Σάββατο18 Δεκεμβρίου 2010
Δεν πάμε καλά. Καθόλου καλά. Οι προχθεσινές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις, κατά των κυβερνητικών μέτρων σε βάρος των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, όπως ...αποσπασματικά τις είπαμε χθες στις τηλεοράσεις έδειχναν καθαρά τα συναισθήματα των διαδηλωτών. Που κυρίως ήταν: οργή, ανησυχία, απόγνωση. Συναισθήματα αρνητικά που διακατέχουν τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων. Σε όλη την επικράτεια. Κι αυτούς που βγήκαν στους δρόμους, κι αυτούς που – για διαφόρους λόγους – δεν βγήκαν.
Τα αρνητικά συναισθήματα βρίσκονται πάντα πίσω από έκνομες και εγκληματικές ακόμα ενέργειας. Όχι ασφαλώς πως ο κάθε άνθρωπος με αρνητικά συναισθήματα είναι εγκληματίας. Αλίμονο. Όμως στην ψυχή του κάθε εγκληματία του παράνομου γενικά σίγουρα κυριαρχούν αρνητικά συναισθήματα. Πολύ δύσκολα θα βρούμε άνθρωπο με θετικά συναισθήματα όπως αγάπη, σεβασμό, χαρά, φιλία, εκτίμηση, αρετή γενικά που να είναι συγχρόνως και εγκληματίας (με την ευρεία έννοια του όρου).
Τα αρνητικά συναισθήματα, η αρνητική ψυχολογία είναι ό,τι χειρότερο για την οικονομία και για τη ζωή του ανθρώπου γενικότερα. Και φυσικά εμπεριέχουν τον κίνδυνο έκρυθμων καταστάσεων. Κάτω από τέτοιες δυσμενείς καταστάσεις εύκολα μια ειρηνική και καλών προθέσεων διαδήλωση μπορεί να μεταβληθεί σε οχλοκρατία με βίαια επεισόδια, εμπρησμούς, καταστροφές περιουσιών και ανθρώπινα θύματα ακόμη. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πάρει τις διαστάσεις ιδιότυπου εμφύλιου πολέμου.
Αλλά, θα πει κανείς, όταν χάσω τη δουλειά μου όταν δεν μπορώ να εξασφαλίσω τα απολύτως απαραίτητα για τη δουλειά μου, όταν νιώθω το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια μου τι άραγε μπορώ να κάνω; Πως μπορώ να τιθασέψω την οργή και την αγανάκτησή μου, πως μπορώ να διατηρήσω την ηρεμία μου, πως είναι δυνατόν να μην ανησυχώ για το μέλλον, να μην διαμαρτύρομαι, να μην εκτονώνω την οργή και τους φόβους μου;
Εύλογα και δυσαπάντητα ερωτήματα. που απ’ τη μια μεριά οφείλουν να μην τα αγνοούν, να μην «τα παίρνουν αψήφιστα» κυβέρνηση και βουλευτές που ψηφίζουν αντιλαϊκούς νόμους. Νόμους που οδηγούν στη φτώχεια και την ανέχεια, τις πιο ευαίσθητες οικονομικά τάξεις. Να μην ξεχνούν ότι «ανθρώπων άρχουν», ανθρώπων που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει που μπορούν να οδηγηθούν, όταν φτάσουν στην απόγνωση. Και πρώτα απ’ όλα να δείχνουν σεβασμό και κατανόηση στους πολίτες. Να μην τους εξαπατούν με ψεύτικες υποσχέσεις (όπως τα: «λεφτά υπάρχουν», «θα δώσουμε αυξήσεις», δεν θα επιβάλουμε νέους φόρους» κ.α.). Να μην τους εκφοβίζουν με ψευτοδιλήμματα της μορφής: «μνημόνιο ή χρεοκοπία», «ψηφίστε τους δικούς μου αλλιώς θα κάνω εκλογές» κ.α. Να μην καλλιεργούν συναισθήματα ενοχής με αρλούμπες του τύπου: «μαζί τα φάγαμε». Γιατί πράττοντας έτσι γίνονται ηθικοί αυτουργοί όποιων παράνομων αντιδράσεων προκληθούν εξαιτίας τους. Ούτε βέβαια είναι θεμιτόν (και ακίνδυνο) να στρέφουν τεχνιέντως τη μια κοινωνική τάξη εναντίον της άλλης. Να κατακομματιάζουν δηλ. τον κοινωνικό ιστό της χώρας.
Όσο για τα εκατομμύρια των Ελλήνων που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, τους άνεργους, τους αναξιοπαθούντες, τους μη έχοντες «που την κεφαλήν κλίνη), τι άραγε θα μπορούσε κανείς να πεί;: Πώς να τους εκφράσει τη συμπόνια, την κατανόηση, τη λύπη του για όσα συμβαίνουν; Όλους αυτούς βέβαια θα έπρεπε (πρέπει) να τους φροντίσει, να απαλύνει τον πόνο τους, να τους συμπαρασταθεί το κράτος, η κυβέρνηση. Αυτή βλέπεις διαχειρίζεται τους φόρους του λαού, τα έσοδα γενικά του κράτους. Αυτή αποφασίζει, με γνώμονα την εθνική επιβίωση, και την προστασία του κοινωνικού ιστού, από ποιους και πόσα παίρνει και σε ποιους και πόσα δίνει.
Αυτής πρώτη υποχρέωση είναι ένα σωστό και δίκαιο κοινωνικό κράτος. Δυστυχώς σήμερα αυτό που διαλύεται σταδιακά ( και μεθοδικά θα μπορούσε να πει κανείς) είναι ακριβώς το κοινωνικό κράτος. Είναι προφανές ότι το πρώτιστο καθήκον των πολιτών, όλων μας είναι να αντιδράσουμε και να το υπερασπισθούμε τόσο από τους αχόρταγους τοκογλύφους δανειστές μας όσο και από τους οσφυοκτάμπτες αντιπροσώπους μας.
Σε ότι μας αφορά, πέρα από το καθήκον μας να προβάλουμε και να δυναμώνουμε την φωνή όλων αυτών που δεν έχουν φωνή ή δεν τους επιτρέπεται να έχουν φωνή, έχουμε στις δύσκολες μέρες να περνάμε και σ’ αυτές που έρχονται, να τους πούμε να μην το βάζουν κάτω. Να μην παραδώσουν τα όπλα. Να μην παραδοθούν στην αυτολύπηση, στην απελπισία, στην απόγνωση. Υπάρχει Θεός.
Όσο κι αν δεν τον καταλαβαίνουμε, όσο κι αν πιστεύουμε πως αργεί. «Ζει κύριος ο Θεός». Αυτός μαζί με τα τόσα πολλά κι ανεκτίμητα που έδωσε στον καθένα μας, μας έδωσε και την, «έσχατη» καλούμενη από κάποιους, ελευθερία να μπορούμε να επιλέξουμε πως θα αντιδράσουμε σε κάθε περίσταση που αντιμετωπίζουμε. Στο χέρι μας είναι να σκεφτούμε και να βρούμε τον τρόπο που πρέπει να αντιδράσουμε στα σημερινά δεδομένα. Κι όσο κι αν μας φαίνεται δύσκολο ΜΠΟΡΟΥΜΕ και σωστά ΝΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΟΥΜΕ και να ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΟΜΑΣΤΕ. Πάντα υπάρχει ελπίδα. Ας μην ξεχνούμε ποτέ ότι όπως είπε και ο Αμερικανός γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι: «αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει ελπίδα, εξασφαλίζουμε ότι δεν θα υπάρξει ελπίδα».
Γιάννης Κορομήλης
Τα αρνητικά συναισθήματα βρίσκονται πάντα πίσω από έκνομες και εγκληματικές ακόμα ενέργειας. Όχι ασφαλώς πως ο κάθε άνθρωπος με αρνητικά συναισθήματα είναι εγκληματίας. Αλίμονο. Όμως στην ψυχή του κάθε εγκληματία του παράνομου γενικά σίγουρα κυριαρχούν αρνητικά συναισθήματα. Πολύ δύσκολα θα βρούμε άνθρωπο με θετικά συναισθήματα όπως αγάπη, σεβασμό, χαρά, φιλία, εκτίμηση, αρετή γενικά που να είναι συγχρόνως και εγκληματίας (με την ευρεία έννοια του όρου).
Τα αρνητικά συναισθήματα, η αρνητική ψυχολογία είναι ό,τι χειρότερο για την οικονομία και για τη ζωή του ανθρώπου γενικότερα. Και φυσικά εμπεριέχουν τον κίνδυνο έκρυθμων καταστάσεων. Κάτω από τέτοιες δυσμενείς καταστάσεις εύκολα μια ειρηνική και καλών προθέσεων διαδήλωση μπορεί να μεταβληθεί σε οχλοκρατία με βίαια επεισόδια, εμπρησμούς, καταστροφές περιουσιών και ανθρώπινα θύματα ακόμη. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πάρει τις διαστάσεις ιδιότυπου εμφύλιου πολέμου.
Αλλά, θα πει κανείς, όταν χάσω τη δουλειά μου όταν δεν μπορώ να εξασφαλίσω τα απολύτως απαραίτητα για τη δουλειά μου, όταν νιώθω το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια μου τι άραγε μπορώ να κάνω; Πως μπορώ να τιθασέψω την οργή και την αγανάκτησή μου, πως μπορώ να διατηρήσω την ηρεμία μου, πως είναι δυνατόν να μην ανησυχώ για το μέλλον, να μην διαμαρτύρομαι, να μην εκτονώνω την οργή και τους φόβους μου;
Εύλογα και δυσαπάντητα ερωτήματα. που απ’ τη μια μεριά οφείλουν να μην τα αγνοούν, να μην «τα παίρνουν αψήφιστα» κυβέρνηση και βουλευτές που ψηφίζουν αντιλαϊκούς νόμους. Νόμους που οδηγούν στη φτώχεια και την ανέχεια, τις πιο ευαίσθητες οικονομικά τάξεις. Να μην ξεχνούν ότι «ανθρώπων άρχουν», ανθρώπων που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει που μπορούν να οδηγηθούν, όταν φτάσουν στην απόγνωση. Και πρώτα απ’ όλα να δείχνουν σεβασμό και κατανόηση στους πολίτες. Να μην τους εξαπατούν με ψεύτικες υποσχέσεις (όπως τα: «λεφτά υπάρχουν», «θα δώσουμε αυξήσεις», δεν θα επιβάλουμε νέους φόρους» κ.α.). Να μην τους εκφοβίζουν με ψευτοδιλήμματα της μορφής: «μνημόνιο ή χρεοκοπία», «ψηφίστε τους δικούς μου αλλιώς θα κάνω εκλογές» κ.α. Να μην καλλιεργούν συναισθήματα ενοχής με αρλούμπες του τύπου: «μαζί τα φάγαμε». Γιατί πράττοντας έτσι γίνονται ηθικοί αυτουργοί όποιων παράνομων αντιδράσεων προκληθούν εξαιτίας τους. Ούτε βέβαια είναι θεμιτόν (και ακίνδυνο) να στρέφουν τεχνιέντως τη μια κοινωνική τάξη εναντίον της άλλης. Να κατακομματιάζουν δηλ. τον κοινωνικό ιστό της χώρας.
Όσο για τα εκατομμύρια των Ελλήνων που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, τους άνεργους, τους αναξιοπαθούντες, τους μη έχοντες «που την κεφαλήν κλίνη), τι άραγε θα μπορούσε κανείς να πεί;: Πώς να τους εκφράσει τη συμπόνια, την κατανόηση, τη λύπη του για όσα συμβαίνουν; Όλους αυτούς βέβαια θα έπρεπε (πρέπει) να τους φροντίσει, να απαλύνει τον πόνο τους, να τους συμπαρασταθεί το κράτος, η κυβέρνηση. Αυτή βλέπεις διαχειρίζεται τους φόρους του λαού, τα έσοδα γενικά του κράτους. Αυτή αποφασίζει, με γνώμονα την εθνική επιβίωση, και την προστασία του κοινωνικού ιστού, από ποιους και πόσα παίρνει και σε ποιους και πόσα δίνει.
Αυτής πρώτη υποχρέωση είναι ένα σωστό και δίκαιο κοινωνικό κράτος. Δυστυχώς σήμερα αυτό που διαλύεται σταδιακά ( και μεθοδικά θα μπορούσε να πει κανείς) είναι ακριβώς το κοινωνικό κράτος. Είναι προφανές ότι το πρώτιστο καθήκον των πολιτών, όλων μας είναι να αντιδράσουμε και να το υπερασπισθούμε τόσο από τους αχόρταγους τοκογλύφους δανειστές μας όσο και από τους οσφυοκτάμπτες αντιπροσώπους μας.
Σε ότι μας αφορά, πέρα από το καθήκον μας να προβάλουμε και να δυναμώνουμε την φωνή όλων αυτών που δεν έχουν φωνή ή δεν τους επιτρέπεται να έχουν φωνή, έχουμε στις δύσκολες μέρες να περνάμε και σ’ αυτές που έρχονται, να τους πούμε να μην το βάζουν κάτω. Να μην παραδώσουν τα όπλα. Να μην παραδοθούν στην αυτολύπηση, στην απελπισία, στην απόγνωση. Υπάρχει Θεός.
Όσο κι αν δεν τον καταλαβαίνουμε, όσο κι αν πιστεύουμε πως αργεί. «Ζει κύριος ο Θεός». Αυτός μαζί με τα τόσα πολλά κι ανεκτίμητα που έδωσε στον καθένα μας, μας έδωσε και την, «έσχατη» καλούμενη από κάποιους, ελευθερία να μπορούμε να επιλέξουμε πως θα αντιδράσουμε σε κάθε περίσταση που αντιμετωπίζουμε. Στο χέρι μας είναι να σκεφτούμε και να βρούμε τον τρόπο που πρέπει να αντιδράσουμε στα σημερινά δεδομένα. Κι όσο κι αν μας φαίνεται δύσκολο ΜΠΟΡΟΥΜΕ και σωστά ΝΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΟΥΜΕ και να ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΟΜΑΣΤΕ. Πάντα υπάρχει ελπίδα. Ας μην ξεχνούμε ποτέ ότι όπως είπε και ο Αμερικανός γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι: «αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει ελπίδα, εξασφαλίζουμε ότι δεν θα υπάρξει ελπίδα».
Γιάννης Κορομήλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου