Στην
ανάγκη να χαλαρώσουν οι ονομαστικοί στόχοι για το έλλειμμα σε χώρες της
Ευρώπης που ανακάμπτουν αργά, αλλά και να υπάρξουν παρεμβάσεις για τη
μείωση του αποθέματος του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, ώστε να
επανέλθουν οι επενδύσεις αναφέρθηκε ..
από τις Βρυξέλλες η Κριστίν
Λαγκάρντ.
Η
γενική διευθύντρια του ΔΝΤ αναγνώρισε πως η Ευρωζώνη εξέρχεται της
κρίσης, ωστόσο υπογράμμισε πως απομένουν πολλά να γίνουν για να
σταθεροποιηθεί η κατάσταση.
Επεσήμανε πως οι ρυθμοί ανάπτυξης και τα επίπεδα της παραγωγής παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, ενώ ο φαύλος κύκλος χαμηλής ζήτησης επηρεάζει τις κεφαλαιουχικές δαπάνες και προσλήψεις.
Ενδεικτικώς αναφέρθηκε στην υψηλή ανεργία στην ΕΕ που ξεπερνά το 12% του εργατικού δυναμικού, στην ανεργία μεταξύ των νέων που αντιπροσωπεύει ποσοστό πάνω από το 50% στην Ελλάδα και την Ισπανία, αλλά και στην διαρκή αδυναμία των Ελλήνων να αποπληρώσουν τα χρέη τους.
«Το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης για τα ευρωπαϊκά προϊόντα και υπηρεσίες προέρχεται από το εξωτερικό, όχι μέσα από την ΕΕ, αφήνοντας την ευρωπαϊκή οικονομία στο έλεος των σκαμπανεβάσματα του παγκόσμιου εμπορίου» τόνισε η Λαγκάρντ, προσθέτοντας πως η αποτυχία αναζωογόνησης των επενδύσεων και της απασχόλησης δεν θα αποτελέσει καλό οιωνό για το μέλλον της Ευρώπης.
Αναφερόμενη στις προτεραιότητες αντιμετώπισης της κρίσης εστίασε στην αναζωογόνηση της τραπεζικής χρηματοδότησης, στη στήριξη της ζήτησης, στη μείωση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, αλλά και στην επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων.
«Είναι ζωτικής σημασίας να αποκατασταθεί η ροή των πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με λογικούς όρους. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει αποκατάσταση της υγείας των αδύναμων τραπεζών και επίλυση του προβλήματος των επισφαλών δανείων στα βιβλία τους» τόνισε η κ. Λαγκάρντ.
Υπογράμμισε την ανάγκη να γίνει ό,τι είναι δυνατόν για να στηριχθεί η ζήτηση και συμπεριέλαβε στις αναφορές της το ότι η ΕΚΤ πρέπει να διατηρήσει τα επιτόκιά της χαμηλά και να πείσει τους επενδυτές ότι θα το κάνει για όσο διάστημα είναι απαραίτητο.
Αναγνώρισε πως οι κρατικοί προϋπολογισμοί έχουν λιγότερες πιθανότητες να υποστηρίξουν την ανάπτυξη, δεδομένου του μεγάλου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυξανόμενου χρέους.
«Μπορεί να υπάρχουν περιθώρια για την χαλάρωση των ονομαστικών στόχων του ελλείμματος του προϋπολογισμού, εάν οι προβλέψεις για την ανάπτυξη δεν επαληθεύονται. Στην περίπτωση που η ανάπτυξη είναι χαμηλή για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο και οι επιλογές της νομισματικής πολιτικής έχουν εξαντληθεί, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να παράσχει περισσότερη στήριξη στην εγχώρια ζήτηση» υπογράμμισε η Γαλλίδα.
Κάνοντας ακόμη μια παρατήρηση με ελληνικό ενδιαφέρον, σημείωσε πως η μείωση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού θα καταστήσει τους δανειολήπτες (χώρες και ιδιώτες) πιο ελκυστικούς στα μάτια των δανειστών, και θα αναζωογονήσει τις προοπτικές για πίστωση, απελευθερώνοντας έσοδα που σήμερα διοχετεύονται για την εξυπηρέτηση του χρέους προς τομείς που θα στηρίξουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
«Οι κυβερνήσεις πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή τις δομές για να διευκολυνθεί η ιδιωτική αναδιάρθρωση του χρέους» είπε η επικεφαλής του Ταμείου, αναφερόμενη στους ιδιώτες δανειολήπτες.
Επίσης, υπογράμμισε την ανάγκη προώθησης φιλικών προς την ανάπτυξη παρεμβάσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων, ώστε ξεπερνώντας «παγιωμένες θέσεις και τα κατεστημένα συμφέροντα» να προκληθεί μεγαλύτερος ανταγωνισμός.
Στο σημείο αυτό υποστήριξε πως θα μπορούσαν να βελτιωθούν οι ρυθμίσεις καθορισμού των μισθών μέσα από κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας όπως έκανε η Ισπανία, να υπάρξουν φορολογικά κίνητρα, αλλά και αύξηση της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού.
Τέλος, αναφερόμενη στα ρυθμιστικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εστίασε στο ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για την ιταλική βιομηχανία είναι περίπου 30% υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και οι υψηλές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνουν το κόστος των επιχειρήσεων στην Πορτογαλία.
Στο ίδιο πλαίσιο σημείωσε πως στην Γαλλία το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρότερη από ότι στη Γερμανία, επειδή οι επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 εργαζομένους υπόκεινται σε περίπου 30 επιπλέον νομοθετικούς και κανονιστικούς περιορισμούς, κάτι που καθιστά πιο δύσκολο για τις γαλλικές επιχειρήσεις να φτάσουν την κρίσιμη μάζα που απαιτείται για την πρόσβαση στις εξαγωγικές αγορές.
Επεσήμανε πως οι ρυθμοί ανάπτυξης και τα επίπεδα της παραγωγής παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, ενώ ο φαύλος κύκλος χαμηλής ζήτησης επηρεάζει τις κεφαλαιουχικές δαπάνες και προσλήψεις.
Ενδεικτικώς αναφέρθηκε στην υψηλή ανεργία στην ΕΕ που ξεπερνά το 12% του εργατικού δυναμικού, στην ανεργία μεταξύ των νέων που αντιπροσωπεύει ποσοστό πάνω από το 50% στην Ελλάδα και την Ισπανία, αλλά και στην διαρκή αδυναμία των Ελλήνων να αποπληρώσουν τα χρέη τους.
«Το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης για τα ευρωπαϊκά προϊόντα και υπηρεσίες προέρχεται από το εξωτερικό, όχι μέσα από την ΕΕ, αφήνοντας την ευρωπαϊκή οικονομία στο έλεος των σκαμπανεβάσματα του παγκόσμιου εμπορίου» τόνισε η Λαγκάρντ, προσθέτοντας πως η αποτυχία αναζωογόνησης των επενδύσεων και της απασχόλησης δεν θα αποτελέσει καλό οιωνό για το μέλλον της Ευρώπης.
Αναφερόμενη στις προτεραιότητες αντιμετώπισης της κρίσης εστίασε στην αναζωογόνηση της τραπεζικής χρηματοδότησης, στη στήριξη της ζήτησης, στη μείωση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, αλλά και στην επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων.
«Είναι ζωτικής σημασίας να αποκατασταθεί η ροή των πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με λογικούς όρους. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει αποκατάσταση της υγείας των αδύναμων τραπεζών και επίλυση του προβλήματος των επισφαλών δανείων στα βιβλία τους» τόνισε η κ. Λαγκάρντ.
Υπογράμμισε την ανάγκη να γίνει ό,τι είναι δυνατόν για να στηριχθεί η ζήτηση και συμπεριέλαβε στις αναφορές της το ότι η ΕΚΤ πρέπει να διατηρήσει τα επιτόκιά της χαμηλά και να πείσει τους επενδυτές ότι θα το κάνει για όσο διάστημα είναι απαραίτητο.
Αναγνώρισε πως οι κρατικοί προϋπολογισμοί έχουν λιγότερες πιθανότητες να υποστηρίξουν την ανάπτυξη, δεδομένου του μεγάλου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυξανόμενου χρέους.
«Μπορεί να υπάρχουν περιθώρια για την χαλάρωση των ονομαστικών στόχων του ελλείμματος του προϋπολογισμού, εάν οι προβλέψεις για την ανάπτυξη δεν επαληθεύονται. Στην περίπτωση που η ανάπτυξη είναι χαμηλή για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο και οι επιλογές της νομισματικής πολιτικής έχουν εξαντληθεί, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να παράσχει περισσότερη στήριξη στην εγχώρια ζήτηση» υπογράμμισε η Γαλλίδα.
Κάνοντας ακόμη μια παρατήρηση με ελληνικό ενδιαφέρον, σημείωσε πως η μείωση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού θα καταστήσει τους δανειολήπτες (χώρες και ιδιώτες) πιο ελκυστικούς στα μάτια των δανειστών, και θα αναζωογονήσει τις προοπτικές για πίστωση, απελευθερώνοντας έσοδα που σήμερα διοχετεύονται για την εξυπηρέτηση του χρέους προς τομείς που θα στηρίξουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
«Οι κυβερνήσεις πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή τις δομές για να διευκολυνθεί η ιδιωτική αναδιάρθρωση του χρέους» είπε η επικεφαλής του Ταμείου, αναφερόμενη στους ιδιώτες δανειολήπτες.
Επίσης, υπογράμμισε την ανάγκη προώθησης φιλικών προς την ανάπτυξη παρεμβάσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων, ώστε ξεπερνώντας «παγιωμένες θέσεις και τα κατεστημένα συμφέροντα» να προκληθεί μεγαλύτερος ανταγωνισμός.
Στο σημείο αυτό υποστήριξε πως θα μπορούσαν να βελτιωθούν οι ρυθμίσεις καθορισμού των μισθών μέσα από κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας όπως έκανε η Ισπανία, να υπάρξουν φορολογικά κίνητρα, αλλά και αύξηση της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού.
Τέλος, αναφερόμενη στα ρυθμιστικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εστίασε στο ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για την ιταλική βιομηχανία είναι περίπου 30% υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και οι υψηλές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνουν το κόστος των επιχειρήσεων στην Πορτογαλία.
Στο ίδιο πλαίσιο σημείωσε πως στην Γαλλία το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρότερη από ότι στη Γερμανία, επειδή οι επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 εργαζομένους υπόκεινται σε περίπου 30 επιπλέον νομοθετικούς και κανονιστικούς περιορισμούς, κάτι που καθιστά πιο δύσκολο για τις γαλλικές επιχειρήσεις να φτάσουν την κρίσιμη μάζα που απαιτείται για την πρόσβαση στις εξαγωγικές αγορές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου