Με τα άρθρα 1 και 24 του ν. 3838/2010 τροποποιήθηκε ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας και εισάχθηκαν νέες προϋποθέσεις για την... (ευχερέστερη) κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς. Με τα άρθρα 14 και 21 του ίδιου νόμου προβλέφθηκε η υπό όρους συμμετοχή και αλλοδαπών, υπηκόων τρίτων κρατών, στις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης. Όλες οι ανωτέρω διατάξεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές με την 350/2011 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και συνεπώς το ζήτημα παραπέμφθηκε στην ολομέλεια του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου, προκειμένου να επιλυθεί σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αντέδρασε άμεσα κάνοντας λόγο για «ιδεολογική προσέγγιση» (σε αντίθεση προφανώς προς την επιβεβλημένη νομική προσέγγιση) εκ μέρους των δικαστών του Δ΄ Τμήματος, ενώ κάποια από τα κόμματα της αντιπολίτευσης στοχοποίησαν τους τελευταίους για «ρατσιστικές αντιλήψεις».
Θα πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι η απαγγελία κατηγοριών για ιδεολογική φόρτιση κειμένων νομικού, και ειδικότερα συνταγματικού, περιεχομένου συνιστά εύκολο τρόπο άσκησης κριτικής σ’ αυτά. Το κέντρο βάρους του ζητήματος μετατοπίζεται τότε τεχνηέντως από την ουσία στα πρόσωπα και, τελικά, στα κίνητρά τους. Ανακύπτει εξάλλου το ερώτημα, ποια είναι η μη-ιδεολογική, δηλαδή η (υποτίθεται) νομική προσέγγιση του εκάστοτε κρίσιμου νομικού ζητήματος. Μια απάντηση, ίσως όχι μακριά από την πραγματικότητα, είναι ότι «νομική ερμηνεία είναι – πολύ απλά – όποια πρόλαβε να αποχαρακτηρισθεί έτσι». Ούτως ή άλλως, κάθε ερμηνευτής του Δικαίου μετέχει στην κοινωνία την οποία επιχειρεί να ρυθμίσει το δίκαιο αυτό και, συνεπώς, διαμορφώνει κατ’ ανάγκην αντιλήψεις για τα κοινωνικά δρώμενα, που μεταφράζονται σε προαντιλήψεις ή προερμηνευτικές επιλογές και αναπόφευκτα επηρεάζουν, ως ένα βαθμό, τη διαδικασία της ερμηνείας.
Στερείται, συνεπώς, νοήματος το να αξιώνει κανείς από τον δικαστή να είναι από-ιδεολογικοποιημένος και τελικά απόκοσμος. Το ζητούμενο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, να εκδίδει αποφάσεις ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες, δηλαδή στηριγμένες στα πραγματικά και νομικά δεδομένα της εκάστοτε κρινόμενης υπόθεσης. Σ’ αυτό, ακριβώς, το επίπεδο είναι θεμιτή και η άσκηση κριτικής στις αποφάσεις, με συγκεκριμένα επιχειρήματα και όχι με γενικόλογους αφορισμούς.
Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, την απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν πρέπει να μας διαφύγει το γεγονός ότι το «δίκαιο του αίματος», δηλαδή η κτήση της ιθαγένειας από το τέκνο κατά κύριο λόγο με βάση την ιθαγένεια των γονέων του, ήταν ανέκαθεν και εξακολουθεί να είναι η κεντρική επιλογή του ελληνικού δικαίου ιθαγένειας. Το αν η επιλογή αυτή είναι και συνταγματικά επιβεβλημένη ή όχι, και σε ποια έκταση, είναι βέβαια συζητήσιμο (η προσωπική μου άποψη είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις που επέφερε ο ν. 3838/2010 δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα). Το να καταγγέλλονται, όμως, συλλήβδην ως εμφορούμενοι από ρατσιστικές αντιλήψεις δικαστικοί λειτουργοί οι οποίοι έκριναν καταφατικά για την ύπαρξη τέτοιας συνταγματικής δέσμευσης στερείται σοβαρότητας. Με την ίδια λογική θα έπρεπε να καταγγελθούν ως ρατσιστές συλλογικά οι βουλευτές, που είχαν ψηφίσει από τον 19ο αιώνα έως πρόσφατα, τις προγενέστερες ρυθμίσεις για τον τρόπο κτήσης της ιθαγένειας, αλλά και οι βουλευτές πολυάριθμων ξένων κοινοβουλίων, αφού το «δίκαιο του αίματος» δεν είναι ελληνική ευρεσιτεχνία, αλλά η βάση του δικαίου της ιθαγένειας για πλειάδα κρατών του πλανήτη.
Γενικότερα, οι πολιτικοί μας πρέπει να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη ψυχραιμία τις δικαστικές αποφάσεις. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης οφείλει να γίνεται σεβαστή όχι μόνο ως θεωρητική αρχή αλλά και στην πράξη, ακόμη και όταν οι αποφάσεις της είναι δυσάρεστες ή και εσφαλμένες.
Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου