Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009
Η αγωνίστρια σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη και συγγραφέας άφησε έναν σφραγισμένο φάκελο με μαρτυρίες στο Μουσείο Μπενάκη οι οποίες εικάζεται ότι αφορούν τις συλλήψεις, την πολύκροτη δίκη και την υπόθεση Πλουμπίδη
O θάνατος της συντρόφου και συνοδοιπόρου του Νίκου Μπελογιάννη ΕλληςΠαππά, η οποία πέθανε τα ξημερώματα της περασμένης Τρίτης σε ηλικία 89 ετών, κλείνει έναν βιολογικό κύκλο, αλλά ενδέχεται να ανοίξει έναν άλλον- εκείνον της ιστορικής αναζήτησης, 57 χρόνια μετά την εκτέλεση του ηρωικού κομμουνιστή, των σκοτεινών λεπτομερειών γύρω από τη συγκλονιστική αυτή υπόθεση που συντάραξε όχι μόνον τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, αλλά και την παγκόσμια δημοκρατική κοινή γνώμη. Το περίφημο σκίτσο του Πάμπλο Πικάσο, όπου απεικονιζόταν η μορφή του «ανθρώπου με το γαρίφαλο», συνόδευαν τα εξής λόγια, αποτυπώνοντας με μοναδικό τρόπο τη διεθνή κατακραυγή που είχε ξεσηκωθεί: «Το φως από το λάδι των φανοστατών,που φέγγει τη νύχτα μέσα στη Μαδρίτη του μαγιάτικου βραδινού,τα ευγενικά πρόσωπα του λαού, που ντουφεκίστηκαν από τον αρπακτικό ξένο, στον πίνακα του Γκόγια, είναι ο ίδιος σπόρος φρίκης που σκορπούν με απλοχεριά προβολέων στο ανοιχτό στήθος της Ελλάδας κυβερνήσεις που αποπνέουν τον θάνατο, τον.....
φόβο και το μίσος. Ενα τεράστιο άσπρο περιστέρι σπέρνει την οργή του πένθους του πάνω στη γη».
Αλλά και οι εκκλήσεις πολλών διεθνών προσωπικοτήτων, μεταξύ των οποίων και ο Σαρλ Ντε Γκωλ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Πολ Ελυάρ, ο Λουί Αραγκόν , ο Ζαν Κοκτό, ο Πολ Μπονκούρ, ο Ζαν Πολ Σαρτρ κ.ά., δεν εισακούστηκαν. Η μισαλλοδοξία, οι πολιτικές ίντριγκες του παλατιού, ο ΙΔΕΑ, καθώς και η αδυναμία της παραπαίουσας κυβέρνησης υπό τον (ασθενούντα) Νικόλαο Πλαστήρα να ελέγξει τις εξελίξεις, αλλά πρωτίστως η προώθηση των συμφερόντων του αμερικανικού παράγοντα στον στρατηγικής σημασίας γεωπολιτικό χώρο της Ελλάδας, ο οποίος άλλωστε είχε λάβει ενεργό μέρος στη διαχείριση της υπόθεσης μέσω του τότε σταθμάρχη της CΙΑ στην Αθήνα, Τομ Καραμεσίνη και βεβαίως του διαβόητου πρεσβευτή των ΗΠΑ Τζον Πιουριφόι , κυριάρχησαν, στέλνοντας στο εκτελεστικό απόσπασμα το ηγετικό στέλεχος του παράνομου τότε ΚΚΕ. Οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας του Μπελογιάννη και των Ηλία Αργυριάδη, Νίκου Καλούμενου και Δημήτρη Μπάτση τα ξημερώματα της Κυριακής 30 Μαρτίου του 1952, στου Γουδή, είναι γνωστοί από την ιστορική έρευνα. Αυτό που δεν έχει αποσαφηνιστεί είναι αν και ποιοι «συνέβαλαν» στη σύλληψη του Μπελογιάννη, στις 20 Δεκεμβρίου του 1950, όπως άφηνε να εννοηθεί η σύντροφός του Ελλη στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις της.
▅ Η «πολιτική διαθήκη»
«Για όλα αυτά θα μιλήσω μετά τον θάνατό μου», έλεγε με νόημα, αναφερθείσα στο μυστικό που άφησε πίσω της και ενδεχομένως κρύβεται στον σφραγισμένο φάκελο που παρέδωσε πριν από χρόνια στο Μουσείο Μπενάκη με τον όρο να ανοιχτεί μετά τον θάνατό της. Σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για ένα δακτυλογραφημένο κείμενο-μαρτυρία 52 σελίδων μαζί με μια δισκέτα ηλεκτρονικού υπολογιστή, καθώς και για ένα σημείωμα υπό τον τίτλο «Λίγα λόγια», ενώ υπάρχει και ένα ακόμη κείμενο 108 σελίδων συνοδευόμενο επίσης από δισκέτα, στο οποίο περιλαμβάνονται και παλαιότερες δημοσιεύσεις της σε εφημερίδες, γράμματα στον γιο της Νίκο κ.λπ. Αυτά παραδόθηκαν τμηματικά το 1993 και το 1996 στον διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, κ. Αγγ.Δεληβορριά, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει αναλάβει να διαχειριστεί προσωπικώς το ευαίσθητο θέμα της κοινοποίησης του περιεχομένου τους. Οσον αφορά το σύνολο του αρχείου της, αυτό παραδόθηκε από την Ελλη Παππά το 2003 στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), το οποίο και έχει ταξινομηθεί σε περισσότερους από 60 αρχειακούς φακέλους και καταχωριστεί στις διαθέσιμες πηγές για τη μεταπολεμική Ιστορία. Πρόκειται για την πολιτική παρακαταθήκη της, στην οποία, όπως εικάζεται, έχει καταγράψει τις απόψεις της για την υπόθεση Μπελογιάννη και τις συνθήκες της σύλληψής του (το αν προδόθηκε και από ποιους), για τις δίκες, αλλά σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και για την εξίσου πολύκροτη υπόθεση Πλουμπίδη, η οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την προηγούμενη και κυρίως με την τεράστια εντός και εκτός συνόρων προσπάθεια σωτηρίας του Μπελογιάννη από το εκτελεστικό απόσπασμα- ο Νίκος Πλουμπίδης, άλλη μια ηρωική μορφή του πολυτάραχου κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας, ήταν ο υπεύθυνος του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ που δρούσε την περίοδο εκείνη στη χώρα και ο οποίος με επιστολή του ζητούσε στις 12 Μαρτίου του 1952 να μετατραπούν από το Συμβούλιο Χαρίτων οι θανατικές καταδίκες εις βάρος του Μπελογιάννη, με αντάλλαγμα να παραδοθεί ο ίδιος στις αρχές και να δικαστεί. Σε αυτήν δήλωνε ότι «καθοδηγητής του παράνομου μηχανισμού της ΚΕ ήμουν εγώ και όχι ο Μπελογιάννης» , αναλαμβάνοντας όλες τις ευθύνες και δηλώνοντας ότι ύστερα από αυτό «κάθε επιμονή στην εκτέλεσή του είναι αδικαιολόγητη, άδικη και ολοφάνερα δολοφονική πράξη». Το γράμμα του Πλουμπίδη είχε χαρακτηριστεί από την υπό τον Νίκο Ζαχαριάδη ηγεσία του κόμματος «πλαστό» και «κατασκεύασμα της Ασφάλειας», ενώ ο συντάκτης του «προδότης» και «χαφιές». Η εκτέλεση του Μπελογιάννη δεν απετράπη, ενώ λίγους μήνες αργότερα (στις 25 Νοεμβρίου του 1952) συλλαμβάνεται και ο Πλουμπίδης για να σταθεί κι εκείνος με τη σειρά του ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος τα χαράματα της 14ης Αυγούστου του 1954, στο Δαφνί.
φόβο και το μίσος. Ενα τεράστιο άσπρο περιστέρι σπέρνει την οργή του πένθους του πάνω στη γη».
Αλλά και οι εκκλήσεις πολλών διεθνών προσωπικοτήτων, μεταξύ των οποίων και ο Σαρλ Ντε Γκωλ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Πολ Ελυάρ, ο Λουί Αραγκόν , ο Ζαν Κοκτό, ο Πολ Μπονκούρ, ο Ζαν Πολ Σαρτρ κ.ά., δεν εισακούστηκαν. Η μισαλλοδοξία, οι πολιτικές ίντριγκες του παλατιού, ο ΙΔΕΑ, καθώς και η αδυναμία της παραπαίουσας κυβέρνησης υπό τον (ασθενούντα) Νικόλαο Πλαστήρα να ελέγξει τις εξελίξεις, αλλά πρωτίστως η προώθηση των συμφερόντων του αμερικανικού παράγοντα στον στρατηγικής σημασίας γεωπολιτικό χώρο της Ελλάδας, ο οποίος άλλωστε είχε λάβει ενεργό μέρος στη διαχείριση της υπόθεσης μέσω του τότε σταθμάρχη της CΙΑ στην Αθήνα, Τομ Καραμεσίνη και βεβαίως του διαβόητου πρεσβευτή των ΗΠΑ Τζον Πιουριφόι , κυριάρχησαν, στέλνοντας στο εκτελεστικό απόσπασμα το ηγετικό στέλεχος του παράνομου τότε ΚΚΕ. Οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας του Μπελογιάννη και των Ηλία Αργυριάδη, Νίκου Καλούμενου και Δημήτρη Μπάτση τα ξημερώματα της Κυριακής 30 Μαρτίου του 1952, στου Γουδή, είναι γνωστοί από την ιστορική έρευνα. Αυτό που δεν έχει αποσαφηνιστεί είναι αν και ποιοι «συνέβαλαν» στη σύλληψη του Μπελογιάννη, στις 20 Δεκεμβρίου του 1950, όπως άφηνε να εννοηθεί η σύντροφός του Ελλη στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις της.
▅ Η «πολιτική διαθήκη»
«Για όλα αυτά θα μιλήσω μετά τον θάνατό μου», έλεγε με νόημα, αναφερθείσα στο μυστικό που άφησε πίσω της και ενδεχομένως κρύβεται στον σφραγισμένο φάκελο που παρέδωσε πριν από χρόνια στο Μουσείο Μπενάκη με τον όρο να ανοιχτεί μετά τον θάνατό της. Σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για ένα δακτυλογραφημένο κείμενο-μαρτυρία 52 σελίδων μαζί με μια δισκέτα ηλεκτρονικού υπολογιστή, καθώς και για ένα σημείωμα υπό τον τίτλο «Λίγα λόγια», ενώ υπάρχει και ένα ακόμη κείμενο 108 σελίδων συνοδευόμενο επίσης από δισκέτα, στο οποίο περιλαμβάνονται και παλαιότερες δημοσιεύσεις της σε εφημερίδες, γράμματα στον γιο της Νίκο κ.λπ. Αυτά παραδόθηκαν τμηματικά το 1993 και το 1996 στον διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, κ. Αγγ.Δεληβορριά, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει αναλάβει να διαχειριστεί προσωπικώς το ευαίσθητο θέμα της κοινοποίησης του περιεχομένου τους. Οσον αφορά το σύνολο του αρχείου της, αυτό παραδόθηκε από την Ελλη Παππά το 2003 στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), το οποίο και έχει ταξινομηθεί σε περισσότερους από 60 αρχειακούς φακέλους και καταχωριστεί στις διαθέσιμες πηγές για τη μεταπολεμική Ιστορία. Πρόκειται για την πολιτική παρακαταθήκη της, στην οποία, όπως εικάζεται, έχει καταγράψει τις απόψεις της για την υπόθεση Μπελογιάννη και τις συνθήκες της σύλληψής του (το αν προδόθηκε και από ποιους), για τις δίκες, αλλά σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και για την εξίσου πολύκροτη υπόθεση Πλουμπίδη, η οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την προηγούμενη και κυρίως με την τεράστια εντός και εκτός συνόρων προσπάθεια σωτηρίας του Μπελογιάννη από το εκτελεστικό απόσπασμα- ο Νίκος Πλουμπίδης, άλλη μια ηρωική μορφή του πολυτάραχου κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας, ήταν ο υπεύθυνος του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ που δρούσε την περίοδο εκείνη στη χώρα και ο οποίος με επιστολή του ζητούσε στις 12 Μαρτίου του 1952 να μετατραπούν από το Συμβούλιο Χαρίτων οι θανατικές καταδίκες εις βάρος του Μπελογιάννη, με αντάλλαγμα να παραδοθεί ο ίδιος στις αρχές και να δικαστεί. Σε αυτήν δήλωνε ότι «καθοδηγητής του παράνομου μηχανισμού της ΚΕ ήμουν εγώ και όχι ο Μπελογιάννης» , αναλαμβάνοντας όλες τις ευθύνες και δηλώνοντας ότι ύστερα από αυτό «κάθε επιμονή στην εκτέλεσή του είναι αδικαιολόγητη, άδικη και ολοφάνερα δολοφονική πράξη». Το γράμμα του Πλουμπίδη είχε χαρακτηριστεί από την υπό τον Νίκο Ζαχαριάδη ηγεσία του κόμματος «πλαστό» και «κατασκεύασμα της Ασφάλειας», ενώ ο συντάκτης του «προδότης» και «χαφιές». Η εκτέλεση του Μπελογιάννη δεν απετράπη, ενώ λίγους μήνες αργότερα (στις 25 Νοεμβρίου του 1952) συλλαμβάνεται και ο Πλουμπίδης για να σταθεί κι εκείνος με τη σειρά του ενώπιον του εκτελεστικού αποσπάσματος τα χαράματα της 14ης Αυγούστου του 1954, στο Δαφνί.
▅ Η «καθαίρεση»
Η είδηση για την επιστολή του Πλουμπίδη είχε αναπτερώσει τις ελπίδες όσων πίστευαν ότι μπορούσε να διασωθεί ο Μπελογιάννης. Μεταξύ αυτών και η αγαπημένη του σύντροφος Ελλη, η οποία κατόρθωσε μέσα από τις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ να στείλει με τη βοήθεια μιας γυναίκας δεσμοφύλακα ένα γράμμα προς την κομματική ηγεσία, γραμμένο με χυμό λεμονιού στις λευκές σελίδες και στα περιθώρια ενός βιβλίου, με το οποίο αμφισβητούσε την άποψη ότι ο Πλουμπίδης ήταν «προδότης» και «χαφιές», όπως τον κατηγορούσε ο Ζαχαριάδης, ακυρώνοντας έτσι και αυτή την ύστατη προσπάθεια για να σωθεί η ζωή του Μπελογιάννη. Αυτό οδήγησε στην καθαίρεσή της από τις αρμοδιότητες που είχε αναλάβει στην Ομάδα των φυλακισμένων κομμουνιστριών. Τη συνολική άποψή της για την υπόθεση Πλουμπίδη δεν την είχε εκφράσει ανοιχτά ποτέ, ενώ είχε δηλώσει εμμέσως ότι (και) σε αυτήν αναφέρεται στην «πολιτική διαθήκη» της. Τις επιφυλάξεις και τις απόψεις της, καθώς και τα αμείλικτα ερωτηματικά που είχε γύρω από τη σύλληψη του Μπελογιάννη, τα είχε επίσης διατυπώσει προς την ηγεσία.
Η είδηση για την επιστολή του Πλουμπίδη είχε αναπτερώσει τις ελπίδες όσων πίστευαν ότι μπορούσε να διασωθεί ο Μπελογιάννης. Μεταξύ αυτών και η αγαπημένη του σύντροφος Ελλη, η οποία κατόρθωσε μέσα από τις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ να στείλει με τη βοήθεια μιας γυναίκας δεσμοφύλακα ένα γράμμα προς την κομματική ηγεσία, γραμμένο με χυμό λεμονιού στις λευκές σελίδες και στα περιθώρια ενός βιβλίου, με το οποίο αμφισβητούσε την άποψη ότι ο Πλουμπίδης ήταν «προδότης» και «χαφιές», όπως τον κατηγορούσε ο Ζαχαριάδης, ακυρώνοντας έτσι και αυτή την ύστατη προσπάθεια για να σωθεί η ζωή του Μπελογιάννη. Αυτό οδήγησε στην καθαίρεσή της από τις αρμοδιότητες που είχε αναλάβει στην Ομάδα των φυλακισμένων κομμουνιστριών. Τη συνολική άποψή της για την υπόθεση Πλουμπίδη δεν την είχε εκφράσει ανοιχτά ποτέ, ενώ είχε δηλώσει εμμέσως ότι (και) σε αυτήν αναφέρεται στην «πολιτική διαθήκη» της. Τις επιφυλάξεις και τις απόψεις της, καθώς και τα αμείλικτα ερωτηματικά που είχε γύρω από τη σύλληψη του Μπελογιάννη, τα είχε επίσης διατυπώσει προς την ηγεσία.
▅ Η απόρρητη έκθεση
Σύμφωνα με κάποιες πηγές, μετά τη σύλληψή τους συνέταξε μέσα στη φυλακή έκθεση προς το Πολιτικό Γραφείο του κόμματος, την οποία κατάφερε να βγάλει προς τα έξω και να φτάσει στους αποδέκτες της. Σε αυτήν φέρεται να επέρριπτε ευθύνες σε συγκεκριμένα πρόσωπα για χειρισμούς που οδήγησαν στη σύλληψη του συντρόφου της. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιών ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ οι οποίοι είχαν λάβει γνώση της εν λόγω έκθεσης, ο άνθρωπος που η Ελλη Παππά ισχυριζόταν ότι πρόδωσε τον Μπελογιάννη και στον οποίον αναφερόταν ονομαστικώς ήταν ο Νίκος Ακριτίδης, ο οποίος δεν ζει πια, άποψη όμως η οποία αμφισβητήθηκε πλήρως από τα αρμόδια κομματικά όργανα ως ατεκμηρίωτη και λανθασμένη. Ο Ακριτίδης είχε έλθει μαζί με τον Μπελογιάννη παράνομα στην Αθήνα για τον ίδιο σκοπό: την ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων και την ανάπτυξη της παράνομης δράσης τους. Ο Μπελογιάννης έφτασε στις αρχές Ιουνίου του 1950 στην Αθήνα παράνομα από το εξωτερικό, από την έδρα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στο Βουκουρέστι. Και οι δυο τους ήταν αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ και ανερχόμενα στελέχη. Η εντολή τους ήταν να μην μπουν στον ήδη λειτουργούντα παράνομο μηχανισμό υπό τον Πλουμπίδη, καθώς η ηγεσία θεωρούσε ότι ήταν διαβρωμένος από την Ασφάλεια, αλλά να είναι σε επαφή μαζί του μέσω κάποιου συνδέσμου. Σε ένα από τα πρώτα τηλεγραφήματά του ο Μπελογιάννης ενημέρωνε το κόμμα: «Ξεκαθαρίζω και ανασυγκροτώ αυτό που υπάρχει και προσπαθώ να χτίσω άλλο παράλληλα. Δυνατότητες πολλές.Προοπτική μου αισιόδοξη» . Ωστόσο, μόνον αισιόδοξη δεν αποδείχθηκε η προοπτική.
▅ Η σύλληψη Οι αρχές κατάφεραν να εντοπίσουν τις κινήσεις του, καθώς και της Ελλης Παππά με την οποία γνωρίστηκε στις συνθήκες της παρανομίας και γρήγορα η σχέση τους εξελίχθηκε σε έναν φλογερό έρωτα, αν και τότε τα κομματικά ήθη και οι αντιλήψεις ήταν απαγορευτικά. Πόσω μάλλον που η Ελλη Παπ πά (Ιωαννίδου, τότε) ήταν παντρεμένη με κομματικό στέλεχος, τον Ηλία Ιωαννίδη , ο οποίος βρισκόταν ήδη στο εξωτερικό μετά την ήττα του Εμφυλίου το 1949, επιφορτισμένος με την προετοιμασία των παράνομων κομματικών στελεχών τα οποία στέλνονταν να δράσουν στην Ελλάδα. Ο Μπελογιάννης είχε έλθει σε απευθείας επαφή με τον Πλουμπίδη, ο οποίος τον είχε «εγκαταστήσει» στο σπίτι του Κούλη Ζαμπαθά , στην Κυψέλη, αλλά επικοινωνούσαν και μέσω της Ελλης. Σχολιάζοντας τα περί μη διαφύλαξης των κανόνων της συνωμοτικότητας, η ίδια έλεγε σε συνέντευξή της στο «Βήμα»:
«Ο Νίκος,όταν ήρθε στην Ελλάδα, δεν είχε σκοπό μόνο να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του κόμματος· ενδιαφερόταν να οργανωθεί κίνημα. Και εδώ ήταν μια διαφορά του. Εδώ δεν ασχολήθηκε με το να κάνει οργανώσεις. Και δεν πίστευε σε αυτές τις παράνομες οργανώσεις. Ηταν εναντίον.Καθαράεναντίον.Και με βαθιές αναλύσεις το είχαμε κουβεντιάσει. Οπως και εμείς βλέπαμε τη ματαιότητα αυτών των μεθόδων μέσα σε καταστάσεις που έπρεπε να ξανοιχθείς στην πολιτική πάλη. Ο Νίκος ξανοιγόταν σε παλιούς πολιτικούς που μπορούσαν να έρθουν κοντά, να κάνουν ένα πλατύ κίνημα. Οπως έγινε μετά με την ΕΔΑ.Αυτό ήταν το όνειρό του. Αυτό ήταν το σχήμα που ήθελε. Καταλάβαινε πολύ καλά ότι με το να είσαι παράνομος δεν κερδίζεις τον λαό. Δεν μπορείς να κάνεις ανοιχτό αγώνα.Ετσι δούλεψε ο Νίκος.Και γι΄ αυτό ορισμένοι που έχουν την εμμονή της παρανομίας,ζουν ή ζούσαν εν πάση περιπτώσει με την εμμονή της παρανομίας,είπαν ότι ο Μπελογιάννης παραβίαζε τα συνωμοτικά μέτρα. O Μπελογιάννης έβλεπε ανθρώπους και κέρδιζε ανθρώπους. Ετσι δούλεψε» αφηγείτο η Ελλη Παππά.
Το κόμμα θεωρούσε ότι ακόμη και η σχέση τους παραβίαζε τους συνωμοτικούς κανόνες και εξέθετε τον παράνομο μηχανισμό, στον οποίο, όπως πίστευε, είχε διεισδύσει προ καιρού η Ασφάλεια αποκτώντας «χαφιέδες». Η σύλληψη του Μπελογιάννη έγινε, σύμφωνα με τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες, όχι στο σπίτι του Ζαμπαθά, αλλά σε ένα άλλο σπίτι του παράνομου μηχανισμού, στη Νεάπολη Εξαρχείων, όπου του την είχε «στημένη» η Ασφάλεια, γεγονός που αποδόθηκε από κάποιους σε προδοσία συγκεκριμένουεν ζωή σήμερα- προσώπου. Ακολούθησε η σύλληψη της Ελλης, η οποία αναζήτησε στο ίδιο σπίτι τον Μπελογιάννη, ενώ από τις αρχές το γεγονός δημοσιοποιήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1951.
«Ο Νίκος,όταν ήρθε στην Ελλάδα, δεν είχε σκοπό μόνο να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του κόμματος· ενδιαφερόταν να οργανωθεί κίνημα. Και εδώ ήταν μια διαφορά του. Εδώ δεν ασχολήθηκε με το να κάνει οργανώσεις. Και δεν πίστευε σε αυτές τις παράνομες οργανώσεις. Ηταν εναντίον.Καθαράεναντίον.Και με βαθιές αναλύσεις το είχαμε κουβεντιάσει. Οπως και εμείς βλέπαμε τη ματαιότητα αυτών των μεθόδων μέσα σε καταστάσεις που έπρεπε να ξανοιχθείς στην πολιτική πάλη. Ο Νίκος ξανοιγόταν σε παλιούς πολιτικούς που μπορούσαν να έρθουν κοντά, να κάνουν ένα πλατύ κίνημα. Οπως έγινε μετά με την ΕΔΑ.Αυτό ήταν το όνειρό του. Αυτό ήταν το σχήμα που ήθελε. Καταλάβαινε πολύ καλά ότι με το να είσαι παράνομος δεν κερδίζεις τον λαό. Δεν μπορείς να κάνεις ανοιχτό αγώνα.Ετσι δούλεψε ο Νίκος.Και γι΄ αυτό ορισμένοι που έχουν την εμμονή της παρανομίας,ζουν ή ζούσαν εν πάση περιπτώσει με την εμμονή της παρανομίας,είπαν ότι ο Μπελογιάννης παραβίαζε τα συνωμοτικά μέτρα. O Μπελογιάννης έβλεπε ανθρώπους και κέρδιζε ανθρώπους. Ετσι δούλεψε» αφηγείτο η Ελλη Παππά.
Το κόμμα θεωρούσε ότι ακόμη και η σχέση τους παραβίαζε τους συνωμοτικούς κανόνες και εξέθετε τον παράνομο μηχανισμό, στον οποίο, όπως πίστευε, είχε διεισδύσει προ καιρού η Ασφάλεια αποκτώντας «χαφιέδες». Η σύλληψη του Μπελογιάννη έγινε, σύμφωνα με τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες, όχι στο σπίτι του Ζαμπαθά, αλλά σε ένα άλλο σπίτι του παράνομου μηχανισμού, στη Νεάπολη Εξαρχείων, όπου του την είχε «στημένη» η Ασφάλεια, γεγονός που αποδόθηκε από κάποιους σε προδοσία συγκεκριμένουεν ζωή σήμερα- προσώπου. Ακολούθησε η σύλληψη της Ελλης, η οποία αναζήτησε στο ίδιο σπίτι τον Μπελογιάννη, ενώ από τις αρχές το γεγονός δημοσιοποιήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1951.
▅ Οι δίκες
Η πρώτη δίκη τους, μαζί με άλλους 92 συγκατηγορουμένους, ξεκινά στις 19 Οκτωβρίου του 1951, στις 5.00 μ.μ., στο Εκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, στο Εφετείο της οδού Σανταρόζα, για παραβίαση του Α.Ν. 509/1947 περί απαγόρευσης της κομμουνιστικής δράσης, ενώ σύντομα ανασύρθηκε και ο Α.Ν. 375/1936 περί κατασκοπείας, κάτι στο οποίο συνέτεινε και η ανακάλυψη από την Ασφάλεια των ασυρμάτων του ΚΚΕ την περίοδο εκείνη. Σχεδόν έναν μήνα μετά την έναρξη της δίκης και ενώ ο Μπελογιάννης από κατηγορούμενος έχει μετατραπεί σε κατήγορος του μετεμφυλιακού καθεστώτος, ο βασιλικός επίτροπος προτείνει για τους 12 εκ των κατηγορουμένων την ποινή του θανάτου, για 6 εξ αυτών ισόβια κάθειρξη κ.λπ. Καταδικασθέντες σε θάνατο ήταν εκτός του Μπελογιάννη και της Ελλης Ιωαννίδου, οι Στ. Γραμμένος, Δ. Καλοφωλιάς, Θ. Γεωργιάδου, Αφρ. Μανιάτη, Αθ. Κανελλόπουλος, Δ. Κανελλόπουλος, Π. Παπανικολάου, Στ. Δρομάζος, Καλ. Παπαδοπούλου και Λ. Κόττου. Στις 15 Φεβρουαρίου 1952 ξεκινά η δεύτερη δίκη με την κατηγορία της «κατασκοπείας». Στο εδώλιο βρίσκονται 29 κατηγορούμενοι. Αμετανόητος ο Μπελογιάννης κατακεραυνώνει τους μάρτυρες κατηγορίας και τους δικαστές του, ενώ με τη στάση της ξεχωρίζει και η σύντροφός του Ελλη. Μπελογιάννης και Αργυριάδης καταδικάζονται δις εις θάνατον. Μπάτσης, Καλούμενος, Φ. Λαζαρίδης, Ελλη Ιωαννίδου, Χαρ. Τουλιάτος και Μ. Μπισμπιάνος εις θάνατον, τέσσερις εκ των κατηγορουμένων σε ισόβια, δυο σε 20ετή κάθειρξη, τέσσερις σε 15ετή, δύο σε 10ετή, δύο σε έναν χρόνο και επτά απαλλάσσονται (μεταξύ αυτών και ένας άνθρωπος-κλειδί, ο οποίος στην πρώτη δίκη είχε καταδικαστεί).
Η πρώτη δίκη τους, μαζί με άλλους 92 συγκατηγορουμένους, ξεκινά στις 19 Οκτωβρίου του 1951, στις 5.00 μ.μ., στο Εκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, στο Εφετείο της οδού Σανταρόζα, για παραβίαση του Α.Ν. 509/1947 περί απαγόρευσης της κομμουνιστικής δράσης, ενώ σύντομα ανασύρθηκε και ο Α.Ν. 375/1936 περί κατασκοπείας, κάτι στο οποίο συνέτεινε και η ανακάλυψη από την Ασφάλεια των ασυρμάτων του ΚΚΕ την περίοδο εκείνη. Σχεδόν έναν μήνα μετά την έναρξη της δίκης και ενώ ο Μπελογιάννης από κατηγορούμενος έχει μετατραπεί σε κατήγορος του μετεμφυλιακού καθεστώτος, ο βασιλικός επίτροπος προτείνει για τους 12 εκ των κατηγορουμένων την ποινή του θανάτου, για 6 εξ αυτών ισόβια κάθειρξη κ.λπ. Καταδικασθέντες σε θάνατο ήταν εκτός του Μπελογιάννη και της Ελλης Ιωαννίδου, οι Στ. Γραμμένος, Δ. Καλοφωλιάς, Θ. Γεωργιάδου, Αφρ. Μανιάτη, Αθ. Κανελλόπουλος, Δ. Κανελλόπουλος, Π. Παπανικολάου, Στ. Δρομάζος, Καλ. Παπαδοπούλου και Λ. Κόττου. Στις 15 Φεβρουαρίου 1952 ξεκινά η δεύτερη δίκη με την κατηγορία της «κατασκοπείας». Στο εδώλιο βρίσκονται 29 κατηγορούμενοι. Αμετανόητος ο Μπελογιάννης κατακεραυνώνει τους μάρτυρες κατηγορίας και τους δικαστές του, ενώ με τη στάση της ξεχωρίζει και η σύντροφός του Ελλη. Μπελογιάννης και Αργυριάδης καταδικάζονται δις εις θάνατον. Μπάτσης, Καλούμενος, Φ. Λαζαρίδης, Ελλη Ιωαννίδου, Χαρ. Τουλιάτος και Μ. Μπισμπιάνος εις θάνατον, τέσσερις εκ των κατηγορουμένων σε ισόβια, δυο σε 20ετή κάθειρξη, τέσσερις σε 15ετή, δύο σε 10ετή, δύο σε έναν χρόνο και επτά απαλλάσσονται (μεταξύ αυτών και ένας άνθρωπος-κλειδί, ο οποίος στην πρώτη δίκη είχε καταδικαστεί).
▅ Η τελευταία πράξη
Η τελευταία πράξη παίχτηκε γύρω από την απονομή χάριτος που αιτούνταν οι καταδικασθέντες και η οποία ύστερα από ένα απίστευτο παρασκήνιο πιέσεων και μηχανορραφιών δεν εδόθη με εξαίρεση τους Λαζαρίδη, Μπισμπιάνο, Τουλιάτο και Ελλη Ιωαννίδου, η οποία γλίτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα λόγω της ύπαρξης του μόλις επτά μηνών γιου τους, Νίκου. «Και εγώ ακόμη αυτή τη στιγμή που σας μιλάω ζω γιατί ήταν μωρό το παιδί μου. Δεν θα ζούσα. Θα είχα πάει να εκτελεστώ, όπως πήγαν όλοι οι άλλοι. Περάσαμε με τον Νίκο όλη αυτή την πορεία μαζί. Μαζί στις απομονώσεις, μαζί στις φυλακές, μαζί στα μπουντρούμια, μαζί στις δίκες. Ε, μαζί θα πηγαίναμε και στον θάνατο. Απλώς δεν θέλησαν να έχουν και αυτή τη ρετσινιά- ότι σκότωσαν μάνα με μωρό- και με άφησαν να ζήσω. Μάλιστα μου διεμήνυσαν τότε οι ασφαλίτες μέσω της Διδώς (Σωτηρίου) ότι «αυτή την αφήσαμε να ζήσει, αλλά θα της κάνουμε τέτοια μαρτύρια που θα εύχεται να είχε σκοτωθεί». Και πραγματικά έτσι έγινε. Αλλά επειδή τους ήξερα πια, μπορούσα να τους αντιμετωπίσω. Και το έκανα. Δεν ευχήθηκα να μη ζούσα γιατί είχα και τις εντολές του Νίκου. Αυτά που και την τελευταία στιγμή μου είπε. Ηθελε να ζήσω για το παιδί και για την εκδίκηση...», είχε αφηγηθεί στο «Βήμα» η ίδια, η οποία από χθες αναπαύεται κοντά στον σύντροφό της Νίκο Μπελογιάννη, στο Γ΄ Νεκροταφείο Αθηνών.Λ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΒΗΜΑ
Η τελευταία πράξη παίχτηκε γύρω από την απονομή χάριτος που αιτούνταν οι καταδικασθέντες και η οποία ύστερα από ένα απίστευτο παρασκήνιο πιέσεων και μηχανορραφιών δεν εδόθη με εξαίρεση τους Λαζαρίδη, Μπισμπιάνο, Τουλιάτο και Ελλη Ιωαννίδου, η οποία γλίτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα λόγω της ύπαρξης του μόλις επτά μηνών γιου τους, Νίκου. «Και εγώ ακόμη αυτή τη στιγμή που σας μιλάω ζω γιατί ήταν μωρό το παιδί μου. Δεν θα ζούσα. Θα είχα πάει να εκτελεστώ, όπως πήγαν όλοι οι άλλοι. Περάσαμε με τον Νίκο όλη αυτή την πορεία μαζί. Μαζί στις απομονώσεις, μαζί στις φυλακές, μαζί στα μπουντρούμια, μαζί στις δίκες. Ε, μαζί θα πηγαίναμε και στον θάνατο. Απλώς δεν θέλησαν να έχουν και αυτή τη ρετσινιά- ότι σκότωσαν μάνα με μωρό- και με άφησαν να ζήσω. Μάλιστα μου διεμήνυσαν τότε οι ασφαλίτες μέσω της Διδώς (Σωτηρίου) ότι «αυτή την αφήσαμε να ζήσει, αλλά θα της κάνουμε τέτοια μαρτύρια που θα εύχεται να είχε σκοτωθεί». Και πραγματικά έτσι έγινε. Αλλά επειδή τους ήξερα πια, μπορούσα να τους αντιμετωπίσω. Και το έκανα. Δεν ευχήθηκα να μη ζούσα γιατί είχα και τις εντολές του Νίκου. Αυτά που και την τελευταία στιγμή μου είπε. Ηθελε να ζήσω για το παιδί και για την εκδίκηση...», είχε αφηγηθεί στο «Βήμα» η ίδια, η οποία από χθες αναπαύεται κοντά στον σύντροφό της Νίκο Μπελογιάννη, στο Γ΄ Νεκροταφείο Αθηνών.Λ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου