Η πρόσκληση είχε γίνει από το καλοκαίρι του 2000. Ήταν το πολυφωνικό σχήμα των «Νέων του Αργυροκάστρου» (γνωστό από την δισκογραφία της Γαλλικής ραδιοφωνίας και της Unesco), που μας είχε προσκαλέσει στο Φεστιβάλ. Κάτι όμως οι συγκυρίες της εποχής, κάτι κάποια άλλα μικροπροβλήματα, κάτι η άδεια που είχε εξαντληθεί, η επίσκεψη μας εκεί έμεινε στόχος του μέλλοντός μας. Αλλά όταν η πρόσκληση ξανάγινε το περσινό καλοκαίρι, δεν υπήρξαν δισταγμοί. Είχαμε πολλά ακούσει γι’ αυτό το Φεστιβάλ –θετικά και αρνητικά- αλλά και την κουβέντα φίλου καλού και γνώστη «αν ασχολείσαι έστω και λίγο με την παράδοση δεν είναι δυνατόν να μην πας» και η απόφαση ήταν μάλλον προειλημμένη. Η σύνθεση της παρέας μόνον άλλαξε μια δυο φορές.
Τα παιδιά από το Αργυρόκαστρο μας περίμεναν με...... αυτοκίνητο στην Κακαβιά. Μεσημέρι βολευτήκαμε σ’ ένα ξενοδοχείο κι αρχίσαμε τις βόλτες στην πανέμορφη, αλλά εγκαταλελειμμένη πια πόλη.
Την πρώτη μέρα της παραμονής μας, ανηφορίσαμε στο κάστρο, κάπου δυο ώρες πριν από την έναρξη της συναυλίας. Να δούμε το κάστρο, να δούμε τον χώρο, να προσανατολιστούμε και να προσαρμοστούμε. Και συναντήσαμε την πρώτη μεγάλη έκπληξη.
Έξι αστυνομικοί κάθονταν σ’ ένα τραπέζι ενός παλιού μπαρούτ – χανέ που έχει μεταμορφωθεί σε μια όμορφη καφετέρια. Με (ελληνικότατο) φραπόγαλα, στη σκιά μιας διαφημιστικής ομπρέλας περίμεναν και τραγουδούσαν Λιάμπικη πολυφωνία!!! Και (οποία σύμπτωση!) ένα αγαπημένο μου τραγούδι!
Μέλος της παρέας, μουσικός και με ειδίκευση σε χορωδίες, έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. «Εννοείς ότι θ’ ακούσουμε καλύτερες φωνές»; με ρώτησε. «Φυσικά», απάντησα, «νομίζεις ότι το καλύτερο κομμάτι του φεστιβάλ είναι η χορωδία των μπάτσων»; Και πραγματικά ακούσαμε. Κι εκεί που όλοι νιώσαμε συγκλονισμένοι κι ήταν το θέμα συζήτησης στη συνέχεια, ήταν με μια μεσόκοπη από την Αυλώνα που τραγούδησε «Elegji per komisar Gani Malushi». «Μοιρολόι για τον κομισάριο Gani Malushi» Γεμίζοντας τα μάτια μας υγρασία.
Το φεστιβάλ Αργυροκάστρου μετράει κι όλας μισό αιώνα ζωής. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα φολκλορικά φεστιβάλ της Ευρώπης. Μερικοί ισχυρίζονται ότι είναι το μεγαλύτερο και το εντυπωσιακότερο όλων. Ακόμα κι αν αυτό δεν συμβαίνει, είναι το μακροβιότερο. Πραγματοποιείται κάθε τέσσερα χρόνια και η διαδικασία για τις συμμετοχές είναι διαρκής στο μεσοδιάστημα. Σε κάθε περιφέρεια της χώρας, εθνολόγοι, μουσικολόγοι και λαογράφοι παρακολουθούν και επιλέγουν τα καλύτερα συγκροτήματα ανάμεσα σε εκατοντάδες που διαγωνίζονται και συναγωνίζονται, τα οποία και τελικά αντιπροσωπεύουν την συγκεκριμένη διοικητική περιφέρεια. Και μιλάμε για έναν αρκετά μεγάλο αριθμό συγκροτημάτων. Η κάθε συναυλία ξεκινούσε στις 6.30 (ακριβώς! Ούτε στο Μέγαρο Μουσικής έτσι!) το απόγευμα και διαρκούσε πάνω από τρεις ώρες! Τραγούδι, μουσική, χορός και λαϊκά δρώμενα εναλλάσσονταν διαρκώς στη μεγάλη, μόνιμη σκηνή του χώρου. Και φορεσιές. Φορεσιές ολοκέντητες και πανέμορφες από κάθε γωνιά της χώρας.
Πέρα όμως απ’ αυτά, το φεστιβάλ Αργυροκάστρου υπήρξε ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια του Εμβέρ Χότζα. Ενα από τα εργαλεία που μετέτρεψε τρία βασικά φύλλα (τους Γκέκηδες, τους Τσάμηδες και τους Τόσκηδες) και δεκάδες αλληλοσπαρασσόμενες φάρες, σε Αλβανικό έθνος. Ένα έθνος που στην ιστορία δεν είχε υπάρξει ποτέ.
Και το καταπληκτικό είναι ότι, το σύστημα λειτουργεί ακριβώς όπως το ονειρεύτηκε το σχεδίασε και το πραγματοποίησε ο Εμβέρ. Άσχετο αν, μετά την πτώση του καθεστώτος τον διαδέχθηκαν δεξιοί, κεντρώοι, σοσιαλιστές. Το σύστημα δούλεψε και εξακολουθεί να δουλεύει κανονικά. Εξακολουθώντας να είναι εργαλείο. Δημιουργώντας και τονώνοντας τον Αλβανικό εθνικισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα. Δεν πέρασε ούτε ένα βράδυ, που να μην ακούσουμε δύο και τρία τραγούδια αφιερωμένα στον Σκεντέρμπεη. Τον Gyorgi Kastriot. Η μάλλον, τον, Γεώργιο Καστριώτη Ελληνικής καταγωγής, ορθόδοξο και εθνικό ήρωα της Αλβανίας.
Στο φεστιβάλ αντιπροσωπεύονται όλες οι διοικητικές περιφέρειες της Αλβανίας (ανάμεσά τους ΚΑΙ το Κόσσοβο, ως Αλβανική διοικητική περιφέρεια!!! Κι ύστερα μας δουλεύει ο κ. Σολάνα με τις «διαπραγματεύσεις του» για το καθεστώς του Κοσσόβου), ενώ το πρόγραμμα της ημέρας κλείνει με συγκροτήματα από Αλβανούς μετανάστες.
Μια από τις βραδιές αντιπροσωπεύτηκαν και οι Αρβανίτες της Πελοποννήσου, οι οποίοι, αφού υπεράσπισαν μέχρις τελευταίας ρανίδος του αίματός τους τα Μοθωκόρωνα, μια και οι Έλληνες είχαν φροντίσει να γίνουν καλόγεροι για να μην πολεμήσουν, ξεσπιτώθηκαν κι αυτοί και τράβηξαν για την Κάτω Ιταλία, όπου ακόμα τραγουδούν «Μπούκουρα Μορέ», «Ωραίε Μωριά». Αυτοί λοιπόν οι Αρβανίτες, παρουσιάζονταν στο πρόγραμμα του φεστιβάλ σαν «Αλβανοί μετανάστες στην Ιταλία».
Μιλώντας τα παιδιά του συγκροτήματος από την Santa Sofia del Pirro, στην καρδιά των Αλβανόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας, μάθαμε ότι, ακόμα και στις περιόδους της μεγάλης φτώχειας της Αλβανίας, η χρηματοδότηση των Αλβανικών σχολείων στην Κάτω Ιταλία δεν σταμάτησε ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ, με αποτέλεσμα όλη η ομάδα να μιλά Αλβανικά και να έχει Αλβανική (παράλληλα με την Ιταλική) εθνική συνείδηση. Το ίδιο, φυσικά, και οι κάτοικοι των συγκεκριμένων χωριών.
μείς αλήθεια, (η εξωτερική πολιτική της υπερήφανης Ελλάδας, εννοώ), πότε «ανακαλύψαμε» τους Greci a Salentino; Τα Ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας; Την Bova Marina, τον Άγιο Ιωάννη τον Θεριστή, την Καλημέρα και τόσα άλλα; Ελάτε να μιλήσουμε μετά για Ελληνική πολιτιστική (αλλά και εξωτερική σε σχέση με τους ομογενείς) πολιτική. Η οποία έφτασε να εκπροσωπείται από τον Βαβύλη και την Magna Grecia.
Αλλά για να επανέλθουμε. Όσο κατεβαίναμε (γεωγραφικά) προς τα Νότια, όλο και περισσότερο οι ήχοι γίνονταν οικείοι. Κι όταν φτάσαμε στην Περιφέρεια του Αργυροκάστρου, η Ηπειρώτικη πεντατονία μας σήκωσε στο χορό. Χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι, τ’ ακούσματα από τις άλλες περιοχές ηχούσαν στ’ αυτιά μας παράξενα. Ανάμεσά τους αναγνωρίσαμε –κάποιες φορές μάλιστα ήταν απόλυτα ευδιάκριτοι- σκοπούς Ποντιακούς και Θρακιώτικους, καθώς και «μακρόσυρτα τραγούδια Ανατολίτικα, λυπητερά», που έγραφε και ο Κωστής Παλαμάς. Τι τα θέλετε; Ο Σαββόπουλος το έχει εύστοχα σχολιάσει: «Εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε…».
Η Ελληνική μειονότητα εκπροσωπήθηκε από 11 κοπέλες από την Δερβιτσάνη, με τις πανέμορφες νυφιάτικες στολές. Μελανό σημείο η κομπανία που τις συνόδευε, που διάλεξε να παίξει και να τραγουδήσει ένα σκυλογυφτοπανηγυριώτικο που θα το ζήλευαν και τα πανηγύρια στα χωριά της Κάτω Αχαγιάς. Κρίμα. Γιατί μόνοι μας βγάζουμε τα μάτια μας.(Κείμενα – Φωτο: Αλέξης Γκλαβάς)cineek.gr.ΠΗΓΗ
ΚΡΑΧΤΗΣ (kraxtis-gr.blogspot.com)
Τα παιδιά από το Αργυρόκαστρο μας περίμεναν με...... αυτοκίνητο στην Κακαβιά. Μεσημέρι βολευτήκαμε σ’ ένα ξενοδοχείο κι αρχίσαμε τις βόλτες στην πανέμορφη, αλλά εγκαταλελειμμένη πια πόλη.
Την πρώτη μέρα της παραμονής μας, ανηφορίσαμε στο κάστρο, κάπου δυο ώρες πριν από την έναρξη της συναυλίας. Να δούμε το κάστρο, να δούμε τον χώρο, να προσανατολιστούμε και να προσαρμοστούμε. Και συναντήσαμε την πρώτη μεγάλη έκπληξη.
Έξι αστυνομικοί κάθονταν σ’ ένα τραπέζι ενός παλιού μπαρούτ – χανέ που έχει μεταμορφωθεί σε μια όμορφη καφετέρια. Με (ελληνικότατο) φραπόγαλα, στη σκιά μιας διαφημιστικής ομπρέλας περίμεναν και τραγουδούσαν Λιάμπικη πολυφωνία!!! Και (οποία σύμπτωση!) ένα αγαπημένο μου τραγούδι!
Μέλος της παρέας, μουσικός και με ειδίκευση σε χορωδίες, έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. «Εννοείς ότι θ’ ακούσουμε καλύτερες φωνές»; με ρώτησε. «Φυσικά», απάντησα, «νομίζεις ότι το καλύτερο κομμάτι του φεστιβάλ είναι η χορωδία των μπάτσων»; Και πραγματικά ακούσαμε. Κι εκεί που όλοι νιώσαμε συγκλονισμένοι κι ήταν το θέμα συζήτησης στη συνέχεια, ήταν με μια μεσόκοπη από την Αυλώνα που τραγούδησε «Elegji per komisar Gani Malushi». «Μοιρολόι για τον κομισάριο Gani Malushi» Γεμίζοντας τα μάτια μας υγρασία.
Το φεστιβάλ Αργυροκάστρου μετράει κι όλας μισό αιώνα ζωής. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα φολκλορικά φεστιβάλ της Ευρώπης. Μερικοί ισχυρίζονται ότι είναι το μεγαλύτερο και το εντυπωσιακότερο όλων. Ακόμα κι αν αυτό δεν συμβαίνει, είναι το μακροβιότερο. Πραγματοποιείται κάθε τέσσερα χρόνια και η διαδικασία για τις συμμετοχές είναι διαρκής στο μεσοδιάστημα. Σε κάθε περιφέρεια της χώρας, εθνολόγοι, μουσικολόγοι και λαογράφοι παρακολουθούν και επιλέγουν τα καλύτερα συγκροτήματα ανάμεσα σε εκατοντάδες που διαγωνίζονται και συναγωνίζονται, τα οποία και τελικά αντιπροσωπεύουν την συγκεκριμένη διοικητική περιφέρεια. Και μιλάμε για έναν αρκετά μεγάλο αριθμό συγκροτημάτων. Η κάθε συναυλία ξεκινούσε στις 6.30 (ακριβώς! Ούτε στο Μέγαρο Μουσικής έτσι!) το απόγευμα και διαρκούσε πάνω από τρεις ώρες! Τραγούδι, μουσική, χορός και λαϊκά δρώμενα εναλλάσσονταν διαρκώς στη μεγάλη, μόνιμη σκηνή του χώρου. Και φορεσιές. Φορεσιές ολοκέντητες και πανέμορφες από κάθε γωνιά της χώρας.
Πέρα όμως απ’ αυτά, το φεστιβάλ Αργυροκάστρου υπήρξε ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια του Εμβέρ Χότζα. Ενα από τα εργαλεία που μετέτρεψε τρία βασικά φύλλα (τους Γκέκηδες, τους Τσάμηδες και τους Τόσκηδες) και δεκάδες αλληλοσπαρασσόμενες φάρες, σε Αλβανικό έθνος. Ένα έθνος που στην ιστορία δεν είχε υπάρξει ποτέ.
Και το καταπληκτικό είναι ότι, το σύστημα λειτουργεί ακριβώς όπως το ονειρεύτηκε το σχεδίασε και το πραγματοποίησε ο Εμβέρ. Άσχετο αν, μετά την πτώση του καθεστώτος τον διαδέχθηκαν δεξιοί, κεντρώοι, σοσιαλιστές. Το σύστημα δούλεψε και εξακολουθεί να δουλεύει κανονικά. Εξακολουθώντας να είναι εργαλείο. Δημιουργώντας και τονώνοντας τον Αλβανικό εθνικισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα. Δεν πέρασε ούτε ένα βράδυ, που να μην ακούσουμε δύο και τρία τραγούδια αφιερωμένα στον Σκεντέρμπεη. Τον Gyorgi Kastriot. Η μάλλον, τον, Γεώργιο Καστριώτη Ελληνικής καταγωγής, ορθόδοξο και εθνικό ήρωα της Αλβανίας.
Στο φεστιβάλ αντιπροσωπεύονται όλες οι διοικητικές περιφέρειες της Αλβανίας (ανάμεσά τους ΚΑΙ το Κόσσοβο, ως Αλβανική διοικητική περιφέρεια!!! Κι ύστερα μας δουλεύει ο κ. Σολάνα με τις «διαπραγματεύσεις του» για το καθεστώς του Κοσσόβου), ενώ το πρόγραμμα της ημέρας κλείνει με συγκροτήματα από Αλβανούς μετανάστες.
Μια από τις βραδιές αντιπροσωπεύτηκαν και οι Αρβανίτες της Πελοποννήσου, οι οποίοι, αφού υπεράσπισαν μέχρις τελευταίας ρανίδος του αίματός τους τα Μοθωκόρωνα, μια και οι Έλληνες είχαν φροντίσει να γίνουν καλόγεροι για να μην πολεμήσουν, ξεσπιτώθηκαν κι αυτοί και τράβηξαν για την Κάτω Ιταλία, όπου ακόμα τραγουδούν «Μπούκουρα Μορέ», «Ωραίε Μωριά». Αυτοί λοιπόν οι Αρβανίτες, παρουσιάζονταν στο πρόγραμμα του φεστιβάλ σαν «Αλβανοί μετανάστες στην Ιταλία».
Μιλώντας τα παιδιά του συγκροτήματος από την Santa Sofia del Pirro, στην καρδιά των Αλβανόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας, μάθαμε ότι, ακόμα και στις περιόδους της μεγάλης φτώχειας της Αλβανίας, η χρηματοδότηση των Αλβανικών σχολείων στην Κάτω Ιταλία δεν σταμάτησε ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ, με αποτέλεσμα όλη η ομάδα να μιλά Αλβανικά και να έχει Αλβανική (παράλληλα με την Ιταλική) εθνική συνείδηση. Το ίδιο, φυσικά, και οι κάτοικοι των συγκεκριμένων χωριών.
μείς αλήθεια, (η εξωτερική πολιτική της υπερήφανης Ελλάδας, εννοώ), πότε «ανακαλύψαμε» τους Greci a Salentino; Τα Ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας; Την Bova Marina, τον Άγιο Ιωάννη τον Θεριστή, την Καλημέρα και τόσα άλλα; Ελάτε να μιλήσουμε μετά για Ελληνική πολιτιστική (αλλά και εξωτερική σε σχέση με τους ομογενείς) πολιτική. Η οποία έφτασε να εκπροσωπείται από τον Βαβύλη και την Magna Grecia.
Αλλά για να επανέλθουμε. Όσο κατεβαίναμε (γεωγραφικά) προς τα Νότια, όλο και περισσότερο οι ήχοι γίνονταν οικείοι. Κι όταν φτάσαμε στην Περιφέρεια του Αργυροκάστρου, η Ηπειρώτικη πεντατονία μας σήκωσε στο χορό. Χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι, τ’ ακούσματα από τις άλλες περιοχές ηχούσαν στ’ αυτιά μας παράξενα. Ανάμεσά τους αναγνωρίσαμε –κάποιες φορές μάλιστα ήταν απόλυτα ευδιάκριτοι- σκοπούς Ποντιακούς και Θρακιώτικους, καθώς και «μακρόσυρτα τραγούδια Ανατολίτικα, λυπητερά», που έγραφε και ο Κωστής Παλαμάς. Τι τα θέλετε; Ο Σαββόπουλος το έχει εύστοχα σχολιάσει: «Εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε…».
Η Ελληνική μειονότητα εκπροσωπήθηκε από 11 κοπέλες από την Δερβιτσάνη, με τις πανέμορφες νυφιάτικες στολές. Μελανό σημείο η κομπανία που τις συνόδευε, που διάλεξε να παίξει και να τραγουδήσει ένα σκυλογυφτοπανηγυριώτικο που θα το ζήλευαν και τα πανηγύρια στα χωριά της Κάτω Αχαγιάς. Κρίμα. Γιατί μόνοι μας βγάζουμε τα μάτια μας.(Κείμενα – Φωτο: Αλέξης Γκλαβάς)cineek.gr.ΠΗΓΗ
ΚΡΑΧΤΗΣ (kraxtis-gr.blogspot.com)
Σας ευχαριστώ για την κοινοποίηση... Ακόμα ερωτευμένος με το Αργυρόκαστρο...
ΑπάντησηΔιαγραφή