Pages - Menu

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Δεν ήταν «ακραίο» φυσικό φαινόμενο


Εκτενή αποσπάσματα από το πόρισμα της Επιτροπής
Η κακή γεωλογική κατάσταση της περιοχής (γνωστή εδώ και πάρα πολλά χρόνια), οι συχνές (αλλά όχι ακραίες) βροχοπτώσεις και οι δονήσεις από εκρήξεις για τη διάνοιξη σηράγγων, ήταν τα κύρια αίτια της κατολίσθησης στα Τέμπη, σύμφωνα με το πόρισμα της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, που παρουσιάστηκε χθες το μεσημέρι σε συνέντευξη Τύπου, στο... 


Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας.

Σύμφωνα με το πόρισμα,.....

«για την κατάπτωση που σημειώθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 2009 συνέτρεξαν BASIKO_1πολλοί παράγοντες μαζί, όπως άλλωστε συμβαίνει συνήθως με καταπτώσεις και κατολισθήσεις».
«Είναι σαφές», αναφέρεται, «ότι στην κοιλάδα των Τεμπών οι γεωλογικές συνθήκες είναι τέτοιες που υπάρχει σημαντικός αριθμός, διαφόρων μεγεθών, βραχωδών τεμαχών, που βρίσκονται σε σχετικά επισφαλή ισορροπία», πράγμα που «κατά καιρούς εκδηλώνεται με βραχοπτώσεις, όπως έχει συμβεί πολλάκις και στο παρελθόν».

«Έντονες, αλλά όχι ασυνήθεις, ή ακραίες» οι βροχοπτώσεις

BASIKO_2«Οι βροχοπτώσεις είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που επιδρούν στην εκδήλωση εδαφικών αστοχιών και αστοχιών τύπου βραχομηχανικής, τόσο σε μακροχρόνια βάση όσο και ως παράγοντας ‘πυροδότησης’. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση της αστοχίας στα Τέμπη», σημειώνεται στο πόρισμα.
Ωστόσο, οι μετρήσεις που έκανε η Επιτροπή, προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι βροχοπτώσεις κατά την περίοδο που εκδηλώθηκαν οι κατολισθήσεις ήταν εξαιρετικά ισχυρές, έδειξαν ότι  αυτές ήταν έντονες, όχι όμως και ασυνήθεις.
Τα συγκριτικά στοιχεία που παρουσιάζονται στο πόρισμα, από τους επτά  βροχομετρικούς σταθμούς της περιοχής δείχνουν ότι έχουν επαναληφθεί και καταγραφεί στο παρελθόν παρόμοιας ή μεγαλύτερης έντασης (από αυτήν του περασμένου Δεκέμβρη) μέγιστες ημερήσιες και μηνιαίες βροχοπτώσεις.
Για το δε σταθμό του Πυργετού, που είναι ο πλησιέστερος στη θέση των κατολισθήσεων (5km απόσταση από το σημείο) και πιο κοντά στο υψόμετρό τους (+31m του σταθμού και περίπου +40-100m), τονίζεται ότι «δεν κατέγραψε αξιοσημείωτες βροχοπτώσεις το διάστημα ενδιαφέροντος».
Επίσης, στο σταθμό Σπηλιά (11km απόσταση από το σημείο αστοχίας, ο δεύτερος πλησιέστερος σταθμός μετά τον Πυργετό) οι βροχοπτώσεις του Δεκεμβρίου 2009 (350,1mm) είναι κοντά στις μέγιστες μηνιαίες βροχοπτώσεις, αλλά επίσης έχουν προηγηθεί ανάλογες και μεγαλύτερες από το 1972 (έναρξη λειτουργίας), τόσο εντός της προηγούμενης 10ετίας, όσο και παλαιότερα.
«Συμπερασματικά», αναφέρει το πόρισμα, «δεν διαφαίνεται ότι οι βροχοπτώσεις που προηγήθηκαν του συμβάντος, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία των σταθμών, «ήταν ακραίες».

Για τις εκρήξεις κατά τη διάνοιξη της σήραγγας

BASIKO_3Αναφορικά με τη συμβολή των εκρήξεων, η Επιτροπή των Εμπειρογνωμόνων  επισημαίνει πως δεν μπορεί να εκτιμηθεί η επίδραση των εκρήξεων, διότι δεν υπάρχουν στοιχεία μετρήσεων. «Οι όποιες μετρήσεις που ενδιαφέρουν (μέτωπο σήραγγας Τ2S), υπογραμμίζουν, «ξεκίνησαν μετά το γεγονός και δεν υπάρχουν μετρήσεις για τις εκρήξεις που προηγήθηκαν. Επίσης δεν μας είναι γνωστή η ποσότητα εκρηκτικού ανά εκτίναξη. Έτσι δεν μπορούμε να εκφέρουμε γνώμη για το αν οι δονήσεις εκ των εκρήξεων συνέβαλαν στο άνοιγμα των ρωγμών». Προσθέτουν πάντως ότι, «σε αυτές τις ρωγμές εισέδυσε το νερό λόγω των έντονων βροχοπτώσεων που προηγήθηκαν».
Και οι ρωγμές μάλλον δεν ταρακουνήθηκαν από σεισμό, αφού για τη συγκεκριμένη περίπτωση της βραχόπτωσης, η Επιτροπή ανέτρεξε στα αρχεία του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και διαπίστωσε ότι το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα του συμβάντος δεν καταγράφηκε κάποια σεισμική δόνηση, που θα μπορούσε να επηρεάσει την ευστάθεια των πρανών.

Βελτιώστε τις εναλλακτικές διαδρομές … γιατί έχουμε ακόμη πολύ δρόμο

Σύμφωνα με την εκτίμηση της Επιτροπής, για όσο διάστημα γίνονται εργασίες «ξεσκαρώματος», στερέωσης και τοποθέτησης ανασχετικών δικτυωμάτων ή τυχόν άλλων σταθεροποιητικών έργων, δεν υπάρχει και δεν πρέπει να υπάρχει κυκλοφορία.
«Το διάστημα μέχρι να ολοκληρωθούν οι εργασίες που εκτελούνται και που θα εκτελεστούν είναι απροσδιόριστο», αναφέρει το πόρισμα «και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τον αριθμό των απασχολούμενων συνεργείων». Εκτιμάται πάντως ότι θα χρειαστούν αρκετές εβδομάδες ακόμη.
Εκτιμάται επίσης ότι θα υπάρξει ικανό διάστημα από την ολοκλήρωση των όποιων σταθεροποιητικών έργων στην κοιλάδα των Τεμπών μέχρι την ολοκλήρωση των σηράγγων του ΠΑΘΕ, διάστημα κατά το οποίο:
-η κυκλοφορία θα γίνεται από την Ε.Ο. όπως και παλαιότερα, αλλά για τη διέλευση αυτή θα πρέπει να ισχύσουν οι ειδικές συνθήκες που προβλέπονται σε ανάλογες καταστάσεις διεθνώς όπως π.χ. ελάχιστη ταχύτητα, ικανή απόσταση οχημάτων, απαγόρευση στάθμευσης κλπ.  -θα πρέπει να υπάρχει συστηματική ενόργανη παρακολούθηση, αλλά και καθημερινή επιθεώρηση. Ανάλογα με αυτές μπορεί κατά χρονικά διαστήματα υπό σχετικά έκτακτες συνθήκες (π.χ. ιδιαίτερα υψηλές βροχοπτώσεις) να αποκλείεται η διέλευση δια της Ε.Ο. στην κοιλάδα των Τεμπών.
Γι’ αυτό, καταλήγουν, «είναι γενικά χρήσιμο να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση οι εναλλακτικές λύσεις, συμπεριλαμβανομένης, εί δυνατόν και εφ’ όσον τελικά υλοποιηθεί, και της λύσης χρήσης κατάλληλα διασκευασμένης και της σιδηροδρομικής γραμμής που δεν χρησιμοποιείται»

Στα Τέμπη θα κυκλοφορούμε και μετά την κατασκευή των σηράγγων

«Όταν ολοκληρωθούν οι κατασκευαζόμενες σήραγγες, ο αυτοκινητόδρομος Βορρά-Νότου δεν θα διέρχεται από τα Τέμπη κι έτσι δεν θα υπάρχει για τους διερχόμενους αυτό το σημείο επικινδυνότητας», λένε οι εμπειρογνώμονες.
Ωστόσο, προσθέτουν, «τόσο για την τοπική κίνηση όσο και για όλους όσοι θέλουν να θαυμάσουν το φυσικό κάλλος της κοιλάδας των Τεμπών το πρόβλημα θα παραμένει και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Το ιδιαίτερο φυσικό κάλλος των Τεμπών συναρτάται ακριβώς με την ιδιαίτερη γεωμορφολογία, όπως αυτή διαμορφώθηκε ακριβώς λόγω των γεωλογικών διεργασιών, που ταυτόχρονα το έχουν καταστήσει επικίνδυνο. Κατά συνέπεια θα πρέπει να γίνουν πρόσθετα έργα που αφ’ ενός να αυξάνουν την ασφάλεια κατά τη διέλευση αλλά αφ’ ετέρου να μην ακυρώνουν τον λόγο διέλευσης, δηλαδή τα έργα πρέπει να είναι περιβαλλοντικώς αποδεκτά».
Τέτοια έργα, επισημαίνουν, θα πρέπει να βασιστούν σε ειδικές μελέτες και προτείνουν ως λύση κεκλιμένα ισχυρά στέγαστρα σε συγκεκριμένες και περιορισμένες περιοχές, τα οποία μπορούν να αυξήσουν θεαματικά την ασφάλεια με μικρή μόνο επίδραση στο φυσικό περιβάλλον.(
Πολιτεία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου