Ο παππούς, ο Βενιζέλος, τέτοιες μέρες κάθε χρόνο, έπαιρνε το εγγονάκι του τον Μιχάλη και τον πήγαινε βόλτα, «στα μαγαζιά». Κρατώντας γερά, στη σκληρή, αργασμένη του παλάμη, το τρυφερό σαν πουλάκι, χεράκι του αγοριού, σταματούσε κάθε τόσο στις φωτισμένες βιτρίνες και περιεργαζόταν τα αραδιασμένα παιχνίδια, με μάτια που στραφτάλιζαν από λαχτάρα. Πολύ ...περισσότερο άστραφταν τα ματάκια του παιδιού, που, εάν ήταν δυνατόν, θα ‘θελε όλα τα παιχνίδια της κάθε βιτρίνας, να τα... μαζέψει σ’ ένα σάκο και να τα μεταφέρει, εν θριάμβω στο σπίτι του. Αλλά οι βιτρίνες δεν είχαν τελειωμό. Γι’ αυτό και ο παππούς, εξηγούσε, συνεχώς στον εγγονό: «Κάνε υπομονή, αγόρι μου. Θα δούμε πολλά παιχνίδια. Θα γυρίσουμε όλη την αγορά. Και θα αγοράσουμε το παιχνίδι που θα σου αρέσει περισσότερο. Για να το ‘χεις και να το χαίρεσαι, για πολύ καιρό. Για λεφτά, μη σε νοιάζει. Έχω μια καλή σύνταξη, ύστερα από 45 χρόνια δουλειάς. Θα αγοράσουμε το παιχνίδι σου, θα περάσουμε και από ένα ζαχαροπλαστείο για ωραία γλυκά, θα πάρουμε δώρα και για τη μαμά σου και για τον πατέρα σου και θα φτάσουμε στο σπίτι σαν Αγιοβασήλιδες, ευτυχισμένοι και με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη…»
Συνήθως, παππούς και εγγονός, για τις μετακινήσεις τους από την πλατεία Βικτωρίας στην Ομόνοια, χρησιμοποιούσαν τον Ηλεκτρικό. Στην Ομόνοια, άρχιζαν το γυρολόϊ στην αγορά. Ανηφόριζαν τη Σταδίου και έφταναν σιγά σιγά ως το Σύνταγμα. Δεκάδες τα μαγαζιά, χωρίς τέλος το καρδιοχτύπι μπρος στα καινούργια, μόλις βγαλμένα από τα εργοστάσια, παιχνίδια.
Στο Σύνταγμα, κάνανε ένα μεγάλο γύρο κι ύστερα παίρνανε την Πανεπιστημίου. Ο κατήφορος ήταν πιο εύκολος, γιατί η Πανεπιστημίου δεν έχει πολλά παιχνιδάδικα. Μόλις φτάνανε στην Ομόνοια, στρίβανε αριστερά στα Χαυτεία, και ξαναπιάνανε το ίδιο δρομολόγιο, Σταδίου –Σύνταγμα, για να ρίξουν μια δεύτερη ματιά στα παιχνίδια και να διαλέξουν το καλύτερο.
Εφέτος, μόλις βγήκανε στη Σταδίου, γύρισε ο Μιχάλης και είπε στον παππού του: «Γιατί δεν μπαίνουμε και σ’ αυτό το δρόμο απέναντι; «Στην Αιόλου», ρώτησε ο παππούς. Και χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε: «Τα καλά παιχνίδια, τα ακριβά, βρίσκονται στην αγορά της οδού Σταδίου. Στην Αιόλου, υπάρχουν χειροποίητα παιχνίδια, τσίγκινα, με πολύ έντονα χρώματα, που δεν φτιάχνονται στα εργοστάσια. Τα φτιάχνουν διάφοροι τεχνίτες, σε μικρά εργαστήρια και η τιμή τους είναι πολύ χαμηλή…».
«Τότε, θέλω να μου πάρεις ένα τέτοιο παιχνίδι!», είπε το παιδί. «Γιατί;» ρώτησε απορημένος ο παππούς. «Διότι σε άκουσα προχτές, που μιλούσες με τον μπαμπά, να λες πως η σύνταξή σου δεν είναι πια όπως πριν. Τα λεφτά που παίρνεις είναι λιγότερα…».
Ο Βενιζέλος βούρκωσε. Έκανε να τραβήξει τον Μιχαλάκη προς την Σταδίου, αλλά ο μικρός, με μεγάλη επιμονή, τον οδήγησε προς την Αιόλου και τα δικά της χειροποίητα «παιχνίδια». «Με τέτοια παιχνίδια μεγάλωσα εγώ», είπε ο παππούς. «Ηταν δύσκολοι καιροί τότε. Δούλευα σκληρά σ’ ένα τσιμεντάδικο. Τα χρήματα που έβγαζα ήταν λίγα. Πολύ λίγα…»
Ο μικρός συγκινήθηκε. Έκανε πως δεν ακούει. Περιεργαζόταν, τάχα, ένα τανκ που βρισκόταν ανάμεσα σ’ ένα σωρό από τσίγκινα αυτοκινητάκια.(ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ - aixmi.gr)
Συνήθως, παππούς και εγγονός, για τις μετακινήσεις τους από την πλατεία Βικτωρίας στην Ομόνοια, χρησιμοποιούσαν τον Ηλεκτρικό. Στην Ομόνοια, άρχιζαν το γυρολόϊ στην αγορά. Ανηφόριζαν τη Σταδίου και έφταναν σιγά σιγά ως το Σύνταγμα. Δεκάδες τα μαγαζιά, χωρίς τέλος το καρδιοχτύπι μπρος στα καινούργια, μόλις βγαλμένα από τα εργοστάσια, παιχνίδια.
Στο Σύνταγμα, κάνανε ένα μεγάλο γύρο κι ύστερα παίρνανε την Πανεπιστημίου. Ο κατήφορος ήταν πιο εύκολος, γιατί η Πανεπιστημίου δεν έχει πολλά παιχνιδάδικα. Μόλις φτάνανε στην Ομόνοια, στρίβανε αριστερά στα Χαυτεία, και ξαναπιάνανε το ίδιο δρομολόγιο, Σταδίου –Σύνταγμα, για να ρίξουν μια δεύτερη ματιά στα παιχνίδια και να διαλέξουν το καλύτερο.
Εφέτος, μόλις βγήκανε στη Σταδίου, γύρισε ο Μιχάλης και είπε στον παππού του: «Γιατί δεν μπαίνουμε και σ’ αυτό το δρόμο απέναντι; «Στην Αιόλου», ρώτησε ο παππούς. Και χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε: «Τα καλά παιχνίδια, τα ακριβά, βρίσκονται στην αγορά της οδού Σταδίου. Στην Αιόλου, υπάρχουν χειροποίητα παιχνίδια, τσίγκινα, με πολύ έντονα χρώματα, που δεν φτιάχνονται στα εργοστάσια. Τα φτιάχνουν διάφοροι τεχνίτες, σε μικρά εργαστήρια και η τιμή τους είναι πολύ χαμηλή…».
«Τότε, θέλω να μου πάρεις ένα τέτοιο παιχνίδι!», είπε το παιδί. «Γιατί;» ρώτησε απορημένος ο παππούς. «Διότι σε άκουσα προχτές, που μιλούσες με τον μπαμπά, να λες πως η σύνταξή σου δεν είναι πια όπως πριν. Τα λεφτά που παίρνεις είναι λιγότερα…».
Ο Βενιζέλος βούρκωσε. Έκανε να τραβήξει τον Μιχαλάκη προς την Σταδίου, αλλά ο μικρός, με μεγάλη επιμονή, τον οδήγησε προς την Αιόλου και τα δικά της χειροποίητα «παιχνίδια». «Με τέτοια παιχνίδια μεγάλωσα εγώ», είπε ο παππούς. «Ηταν δύσκολοι καιροί τότε. Δούλευα σκληρά σ’ ένα τσιμεντάδικο. Τα χρήματα που έβγαζα ήταν λίγα. Πολύ λίγα…»
Ο μικρός συγκινήθηκε. Έκανε πως δεν ακούει. Περιεργαζόταν, τάχα, ένα τανκ που βρισκόταν ανάμεσα σ’ ένα σωρό από τσίγκινα αυτοκινητάκια.(ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ - aixmi.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου