ΑΙΧΜΗ - Τάσος Παππάς
Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012
Με αφορμή τις βίαιες πρακτικές των μελών και βουλευτών της «Χρυσής Αυγής» επανήλθε στη δημόσια συζήτηση η θεωρία των άκρων. Σύμφωνα με τους οπαδούς αυτής της θεωρίας, ναζισμός....
και κομμουνισμός είναι οι δύο όψεις του ολοκληρωτισμού, ο ένας τροφοδοτεί τον άλλο, είναι ορκισμένοι εχθροί του κοινοβουλευτισμού και ως τέτοιοι πρέπει να αντιμετωπιστούν. Κι αν για το ναζισμό δεν υπάρχει ένσταση ότι αποτελεί την πιο χυδαία και βάρβαρη μορφή ολοκληρωτισμού, η διαμάχη στο ακαδημαϊκό και στο πολιτικό πεδίο για το αν ανήκει στην ίδια κατηγορία και ο κομμουνισμός, κρατά χρόνια.
Η θεωρία των άκρων ήταν δημοφιλής στη Δύση την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, για ευνόητους λόγους, και επέστρεψε στο προσκήνιο μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σταλινισμού». Οι θεωρητικοί του φιλελευθερισμού, στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν την αστική Δημοκρατία, δεν αρκέστηκαν στην ενοχοποίηση του Στάλιν, τοποθέτησαν στο κάδρο των ευθυνών το Μαρξισμό ως σύστημα ιδεών. Εμβληματικές προσωπικότητες αυτού του χώρου [Χ. Αρεντ. Ι. Μπερλίν, Κ. Πόπερ, Ρ. Αρόν] υποστήριξαν με επιμονή ότι η ρίζα του ολοκληρωτισμού βρίσκεται στον ίδιο τον Μαρξ, στα θεωρητικά κείμενά του, στις πολεμικές κατά των ιδεολογικών αντιπάλων του, στις συμβουλές του προς τα κόμματα και τις κινήσεις που μιλούσαν στ’ όνομα του. Κατά την προσέγγισή τους, οι επίγονοι του Μαρξ απλώς εφάρμοσαν, έστω με ανορθόδοξο τρόπο, όλα όσα πρότεινε ο Μαρξ προκειμένου να περάσουν οι κοινωνίες από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας.
Η πιο προσφιλής μέθοδος ταύτισης του ναζισμού με τον κομμουνισμό περιλαμβάνει μια σειρά από γεγονότα: τον αριθμό των θυμάτων, τις ομοιότητες στα μέσα που χρησιμοποίησαν για να επιβληθούν και να διοικήσουν, το μεσιανικό χαρακτήρα της επίσημης αφήγησης, τη λατρεία του αρχηγού, την ταύτιση του κόμματος με το κράτος, τη φυσική εξόντωση των διαφωνούντων, τον επεκτατισμό. Στην πιο εξτρεμιστική εκδοχή της αυτή η ανάλυση [εκπρόσωπος της ο ‘πρύτανης’ της σχολής του αναθεωρητισμού, Γερμανός ιστορικός Ε. Νόλτε] ισχυρίστηκε ότι ναζισμός ήταν η απάντηση στον μπολσεβικισμό. Από την άλλη πλευρά, το επιχείρημα που κατατίθεται είναι το εξής: «στο ναζισμό, αντίθετα με την περίπτωση του κομμουνισμού, όπου είναι φανερή μια τραγική αντίφαση ανάμεσα σε μέσα και σκοπούς, η καταστροφικότητα των μέσων και η καταστροφικότητα των σκοπών συνέπεσαν τέλεια» [ Μ. Ρεβέλι].
Είναι προφανής η πρόθεση των πολιτικών και των δημοσιολόγων που επικαλούνται τη θεωρία των άκρων να δαιμονοποιήσουν το Μαρξισμό, αντλώντας υλικό κυρίως από τα καθεστώτα του υπαρκτού σταλινισμού. Ωστόσο, μαρξιστές [ με τη δική τους ανάγνωση] ήταν και ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ, και ο Στάλιν και ο Κάουτσκι, και ο Τρότσκι και ο Γκράμσι, και οι ελευθεριακοί κομμουνιστές και οι μπολσεβίκοι. Όπως προσφυώς σημειώνει ο Μ. Σαλβαντόρι: «γιατί αυτός που μετράει στην κρίση μας πρέπει να είναι ο Μαρξ όσων μαρξιστών ήταν στην εξουσία και όχι εκείνος των μαρξιστών οι οποίοι πάλεψαν ενάντια στη δεσποτική παρέκκλιση;» [‘Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία’ 4-4-2004].
Η θεωρία των άκρων δεν ενοχλεί καθόλου το νεοναζισμό. Οι οπαδοί του δεν υποδύονται τους δημοκράτες. Παρουσιάζονται ενώπιον της κοινωνίας ως υποψήφιοι ανατροπείς του «σάπιου κοινοβουλευτισμού». Το μήνυμά τους κερδίζει έδαφος. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συγκρότηση ενός συμπαγούς αντιφασιστικού μετώπου. Χωρίς αστερίσκους και αποκλεισμούς.
και κομμουνισμός είναι οι δύο όψεις του ολοκληρωτισμού, ο ένας τροφοδοτεί τον άλλο, είναι ορκισμένοι εχθροί του κοινοβουλευτισμού και ως τέτοιοι πρέπει να αντιμετωπιστούν. Κι αν για το ναζισμό δεν υπάρχει ένσταση ότι αποτελεί την πιο χυδαία και βάρβαρη μορφή ολοκληρωτισμού, η διαμάχη στο ακαδημαϊκό και στο πολιτικό πεδίο για το αν ανήκει στην ίδια κατηγορία και ο κομμουνισμός, κρατά χρόνια.
Η θεωρία των άκρων ήταν δημοφιλής στη Δύση την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, για ευνόητους λόγους, και επέστρεψε στο προσκήνιο μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σταλινισμού». Οι θεωρητικοί του φιλελευθερισμού, στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν την αστική Δημοκρατία, δεν αρκέστηκαν στην ενοχοποίηση του Στάλιν, τοποθέτησαν στο κάδρο των ευθυνών το Μαρξισμό ως σύστημα ιδεών. Εμβληματικές προσωπικότητες αυτού του χώρου [Χ. Αρεντ. Ι. Μπερλίν, Κ. Πόπερ, Ρ. Αρόν] υποστήριξαν με επιμονή ότι η ρίζα του ολοκληρωτισμού βρίσκεται στον ίδιο τον Μαρξ, στα θεωρητικά κείμενά του, στις πολεμικές κατά των ιδεολογικών αντιπάλων του, στις συμβουλές του προς τα κόμματα και τις κινήσεις που μιλούσαν στ’ όνομα του. Κατά την προσέγγισή τους, οι επίγονοι του Μαρξ απλώς εφάρμοσαν, έστω με ανορθόδοξο τρόπο, όλα όσα πρότεινε ο Μαρξ προκειμένου να περάσουν οι κοινωνίες από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας.
Η πιο προσφιλής μέθοδος ταύτισης του ναζισμού με τον κομμουνισμό περιλαμβάνει μια σειρά από γεγονότα: τον αριθμό των θυμάτων, τις ομοιότητες στα μέσα που χρησιμοποίησαν για να επιβληθούν και να διοικήσουν, το μεσιανικό χαρακτήρα της επίσημης αφήγησης, τη λατρεία του αρχηγού, την ταύτιση του κόμματος με το κράτος, τη φυσική εξόντωση των διαφωνούντων, τον επεκτατισμό. Στην πιο εξτρεμιστική εκδοχή της αυτή η ανάλυση [εκπρόσωπος της ο ‘πρύτανης’ της σχολής του αναθεωρητισμού, Γερμανός ιστορικός Ε. Νόλτε] ισχυρίστηκε ότι ναζισμός ήταν η απάντηση στον μπολσεβικισμό. Από την άλλη πλευρά, το επιχείρημα που κατατίθεται είναι το εξής: «στο ναζισμό, αντίθετα με την περίπτωση του κομμουνισμού, όπου είναι φανερή μια τραγική αντίφαση ανάμεσα σε μέσα και σκοπούς, η καταστροφικότητα των μέσων και η καταστροφικότητα των σκοπών συνέπεσαν τέλεια» [ Μ. Ρεβέλι].
Είναι προφανής η πρόθεση των πολιτικών και των δημοσιολόγων που επικαλούνται τη θεωρία των άκρων να δαιμονοποιήσουν το Μαρξισμό, αντλώντας υλικό κυρίως από τα καθεστώτα του υπαρκτού σταλινισμού. Ωστόσο, μαρξιστές [ με τη δική τους ανάγνωση] ήταν και ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ, και ο Στάλιν και ο Κάουτσκι, και ο Τρότσκι και ο Γκράμσι, και οι ελευθεριακοί κομμουνιστές και οι μπολσεβίκοι. Όπως προσφυώς σημειώνει ο Μ. Σαλβαντόρι: «γιατί αυτός που μετράει στην κρίση μας πρέπει να είναι ο Μαρξ όσων μαρξιστών ήταν στην εξουσία και όχι εκείνος των μαρξιστών οι οποίοι πάλεψαν ενάντια στη δεσποτική παρέκκλιση;» [‘Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία’ 4-4-2004].
Η θεωρία των άκρων δεν ενοχλεί καθόλου το νεοναζισμό. Οι οπαδοί του δεν υποδύονται τους δημοκράτες. Παρουσιάζονται ενώπιον της κοινωνίας ως υποψήφιοι ανατροπείς του «σάπιου κοινοβουλευτισμού». Το μήνυμά τους κερδίζει έδαφος. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συγκρότηση ενός συμπαγούς αντιφασιστικού μετώπου. Χωρίς αστερίσκους και αποκλεισμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου