Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010
Δεν έμαθα την κρίση από τις ειδήσεις. Ούτε από τα άρθρα των εφημερίδων. Την άκουγα τη λέξη κι όσο κι αν νόμιζα πως καταλάβαινα, η αλήθεια ήταν... άλλη. Δεν καταλάβαινα. Απλά και μόνο, ένιωθα. Ένιωθα τον ελεύθερο χρόνο μου να ασφυκτιά από δραστηριότητες και κάθε τέλος του μήνα άρχιζα να ασφυκτιώ κι εγώ.
Όμως, κάθε πρώτη του μηνός, ένα «προσπάθησε γι’ αυτά που αγαπάς», ερχόταν να μου δώσει λίγο οξυγόνο για να συνεχίσω ακόμα ν’ αναπνέω… «Προσπάθησε!». Πόσο θ’ άντεχε κι αυτή η λέξη να μην ξεθωριάσει; Δεν έμαθα την κρίση από τις ειδήσεις. Την έμαθα, όταν ανακάλυψα πως ο κάματος σταμάτησε να αμοίβεται. Όταν ανακάλυψα πως η εργασία μεταμορφώθηκε από δικαίωμα σε «εθελοντική προσφορά».
Την έμαθα όταν σταμάτησα να προσπαθώ για τη ζωή μου. Όταν σταμάτησε να με νοιάζει πότε θα βγει το πτυχίο μου, όταν κοίταξα τη μάνα μου στα μάτια και τη ρώτησα: «Μήπως το να ξενοικιάσω το σπίτι στη Θεσσαλονίκη και να γυρίσω εδώ, Ηγουμενίτσα, να περιμένω να περάσει όλο αυτό είναι μια λύση;» Κι εκείνη τότε με κοίταξε και φώτισαν για λίγο τα μάτια της. Γιατί ποτέ της δεν θα μου έκοβε τα όνειρα. Αλλά πριν το πει, το κατάλαβα. Ναι, ήταν μία λύση. Να πατήσω pause στη ζωή μου έμοιαζε η μόνη λύση.
Το ερώτημα ήταν «για πόσο;» Για πόσο θα άντεχα να μείνω σε έναν τόπο χωρίς προοπτικές; Αλλά πάνω σ’ αυτό ερχόταν κι ένα δεύτερο να με βασανίζει. «Φταίω; Φταίω εγώ; Κι αν ναι, που; Και πόσο»; Μα ακόμα κι όταν επινοούσα απαντήσεις, όσο κι αν έψαχνα δεν έβρισκα το «γιατί». Γιατί τίποτα δεν γίνεται σωστά; Γιατί η ζωή μου δεν μπορεί να πάει παρακάτω; Μέχρι που είδα. Το είδα. Φανερώθηκε μπροστά μου σαν ένα μεγάλο χωράφι. Ένα χέρσο άγονο χωράφι. Με χώμα σκληρό και πέτρες. Πολλές πέτρες. Κι εγώ κοίταξα στο καθρέφτη και είδα πως ήμουν σπόρος.
Τότε κατάλαβα. Πως ο τόπος χωρίς προοπτικές, δεν είναι η επαρχία μόνο πια. Είναι η Ελλάδα. Κι ήθελα να τρέξω… Να τρέξω γρήγορα και μακριά. Πολύ μακριά. Απ’ όλους κι απ’ όλα. Όμως ακόμα κι αυτό, κατήντησε προνόμιο.
Ένα εισιτήριο για την Αθήνα έμοιαζε διέξοδος για μένα, την ίδια ώρα που πολλοί την εγκαταλείπουν. Δυο βαλίτσες έμοιαζαν αρκετές. Ενα σπίτι δια του δύο έμοιαζε κι αυτό για πρώτη φορά αρκετό. Αυτό που δεν ήταν αρκετό αυτή τη φορά ήταν η λογική. Δεν είχε καμία θέση. Πουθενά. Κανείς αγαπητή μου Έλλη Τριανταφύλλου, δεν έχει να απαντήσει κάτι σήμερα σε έναν 25χρονο. Κανείς δεν έχει κι εμένα να μου απαντήσει. Και δεν τους κατηγορώ γι’ αυτό πια.
Ένα τσιγάρο δρόμος ήταν. Κι έφτασα. Μα σκέφτομαι πως εγώ έφτασα κάπου γιατί ένας πατέρας μισο – συνταξιούχος, πλέον, του δημοσίου έσφιξε κάποτε πολύ δυνατά το ζωνάρι του για να μπορώ να ζήσω μέσα στο pause που πάτησαν με το ζόρι στη ζωή μου. Γιατί ένας πατέρας έθαψε τον εαυτό του. Και δεν ξέρω πόσο αξίζει να γίνεται αυτό πια στις ζωές μας… Γιατί δεν θέλω να ζήσω με τα λεφτά του πατέρα μου, αλλά μαζί του.
Αυτό που με προβληματίζει δεν είναι το πώς θα σώσουμε τους τραπεζικούς μας λογαριασμούς. Ίσως, τελικά, αυτό να υπάρχει τρόπος να γίνει κάποια στιγμή. Αυτό που με προβληματίζει είναι πώς θα σώσουμε τη ψυχή μας.
Εγώ τη δική μου τη χρωστάω σε μια σκηνή. Ίσως είναι αυτή που θα μας βοηθήσει να βρούμε κι όλα τα υπόλοιπα. Όχι ό,τι χάσαμε, αλλά ό,τι ξεχάσαμε.(ΡΑΝΙΑ ΑΗΔΟΝΗ - aixmi.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου