Δεν άλλαξε καθόλου χρόνια τώρα. Με το ίδιο μπλουτζίν, μπότες, μαύρο πέτσινο από μέσα το μακό σαν το όνειρο του πατέρα του. «Ο Ατίθασος Μάρλον Μπράντο». Διαφημιστής επιτυχημένος πλέον, από λίγα ξεκίνησε. ΕλάχισταΔηλαδή από το τίποτα. Γνήσιο και αναγνωρισμένο παιδί της καφετέριας. Εγγόνι του Μαρξ.. και της Κόκα-Κόλα. Μέσω μιας γκόμενας, που τα μάσαγε ενός γεροπαλήκαρου, τη χώθηκε στη διαφήμιση. Ξύπνιος, μπήκε αμέσως στο νόημα. Τους τρέλανε με τα κόλπα του τα λεκτικά, τις αγκαλιές. «Εγώ άμα δεν τον αγγίζω τον άλλονα, άμα δεν τον ζουλάω δεν τον νιώθω δικό μου ρε παιδί μου», αυτό το «Ρε παιδί μου» το ‘χει τελευταία βάλει στο στόμα του σαν απαραίτητο ηχητικό στοιχείο του χαρακτήρος του. Συνοδεύει κάθε πρόταση μπαίνοντας με την ίδια άνεση στην αρχή στη μέση ή στο τέλος του προγράμματος της έκφρασής του. Για την χάρη του παραδείγματος θα αναφέρω «Ρε παιδί μου δεν κάνει αυτό το πρότζεκτ ρε παιδί μου». Ή «πολύ την πάω τη μηχανή ρε παιδί μου. Κι όχι επειδή ρε παιδί μου είναι δικιά μου ρε παιδί μου, αλλά πώς να το κάνουμε είναι μηχανή ρε παιδί μου».
Έχει γυναίκα, παιδί –ένα κοριτσάκι νόστιμο που κάθε βδομάδα η μανούλα του, του διορθώνει τ’ όνομα. Τη βαφτίσανε Ευαγγελία, αυτός ήθελε να τη φωνάζει Βαγγελιώ -το όνομα της μάνας του- αλλά η γυναίκα του το βρήκε πολύ πασέ, της θύμιζε μεταπολίτευση, που όλες Βαγγελιώ, Ρηνιώ κι από πάνω το μοντγκόμερυ. Στην αρχή, λοιπόν, την είπε Εύα, ώσπου να μάθει το κοριτσάκι να το ακούει και να γυρίζει κεφάλι, του το ‘κανε Λία γιατί το Εύα παρά ήτανε προπατορικό σαν αμάρτημα. Μετά το Λία της φάνηκε λιανό και το μετάπλασε σε Άντζυ, αλλά το παιδί μπερδευότανε και μια το ‘λεγε Άρτζυ μια Μπάμτζυ, τελικά κατέληξε στο Έϊντζελ που θυμίζει άγγελο, έχει το φτερό στην πλάτη κι όσο να ‘ναι το φτερό στη γυναίκα χαρίζει, αν δεν ακολουθηθεί βεβαίως από το πούπουλο που κάνουν βεβαίως το γνωστό δίδυμο «φτερά και πούπουλα» και δεν συμμαζεύεται η κατάσταση.
Πάντως, αυτός δεν έχει αλλάξει χρόνια τώρα, μπορεί να έχει λεφτά –προς το παρόν- γυναίκα, παιδί πολυώνυμο, μηχανή, ένα τζιπ (όχι Καγιέν το έχουν όλοι, αυτός πήρε Μερσέντες), το οποίο τέτοιες ώρες τέτοια λόγια, δεν το βγάζει από το γκαράζ, βγαίνει με το Σμαρτάκι για ξεκάρφωμα, ένα σπίτι Λυκαβηττό το ξεχρεώνει τώρα, μια γκόμενα μοντέλο γυναίκας, τους φίλους πάντα τους παλιούς που τους χαρτζιλικώνει που και που -γιατί αυτός έχει μπέσα ρε παιδί μου- αγόρασε κι ένα κτήμα στο νησί έκανε ένα εξοχικό πεντάστερο με δυό πισίνες δίπλα στο κύμα, γενικά ρε παιδί μου φτιάχτηκε καλά. Και το βασικότερο έμεινε ο ίδιος, όπως ακριβώς ήτανε. Όσον αφορά τουλάχιστον την εμφάνιση. Γιατί από μέσα η πλήρης εξαφάνιση.
Τον είδα χθες Καραγιώργη Σερβίας. Τον είδα με τα μάτια μου. Είδα το μπλουτζίν, το μακό από πάνω, το μαύρο το δερμάτινο και τις μπότες να περπατάνε στο δρόμο μόνα τους. Δεν υπήρχε τίποτα από μέσα. Τίποτα απολύτως αλλά μην του το πείτε. Δεν κάνει. Ήτανε φίλος μας κάποτε. Ύστερα μπορεί να τα ακούσουν και τα ρούχα του και να σηκωθούν να φύγουν, να πα να βρούνε νέα σάρκα πιο ζεστή για να τυλίξουν. Κι άμα φύγουνε τα ρούχα θα αποκαλυφθεί ένα μόνο του, σκέτο «Ρε παιδί μου».
Θα μείνει εκεί στη μέση της πλατείας Συντάγματος ένα τεράστιο ΡΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, τι να το κάνεις; Αν και η φίλη μου η Μαρία προτείνει να το στολίσουμε με μπάλες και λαμπιόνια και να το κάνουμε ένα πρωτότυπο χριστουγεννιάτικο δέντρο, ρε παιδί μου, που θα συνάδει και με τη Βουλή να του κάνει το κατάλληλο φόντο. Να ‘χει και το Σύνταγμα κάτι να επιδείξει.
Γιατί φέτος άκουσα στην Πλατεία δεν στόλισε ο Δήμαρχος δέντρο για να μην του το κάψουνε οι γνωστοί του οι άγνωστοι, και πήγε και έβαλε κάτι γαλαζόλαμπες στο κυπαρίσσι (όπως βλέπεις από τις πάνω σκάλες αριστερά) να μοιάζει το δέντρο του νεκροταφείου με δέντρο του Χριστού ήμαρτον Παναγία μου.
Άντε και του χρόνου μ’ ένα πεύκο κι όσα «Ρε παιδί μου» φέρει ο καινούργιος χρόνος.
Έχει γυναίκα, παιδί –ένα κοριτσάκι νόστιμο που κάθε βδομάδα η μανούλα του, του διορθώνει τ’ όνομα. Τη βαφτίσανε Ευαγγελία, αυτός ήθελε να τη φωνάζει Βαγγελιώ -το όνομα της μάνας του- αλλά η γυναίκα του το βρήκε πολύ πασέ, της θύμιζε μεταπολίτευση, που όλες Βαγγελιώ, Ρηνιώ κι από πάνω το μοντγκόμερυ. Στην αρχή, λοιπόν, την είπε Εύα, ώσπου να μάθει το κοριτσάκι να το ακούει και να γυρίζει κεφάλι, του το ‘κανε Λία γιατί το Εύα παρά ήτανε προπατορικό σαν αμάρτημα. Μετά το Λία της φάνηκε λιανό και το μετάπλασε σε Άντζυ, αλλά το παιδί μπερδευότανε και μια το ‘λεγε Άρτζυ μια Μπάμτζυ, τελικά κατέληξε στο Έϊντζελ που θυμίζει άγγελο, έχει το φτερό στην πλάτη κι όσο να ‘ναι το φτερό στη γυναίκα χαρίζει, αν δεν ακολουθηθεί βεβαίως από το πούπουλο που κάνουν βεβαίως το γνωστό δίδυμο «φτερά και πούπουλα» και δεν συμμαζεύεται η κατάσταση.
Πάντως, αυτός δεν έχει αλλάξει χρόνια τώρα, μπορεί να έχει λεφτά –προς το παρόν- γυναίκα, παιδί πολυώνυμο, μηχανή, ένα τζιπ (όχι Καγιέν το έχουν όλοι, αυτός πήρε Μερσέντες), το οποίο τέτοιες ώρες τέτοια λόγια, δεν το βγάζει από το γκαράζ, βγαίνει με το Σμαρτάκι για ξεκάρφωμα, ένα σπίτι Λυκαβηττό το ξεχρεώνει τώρα, μια γκόμενα μοντέλο γυναίκας, τους φίλους πάντα τους παλιούς που τους χαρτζιλικώνει που και που -γιατί αυτός έχει μπέσα ρε παιδί μου- αγόρασε κι ένα κτήμα στο νησί έκανε ένα εξοχικό πεντάστερο με δυό πισίνες δίπλα στο κύμα, γενικά ρε παιδί μου φτιάχτηκε καλά. Και το βασικότερο έμεινε ο ίδιος, όπως ακριβώς ήτανε. Όσον αφορά τουλάχιστον την εμφάνιση. Γιατί από μέσα η πλήρης εξαφάνιση.
Τον είδα χθες Καραγιώργη Σερβίας. Τον είδα με τα μάτια μου. Είδα το μπλουτζίν, το μακό από πάνω, το μαύρο το δερμάτινο και τις μπότες να περπατάνε στο δρόμο μόνα τους. Δεν υπήρχε τίποτα από μέσα. Τίποτα απολύτως αλλά μην του το πείτε. Δεν κάνει. Ήτανε φίλος μας κάποτε. Ύστερα μπορεί να τα ακούσουν και τα ρούχα του και να σηκωθούν να φύγουν, να πα να βρούνε νέα σάρκα πιο ζεστή για να τυλίξουν. Κι άμα φύγουνε τα ρούχα θα αποκαλυφθεί ένα μόνο του, σκέτο «Ρε παιδί μου».
Θα μείνει εκεί στη μέση της πλατείας Συντάγματος ένα τεράστιο ΡΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, τι να το κάνεις; Αν και η φίλη μου η Μαρία προτείνει να το στολίσουμε με μπάλες και λαμπιόνια και να το κάνουμε ένα πρωτότυπο χριστουγεννιάτικο δέντρο, ρε παιδί μου, που θα συνάδει και με τη Βουλή να του κάνει το κατάλληλο φόντο. Να ‘χει και το Σύνταγμα κάτι να επιδείξει.
Γιατί φέτος άκουσα στην Πλατεία δεν στόλισε ο Δήμαρχος δέντρο για να μην του το κάψουνε οι γνωστοί του οι άγνωστοι, και πήγε και έβαλε κάτι γαλαζόλαμπες στο κυπαρίσσι (όπως βλέπεις από τις πάνω σκάλες αριστερά) να μοιάζει το δέντρο του νεκροταφείου με δέντρο του Χριστού ήμαρτον Παναγία μου.
Άντε και του χρόνου μ’ ένα πεύκο κι όσα «Ρε παιδί μου» φέρει ο καινούργιος χρόνος.
(ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΦΑΣΟΥΛΗΣ - aixmi.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου