σε Ελλάδα και Κύπρο με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. Μια βραδιά παίζαμε στη Δωδώνη, στο αρχαίο θέατρο. Στο κοίλον ο κόσμος θορυβούσε πολύ. Τσαντίζεται κι ο Χατζιδάκις, παίρνει την ορχήστρα, «πήγαινε εσύ να παίξεις για τους ομοίους σου» λέει στον Μίκη και φεύγει- μέχρι να τον πείσουν. Το ωραίο ήταν ότι μετά τη συναυλία βλέπει έναν λατερνατζή, πάει, παίρνει το πιατάκι του κι αρχίζει να μαζεύει λεφτά από τον κόσμο για να του τα δώσει!
Το 1997, με τον Θάνο Μικρούτσικο παίζουμε στο Ηρώδειο. Είναι να αρχίσει η «Ρόζα». Είχαμε έναν πιανίστα Κροάτη. Γυρίζει ο Θάνος και του λέει για να ξεκινήσει: «Έφυγες». Κι εκείνος αφήνει το πιάνο και φεύγει! Μείναμε όλοι κάγκελο. «Πού πας, ρε;» φωνάζει ο Θάνος και αφήνει τη σκηνή για να τον μαζέψει...
Το 1965 γνώρισα τον Καζαντζίδη μέσω ενός φίλου τού μπάρμπα μου. Έμεναν με τη Μαρινέλλα στην οδό Κνωσού στα Πατήσια.
Φάγαμε μαζί εκείνο το πρώτο βράδυ. Είχε πάρει την κιθάρα του στα χέρια και μου είπε να τραγουδήσω. Σιγά, μην τραγούδαγα εγώ.
Εκείνον άκουγα. Ήμουν και μικρός- ούτε κουράγιο είχα να ρωτήσω, να μιλήσω μαζί του.
Ήμουν ευτυχισμένος. Είχα τον θεό δίπλα μου και μου έφτανε. Ήταν και ο πρώτος που μου είχε πει «εσύ πρέπει να γίνεις τραγουδιστής. Είσαι για τραγουδιστής». ΠΗΓΗ
ΚΡΑΧΤΗΣ (kraxtis-gr.blogspot.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου