Αντισυνταγματικό το παράβολο των 200 ευρώ για την έφεση.Το Μονομελές Εφετείο Ιωαννίνων με την υπ΄ αριθμ. 108/2014 απόφασή του,.. έκρινε αντισυνταγματικές, αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και κατά συνέπεια ανίσχυρες και ανεφάρμοστες τις διατάξεις του Κώδικα πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012), που για το παραδεκτό της άσκησης έφεσης, επιβάλουν υποχρεωτικά την καταβολή παραβόλου 200 ευρώ.
Η εφετειακή απόφαση θεωρεί τις επίμαχες διατάξεις «καθαρά εισπρακτικό μέτρο», που στη σημερινή οικονομική κατάσταση, εμποδίζει τη πρόσβαση στη δικαιοσύνη ενός σημαντικού τμήματος των Ελλήνων πολιτών.
Δικάζοντας έφεση κατά αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, για την οποία δεν είχε καταβληθεί το παράβολο, το δικαστήριο δέχθηκε την έφεση και κήρυξε ανίσχυρες και επομένως ανεφάρμοστες τις εν λόγω διατάξεις με το σκεπτικό ότι «θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη και είναι αντίθετες προς τις αυξημένης ισχύος διατάξεις που θεσπίζουν το εν λόγω δικαίωμα, ήτοι τις διατάξεις του άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ οι οποίες έχουν υπερνομοθετική ισχύ και εκείνες του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος» (δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας).
Επίσης το Εφετείο (Εφέτης ο Λάμπρος Καρέλος) θεωρεί «ανεφάρμοστες τις συγκεκριμένες διατάξεις επειδή παραβιάζουν και τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παράγραφος 1 του Συντάγματος), καθόσον προβλέποντας αδιακρίτως το παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης, προβαίνουν σε διάκριση των πολιτών σ΄ αυτούς που έχουν την οικονομική δυνατότητα προκαταβολής του, η οποία τους επιτρέπει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και σ΄ αυτούς που μη έχοντας τη σχετική δυνατότητα στερούνται το έννομο αυτό αγαθό, διάκριση όμως και στέρηση μη ανεκτές σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία».
Ακόμη, αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση: «Το ποσό των 200 ευρώ της αξίας του παραβόλου που αξιώνει για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, συνιστά με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της χώρας οικονομικό βάρος στο οποίο αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί σημαντικό μέρος των Ελλήνων πολιτών, με συνέπεια να αποκλείονται αυτοί από τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Ο αριθμός αυτός βαίνει αυξανόμενος, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ιερότητας του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, της κεφαλαιώδους σημασίας της για την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και της πρωταρχικής υποχρέωσης της πολιτείας για την απονομή της, το μέτρο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, έστω και ενός μόνο πολίτη την παραπάνω δυνατότητα να στερούσε και όχι, όπως εν προκειμένω, που τη στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού».
Επισημαίνεται επίσης ότι «πρόκειται για καθαρά εισπρακτικό μέτρο, με το οποίο επιδιώκεται, μέσω του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, αύξηση των δημόσιων εσόδων και, συνεπώς, για μέτρο, το οποίο ούτε στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων αποσκοπεί, ούτε την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης υπηρετεί» και προσθέτει: «Ο φορολογικός σκοπός της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης συνάγεται και από το ότι δεν απαλλάσσονται της σχετικής υποχρέωσης ακόμη και οι διάδικοι που αδυνατούν να καταβάλουν την οικεία δαπάνη λόγω ένδειας».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η εφετειακή απόφαση θεωρεί τις επίμαχες διατάξεις «καθαρά εισπρακτικό μέτρο», που στη σημερινή οικονομική κατάσταση, εμποδίζει τη πρόσβαση στη δικαιοσύνη ενός σημαντικού τμήματος των Ελλήνων πολιτών.
Δικάζοντας έφεση κατά αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, για την οποία δεν είχε καταβληθεί το παράβολο, το δικαστήριο δέχθηκε την έφεση και κήρυξε ανίσχυρες και επομένως ανεφάρμοστες τις εν λόγω διατάξεις με το σκεπτικό ότι «θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη και είναι αντίθετες προς τις αυξημένης ισχύος διατάξεις που θεσπίζουν το εν λόγω δικαίωμα, ήτοι τις διατάξεις του άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ οι οποίες έχουν υπερνομοθετική ισχύ και εκείνες του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος» (δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας).
Επίσης το Εφετείο (Εφέτης ο Λάμπρος Καρέλος) θεωρεί «ανεφάρμοστες τις συγκεκριμένες διατάξεις επειδή παραβιάζουν και τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παράγραφος 1 του Συντάγματος), καθόσον προβλέποντας αδιακρίτως το παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης, προβαίνουν σε διάκριση των πολιτών σ΄ αυτούς που έχουν την οικονομική δυνατότητα προκαταβολής του, η οποία τους επιτρέπει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και σ΄ αυτούς που μη έχοντας τη σχετική δυνατότητα στερούνται το έννομο αυτό αγαθό, διάκριση όμως και στέρηση μη ανεκτές σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία».
Ακόμη, αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση: «Το ποσό των 200 ευρώ της αξίας του παραβόλου που αξιώνει για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, συνιστά με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της χώρας οικονομικό βάρος στο οποίο αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί σημαντικό μέρος των Ελλήνων πολιτών, με συνέπεια να αποκλείονται αυτοί από τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Ο αριθμός αυτός βαίνει αυξανόμενος, λόγω της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ιερότητας του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, της κεφαλαιώδους σημασίας της για την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και της πρωταρχικής υποχρέωσης της πολιτείας για την απονομή της, το μέτρο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, έστω και ενός μόνο πολίτη την παραπάνω δυνατότητα να στερούσε και όχι, όπως εν προκειμένω, που τη στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού».
Επισημαίνεται επίσης ότι «πρόκειται για καθαρά εισπρακτικό μέτρο, με το οποίο επιδιώκεται, μέσω του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, αύξηση των δημόσιων εσόδων και, συνεπώς, για μέτρο, το οποίο ούτε στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων αποσκοπεί, ούτε την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης υπηρετεί» και προσθέτει: «Ο φορολογικός σκοπός της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης συνάγεται και από το ότι δεν απαλλάσσονται της σχετικής υποχρέωσης ακόμη και οι διάδικοι που αδυνατούν να καταβάλουν την οικεία δαπάνη λόγω ένδειας».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου