..
Με άρθρο του (απερχόμενου) επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ Οlivier Βlanchard το ΔΝΤ παίρνει εμμέσως θέση στις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Όπως σημειώνει ο αρθρογράφος οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και των επίσημων πιστωτών (Κομισιόν, ΕΚΤ και ΔΝΤ) κυριάρχησαν στα πρωτοσέλιδα την τελευταία εβδομάδα. Στην καρδιά των διαπραγματεύσεων βρίσκεται ένα απλό ερώτημα: πόση προσαρμογήπρέπει να γίνει από την Ελλάδα, πόση από τους επίσημους πιστωτές;
Στο πρόγραμμα που συμφωνήθηκε το 2012 από την Ελλάδα και τους ευρωπαίους εταίρους, αναφέρει, η απάντηση ήταν: Η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει αρκετό πρωτογενές πλεόνασμα ώστε να μειώσει ελέγξει το αξιόχρεο.
Συμφωνήθηκε επίσης σειρά μεταρρυθμίσεων που θα έπρεπε να οδηγούν σε περισσότερη ανάπτυξη. Υπό εξέταση και υπό την αίρεση της εφαρμογής από την Αθήνα του προγράμματος, οι ευρωπαίοι εταίροι θα παρείχαν την απαραίτητη χρηματοδότηση και ανακούφιση χρέους αν αυτό ξεπερνούσε το 120% του ΑΕΠ ως τα τέλη της δεκαετίας.
Το πρωτογενές πλεόνασμα στο πρόγραμμα έπρεπε να είναι 3% του ΑΕΠ το 2014 και 4,5% του ΑΕΠ τον επόμενο χρόνο. Οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις έκαναν αυτό το στόχο αδύνατο και έπρεπε ξεκάθαρα να μειωθεί.
Παράλληλα περιλαμβάνονταν αριθμός μεταρρυθμίσεων που στόχευαν να αυξήσουν τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη και να κάνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή ευκολότερη. Αυτές επίσης πρέπει να επανεξεταστούν.
Σε αυτό το πλαίσιο πόσο πρέπει να περιοριστεί ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα; Χαμηλότερος στόχος οδηγεί σε λιγότερα επώδυνα δημοσιονομικά και οικονομικά μέτρα για την Ελλάδα. Επίσης όμως οδηγεί σε μεγαλύτερη εξωτερική χρηματοδότηση και δέσμευση για μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους από την πλευρά των ευρωπαίων πιστωτών.
Όπως υπάρχει όριο στο τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα, υπάρχει όριο στο πόση χρηματοδότηση και ελάφρυνση χρέους μπορούν και είναι πρόθυμοι να προσφέρουν οι επίσημοι πιστωτές, δεδομένου ότι πρέπει να σκεφτούν και τους δικούς τους φορολογούμενους.
Πώς πρέπει το αρχικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων να επαναξιολογηθεί; Οι Ελληνες πολίτες μέσα από δημοκρατική διαδικασία έδειξαν ότι υπάρχουν ορισμένες μεταρρυθμίσεις που δεν τις επιθυμούν. Πιστεύουμε ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες και ότι, απουσία τους, η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να πετύχει σταθερή ανάπτυξη και το βάρος του χρέους θα γίνει ακόμα μεγαλύτερο.
Εδώ είναι το δίλημμα: στο βαθμό που ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων επιβραδυνθεί, οι πιστωτές θα πρέπει να παρέχουν μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους. Εδώ, ξανά, υπάρχειξεκάθαρο όριο σε τι είναι πρόθυμοι να κάνουν.
Η προσφορά που έγινε στην ελληνική κυβέρνηση την προηγούμενη εβδομάδα αντανακλά τις επιφυλάξεις για αυτά τα θέματα. Προτείνει μείωση των μεσοπρόθεσμων πρωτογενών πλεονασμάτων από το 4,5% του ΑΕΠ στο 3,5% του ΑΕΠ και δίνει στην Ελλάδα δυο επιπλέον χρόνια για να πετύχει το στόχο, έτσι ο πήχης για φέτος μειώθηκε στο 1% του ΑΕΠ και καλεί για ποιο περιορισμένο πακέτο μεταρρυθμίσεων.
Για να είναι μια συμφωνία σε αυτά τα όρια αποτελεσματική και αξιόπιστη, δυο όροιπρέπει να πληρούνται.
Από την μια πλευρά η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να προσφέρει πραγματικά αξιόπιστα μέτρα για να καλύψει τους χαμηλότερους στόχους πλεονάσματος και πρέπει να δείξει δέσμευση για τις έστω και περιορισμένες μεταρρυθμίσεις. Πιστεύουμε ότι ακόμα και οι χαμηλότεροι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν αξιόπιστα χωρίς ολοκληρωμένη μεταρρρύθμιση του ΦΠΑ – περιλαμβανομένης διεύρυνσης της βάσης – και περαιτέρω προσαρμογή των συντάξεων.
Γιατί επιμένουμε στις συντάξεις; Αυτές και οι μισθοί καλύπτουν το 75% των πρωτογενών δαπανών. Το υπόλοιπο 25% έχει ήδη κοπεί μέχρι το κόκκαλο. Οι δαπάνες για τις συντάξεις αφορούν το 16% του ΑΕΠ, και οι μεταβιβάσεις από τον προϋπολογισμό στο ασφαλιστικό καλύπτουν το 10% του ΑΕΠ. Πιστεύουμε ότι η μείωση των δαπανών για συντάξεις κατά 1% του ΑΕΠ (από το 16% του ΑΕΠ) χρειάζεται και μπορεί να γίνειπροστατεύοντας τις χαμηλές συντάξεις.
Είμαστε ανοικτοί σε εναλλακτικούς τρόπους για το σχεδιασμό τόσο του ΦΠΑ, όσο και των μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό αλλά αυτές οι εναλλακτικές πρέπει να αθροίζονται και να προσφέρουν την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή.
Από την άλλη πλευρά, οι ευρωπαίοι πιστωτές πρέπει να συμφωνήσουν σε μια σημαντική επιπρόσθετη χρηματοδότηση και μια ελάφρυνση χρέους επαρκή για να διατηρήσει τη βιωσιμότητά του. Πιστεύουμε ότι, κάτω από την υφιστάμενη πρόταση, η ελάφρυνση χρέους μπορεί να επιτευχθεί μέσω της μακράς αναδιάταξης των πληρωμών με χαμηλότερα επιτόκια. Οποια περαιτέρω μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τώρα ή αργότερα, πιθανότατα θα απαιτεί, όμως, κούρεμα.
Αυτές είναι οι σκληρές επιλογές και οι σκληρές δεσμεύσεις που πρέπει να γίνουν από τις δυο πλευρές. Ελπίζουμε ότι μια συμφωνία μπορεί να γίνει σε αυτό το πλαίσιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου