Πολιτικές πρωτοβουλίες μείζονος σημασίας αναλαμβάνει σύντομα ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου σε μια προσπάθεια να επιταχυνθεί το κυβερνητικό έργο... και να ξεφύγει η κυβέρνηση από τη μέχρι σήμερα μονοθεματικού χαρακτήρα λειτουργία της, που είναι η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Στο πλαίσιο αυτών των πρωτοβουλιών, εντάσσεται η ανασύνθεση της κυβέρνησης ώστε το κυβερνητικό σχήμα με την εμπειρία των 7 μηνών διαχείρισης να φρεσκαριστεί, να γίνει πιο ευέλικτο και να αποκτήσει αποτελεσματικότητα. «Ο Πρωθυπουργός δείχνει να έχει λάβει ήδη τις αποφάσεις του», ανέφερε στα «ΝΕΑ» κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος, αποφεύγοντας συστηματικά να εξηγήσει αν οι αποφάσεις αυτές αφορούν μόνο τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης ή και άλλες πολιτικές πρωτοβουλίες.
Κατά τον ίδιο υπουργό, ο Πρωθυπουργός το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται «πιο ήρεμος, και αποφασιστικός», ύστερα προφανώς από μια μακρά περίοδο έντασης μέχρι να επιτευχθεί λύση στο «ελληνικό πρόβλημα» σε σχέση με τον μηχανισμό στήριξης της οικονομίας.
Οι πληροφορίες, που είναι πάντως αρκετά φειδωλές ως προς την ανασύνθεση της κυβέρνησης, δίνουν διπλή διάσταση στο εγχείρημα του Πρωθυπουργού:
εκτός της κλασικής αλλαγής υπουργών σε συγκεκριμένα τμήματα του κυβερνητικού σχήματος, που αποδεδειγμένα πλέον υπολειτουργούν ή είναι αναποτελεσματικά, αναδιάρθρωση του Υπουργικού Συμβουλίου με νέες συνενώσεις υπουργείων ώστε το κυβερνητικό σχήμα να γίνει αφενός αποτελεσματικότερο και αφετέρου πιο ολιγομελές.
Συγχώνευση. Ειδικά για την αναδιάρθρωση, αναφέρεται χαρακτηριστικά η περίπτωση των υπουργείων Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς, όπως αναφέρουν διάφορες εισηγήσεις που δέχεται ο Πρωθυπουργός, «ήταν λάθος ο διαχωρισμός τους, και πρέπει να επανενωθούν κάτω από έναν υπουργό».
Εξηγούν δε ότι το μεν Οικονομίας δεν κατάφερε να καταστεί η ατμομηχανή της ανάπτυξης της χώρας, το δε Οικονομικών, παρ΄ ότι έχει την ευθύνη για την χάραξη της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, δεν έχει ούτε πολιτικά ούτε κι επί της ουσίας την εποπτεία του υπουργείου Οικονομίας. Το αποτέλεσμα είναι στην κρισιμότερη φάση που διέρχεται τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική οικονομία να σημειώνονται σημαντικές καθυστερήσεις στον τομέα της ανάπτυξης.
Η απουσία κοινής πολιτικής γραμ μής, από την αρχή μάλιστα της συγκρότησης της κυβέρνησης, συνοδεύθηκε από την επιδείνωση των σχέσεων των υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας Γ. Παπακωνσταντίνου και Λ. Κατσέλη, σε σημείο που σήμερα κάθε συζήτηση σε πλαίσιο πολιτικού οργάνου (από Υπουργικό Συμβούλιο μέχρι κυβερνητικές συσκέψεις) να χαρακτηρίζεται από κόντρες των δυο υπουργών.
Το τελευταίο επεισόδιο στο σίριαλ αυτό είναι η σκληρή αντιπαράθεση των δυο υπουργών στο τελευταίο άτυπο Υπουργικό Συμβούλιο: Η κ. Λούκα Κατσέλη άφησε αιχμές κατά του υπουργού Οικονομικών, ότι οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων και του ΦΠΑ ευθύνονται άμεσα για την εκτόξευση του πληθωρισμού. Και ο κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου άσκησε κριτική στην κ. Κατσέλη για το περιεχόμενο του αναπτυξιακού νόμου και για καθυστερήσεις στη θέσπιση της νομοθεσίας που θα ολοκληρώσει το πολιτικό πλαίσιο της κυβέρνησης για την ανάπτυξη.
Κυβερνητικές πηγές υποστήριζαν σχετικά ότι η απόφαση του Πρωθυπουργού να ψαλιδίσει τις αρμοδιότητες της κ. Κατσέλη και να εφαρμόσει για τις μεγάλες επενδύσεις το μοντέλο της Διυπουργικής Επιτροπής, που λειτούργησε για την επιτάχυνση των ολυμπιακών έργων επί κυβερνήσεως Σημίτη, αποτελεί μια απόδειξη ότι τον απασχολεί σοβαρά πλέον το αν το υπουργείο Οικονομίας εξακολουθεί να υφίσταται ως αυτόνομο υπουργείο ή αν πρέπει να συνενωθεί με το υπουργείο Οικονομικών.
Οι εισηγήσεις για τις εφεδρείες του παρελθόντος
Το υπουργείο Οικονομίας είναι μόνο μια πτυχή της υπόθεσης ανασχηματισμός, στον οποίο προφανώς υπάρχουν πολλές παράμετροι ακόμη, όπως για παράδειγμα, το τι θα γίνει με τα λεγόμενα έμπειρα στελέχη. Ο Πρωθυπουργός δέχεται εισηγήσεις να χρησιμοποιήσει ορισμένα από αυτά σε τομείς του κυβερνητικού έργου, όπου, σύμφωνα με τις αξιολογήσεις του Μεγάρου Μαξίμου και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Θ. Πάγκαλου, σημειώνονται σημαντικές καθυστερήσεις, λ.χ. στα δημόσια έργα, στα δίκτυα, στην αγροτική πολιτική, στον πολιτισμό, στην υγεία κ.λπ.
Ο ίδιος όμως φαίνεται πως δεν είναι αυτής της άποψης: «Ο Παπανδρέου δεν γυρίζει πίσω», σημειώνει με νόημα ένας από τους στενότερους συνεργάτες του. Και προσθέτει:
«Μπορεί όντως τα πρόσωπα αυτά να έχουν σημαντική πολιτική εμπειρία, όπως και εμπειρία από τη διακυβέρνηση της χώρας.
Αλλά τι νόημα έχει η χρησιμοποίησή τους σ΄ αυτή τη συγκυρία, όταν τώρα που μιλάμε ορισμένα από τα πρόσωπα αυτά δεν μπορούν να περπατήσουν ελεύθερα στον δρόμο, χωρίς τον κίνδυνο να αποδοκιμαστούν ή και να προπηλακιστούν;».
Κατά τις ίδιες πηγές, ο Πρωθυπουργός αυτό που ενδέχεται να κάνει είναι να χρησιμοποιήσει ένα δυο στελέχη αυτής της κατηγορίας, πρώην υπουργούς δηλαδή των κυβερνήσεων Σημίτη (αναφέρονται π.χ. τα ονόματα των Γ. Φλωρίδη και Β. Παπανδρέου), και από εκεί και πέρα να δοκιμάσει νέα άφθαρτα στελέχη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα. Κάτι τέτοιο άλλωστε τού εισηγούνται και οι «παλιές καραβάνες» του κόμματος (Θεόδωρος Πάγκαλος, Φίλιππος Πετσάλνικος. Νίκος Αθανασάκης κ.ά.), που θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό θα περιοριστούν οι αντιδράσεις των βουλευτών στην Κ.Ο., που θεωρούν ότι έχουν πλέον διακοσμητικό ρόλο και εκφράζουν ζωηρά παράπονα για τα περισσότερα στελέχη της παρούσας κυβέρνησης. Να αποδοθούν ευθύνες. Σε ό,τι αφορά τις πρωτοβουλίες του Πρωθυπουργού για τα γενικότερα πολιτικά ζητήματα, πρέπει να αναμένεται μέσα στον Ιούνιο η συγκρότηση της Εξεταστικής Επιτροπής για την οικονομία, δεδομένου ότι, όπως λέει στους συνεργάτες του, «δεν είναι μόνο δέσμευσή μας στους εταίρους μας να αποδώσουμε ευθύνες για την κατάσταση στην ελληνική οικονομία. Είναι πρώτα και κύρια απάντηση στο λαϊκό αίτημα να αποδοθούν ευθύνες γι΄ αυτή την κατάσταση, και δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω στο όνομα καμιάς σκοπιμότητας. Κάποιοι έφταιξαν και πρέπει να πληρώσουν».
Εκείνοι που γνωρίζουν υποστηρίζουν ότι η συγκεκριμένη εξεταστική είναι ίσως και η μόνη για την οποία οι ευθύνες δεν έχουν παραγραφεί και κάνουν λόγο για το διάστημα 2007-2009, το οποίο χαρακτηρίζουν «ως την πιο καταστροφική περίοδο της κυβέρνησης Καραμανλή». Υποστηρίζουν ακόμη ότι οι ευθύνες «είναι αυταπόδεικτες» και σημειώνουν ότι «ενδέχεται να προκύψουν σεισμικές εξελίξεις» από την πρόοδο των ερευνών.
Πάντως, επί του παρόντος, το μεγάλο θέμα που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση είναι η παρά τις (αναγκαίες) διαψεύσεις διαφαινόμενη παραπομπή σε Προανακριτική Επιτροπή για το σκάνδαλο της Ζίμενς 7 τουλάχιστον πολιτικών προσώπων- 4 από τη Νέα Δημοκρατία και 3 από το ΠΑΣΟΚ. Η κυβέρνηση παρακολουθεί στενά το θέμα, αποφεύγοντας όμως επιμελώς να αναμειχθεί στο έργο της Εξεταστικής Επιτροπής για να μη θεωρηθεί ότι παρεμβαίνει προκειμένου να στρέψει την έρευνα προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Οπως τονίστηκε μάλιστα από μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής που πρόσκειται στο ΠΑΣΟΚ, «εμείς έχουμε πάντα στον νου μας τη δήλωση του Γιώργου Παπανδρέου, ότι αν χρειαστεί να ματώσουμε, θα ματώσουμε για τη διαφάνεια και την κάθαρση στον δημόσιο βίο. Με την έννοια αυτή, ό,τι υπάρχει θα έρθει στο φως».
Στο πλαίσιο αυτών των πρωτοβουλιών, εντάσσεται η ανασύνθεση της κυβέρνησης ώστε το κυβερνητικό σχήμα με την εμπειρία των 7 μηνών διαχείρισης να φρεσκαριστεί, να γίνει πιο ευέλικτο και να αποκτήσει αποτελεσματικότητα. «Ο Πρωθυπουργός δείχνει να έχει λάβει ήδη τις αποφάσεις του», ανέφερε στα «ΝΕΑ» κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος, αποφεύγοντας συστηματικά να εξηγήσει αν οι αποφάσεις αυτές αφορούν μόνο τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης ή και άλλες πολιτικές πρωτοβουλίες.
Κατά τον ίδιο υπουργό, ο Πρωθυπουργός το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται «πιο ήρεμος, και αποφασιστικός», ύστερα προφανώς από μια μακρά περίοδο έντασης μέχρι να επιτευχθεί λύση στο «ελληνικό πρόβλημα» σε σχέση με τον μηχανισμό στήριξης της οικονομίας.
Οι πληροφορίες, που είναι πάντως αρκετά φειδωλές ως προς την ανασύνθεση της κυβέρνησης, δίνουν διπλή διάσταση στο εγχείρημα του Πρωθυπουργού:
εκτός της κλασικής αλλαγής υπουργών σε συγκεκριμένα τμήματα του κυβερνητικού σχήματος, που αποδεδειγμένα πλέον υπολειτουργούν ή είναι αναποτελεσματικά, αναδιάρθρωση του Υπουργικού Συμβουλίου με νέες συνενώσεις υπουργείων ώστε το κυβερνητικό σχήμα να γίνει αφενός αποτελεσματικότερο και αφετέρου πιο ολιγομελές.
Συγχώνευση. Ειδικά για την αναδιάρθρωση, αναφέρεται χαρακτηριστικά η περίπτωση των υπουργείων Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς, όπως αναφέρουν διάφορες εισηγήσεις που δέχεται ο Πρωθυπουργός, «ήταν λάθος ο διαχωρισμός τους, και πρέπει να επανενωθούν κάτω από έναν υπουργό».
Εξηγούν δε ότι το μεν Οικονομίας δεν κατάφερε να καταστεί η ατμομηχανή της ανάπτυξης της χώρας, το δε Οικονομικών, παρ΄ ότι έχει την ευθύνη για την χάραξη της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, δεν έχει ούτε πολιτικά ούτε κι επί της ουσίας την εποπτεία του υπουργείου Οικονομίας. Το αποτέλεσμα είναι στην κρισιμότερη φάση που διέρχεται τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική οικονομία να σημειώνονται σημαντικές καθυστερήσεις στον τομέα της ανάπτυξης.
Η απουσία κοινής πολιτικής γραμ μής, από την αρχή μάλιστα της συγκρότησης της κυβέρνησης, συνοδεύθηκε από την επιδείνωση των σχέσεων των υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας Γ. Παπακωνσταντίνου και Λ. Κατσέλη, σε σημείο που σήμερα κάθε συζήτηση σε πλαίσιο πολιτικού οργάνου (από Υπουργικό Συμβούλιο μέχρι κυβερνητικές συσκέψεις) να χαρακτηρίζεται από κόντρες των δυο υπουργών.
Το τελευταίο επεισόδιο στο σίριαλ αυτό είναι η σκληρή αντιπαράθεση των δυο υπουργών στο τελευταίο άτυπο Υπουργικό Συμβούλιο: Η κ. Λούκα Κατσέλη άφησε αιχμές κατά του υπουργού Οικονομικών, ότι οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων και του ΦΠΑ ευθύνονται άμεσα για την εκτόξευση του πληθωρισμού. Και ο κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου άσκησε κριτική στην κ. Κατσέλη για το περιεχόμενο του αναπτυξιακού νόμου και για καθυστερήσεις στη θέσπιση της νομοθεσίας που θα ολοκληρώσει το πολιτικό πλαίσιο της κυβέρνησης για την ανάπτυξη.
Κυβερνητικές πηγές υποστήριζαν σχετικά ότι η απόφαση του Πρωθυπουργού να ψαλιδίσει τις αρμοδιότητες της κ. Κατσέλη και να εφαρμόσει για τις μεγάλες επενδύσεις το μοντέλο της Διυπουργικής Επιτροπής, που λειτούργησε για την επιτάχυνση των ολυμπιακών έργων επί κυβερνήσεως Σημίτη, αποτελεί μια απόδειξη ότι τον απασχολεί σοβαρά πλέον το αν το υπουργείο Οικονομίας εξακολουθεί να υφίσταται ως αυτόνομο υπουργείο ή αν πρέπει να συνενωθεί με το υπουργείο Οικονομικών.
Οι εισηγήσεις για τις εφεδρείες του παρελθόντος
Το υπουργείο Οικονομίας είναι μόνο μια πτυχή της υπόθεσης ανασχηματισμός, στον οποίο προφανώς υπάρχουν πολλές παράμετροι ακόμη, όπως για παράδειγμα, το τι θα γίνει με τα λεγόμενα έμπειρα στελέχη. Ο Πρωθυπουργός δέχεται εισηγήσεις να χρησιμοποιήσει ορισμένα από αυτά σε τομείς του κυβερνητικού έργου, όπου, σύμφωνα με τις αξιολογήσεις του Μεγάρου Μαξίμου και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Θ. Πάγκαλου, σημειώνονται σημαντικές καθυστερήσεις, λ.χ. στα δημόσια έργα, στα δίκτυα, στην αγροτική πολιτική, στον πολιτισμό, στην υγεία κ.λπ.
Ο ίδιος όμως φαίνεται πως δεν είναι αυτής της άποψης: «Ο Παπανδρέου δεν γυρίζει πίσω», σημειώνει με νόημα ένας από τους στενότερους συνεργάτες του. Και προσθέτει:
«Μπορεί όντως τα πρόσωπα αυτά να έχουν σημαντική πολιτική εμπειρία, όπως και εμπειρία από τη διακυβέρνηση της χώρας.
Αλλά τι νόημα έχει η χρησιμοποίησή τους σ΄ αυτή τη συγκυρία, όταν τώρα που μιλάμε ορισμένα από τα πρόσωπα αυτά δεν μπορούν να περπατήσουν ελεύθερα στον δρόμο, χωρίς τον κίνδυνο να αποδοκιμαστούν ή και να προπηλακιστούν;».
Κατά τις ίδιες πηγές, ο Πρωθυπουργός αυτό που ενδέχεται να κάνει είναι να χρησιμοποιήσει ένα δυο στελέχη αυτής της κατηγορίας, πρώην υπουργούς δηλαδή των κυβερνήσεων Σημίτη (αναφέρονται π.χ. τα ονόματα των Γ. Φλωρίδη και Β. Παπανδρέου), και από εκεί και πέρα να δοκιμάσει νέα άφθαρτα στελέχη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα. Κάτι τέτοιο άλλωστε τού εισηγούνται και οι «παλιές καραβάνες» του κόμματος (Θεόδωρος Πάγκαλος, Φίλιππος Πετσάλνικος. Νίκος Αθανασάκης κ.ά.), που θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό θα περιοριστούν οι αντιδράσεις των βουλευτών στην Κ.Ο., που θεωρούν ότι έχουν πλέον διακοσμητικό ρόλο και εκφράζουν ζωηρά παράπονα για τα περισσότερα στελέχη της παρούσας κυβέρνησης. Να αποδοθούν ευθύνες. Σε ό,τι αφορά τις πρωτοβουλίες του Πρωθυπουργού για τα γενικότερα πολιτικά ζητήματα, πρέπει να αναμένεται μέσα στον Ιούνιο η συγκρότηση της Εξεταστικής Επιτροπής για την οικονομία, δεδομένου ότι, όπως λέει στους συνεργάτες του, «δεν είναι μόνο δέσμευσή μας στους εταίρους μας να αποδώσουμε ευθύνες για την κατάσταση στην ελληνική οικονομία. Είναι πρώτα και κύρια απάντηση στο λαϊκό αίτημα να αποδοθούν ευθύνες γι΄ αυτή την κατάσταση, και δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω στο όνομα καμιάς σκοπιμότητας. Κάποιοι έφταιξαν και πρέπει να πληρώσουν».
Εκείνοι που γνωρίζουν υποστηρίζουν ότι η συγκεκριμένη εξεταστική είναι ίσως και η μόνη για την οποία οι ευθύνες δεν έχουν παραγραφεί και κάνουν λόγο για το διάστημα 2007-2009, το οποίο χαρακτηρίζουν «ως την πιο καταστροφική περίοδο της κυβέρνησης Καραμανλή». Υποστηρίζουν ακόμη ότι οι ευθύνες «είναι αυταπόδεικτες» και σημειώνουν ότι «ενδέχεται να προκύψουν σεισμικές εξελίξεις» από την πρόοδο των ερευνών.
Πάντως, επί του παρόντος, το μεγάλο θέμα που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση είναι η παρά τις (αναγκαίες) διαψεύσεις διαφαινόμενη παραπομπή σε Προανακριτική Επιτροπή για το σκάνδαλο της Ζίμενς 7 τουλάχιστον πολιτικών προσώπων- 4 από τη Νέα Δημοκρατία και 3 από το ΠΑΣΟΚ. Η κυβέρνηση παρακολουθεί στενά το θέμα, αποφεύγοντας όμως επιμελώς να αναμειχθεί στο έργο της Εξεταστικής Επιτροπής για να μη θεωρηθεί ότι παρεμβαίνει προκειμένου να στρέψει την έρευνα προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Οπως τονίστηκε μάλιστα από μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής που πρόσκειται στο ΠΑΣΟΚ, «εμείς έχουμε πάντα στον νου μας τη δήλωση του Γιώργου Παπανδρέου, ότι αν χρειαστεί να ματώσουμε, θα ματώσουμε για τη διαφάνεια και την κάθαρση στον δημόσιο βίο. Με την έννοια αυτή, ό,τι υπάρχει θα έρθει στο φως».
Τον Ιούνιο αναμένεται να συγκροτηθεί η Εξεταστική για την οικονομία(ΝΕΑ)ΚΡΑΧΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου